Είμαι επιφυλακτικός όταν διαβάζω κείμενα ανθρώπων πενήντα χρονών που σχολιάζουν εμπειρίες παιδιών και νέων. Μου έρχονται στο μυαλό οι δικοί μας «θείοι»: εκείνος ο κόσμος των Μεγάλων που μας έβγαζε από τα λαγούμια του παιχνιδιού στο φως της τιμωρίας, της μετάνοιας και των συμβουλών για το μέλλον μας. Ούτε που τους ακούγαμε φυσικά τους έρημους τους «θείους». Τους αφήναμε να περάσουν κι εμείς συνεχίζαμε τις αθώες, σιχαμερές, βλακώδεις απασχολήσεις μας σε απόμερα μέρη, σε ερειπωμένα σπίτια, αποθήκες και κήπους.
Είμαι ακόμα πιο επιφυλακτικός ειδικά όταν διαβάζω σχόλια γύρω από τις ψηφιακές γενιές. Για το θέαμα δεκάχρονων που κάθονται πλάι-πλάι σε ένα πεζούλι σε χωριό του Πηλίου, βλέποντας ελληνικά σίριαλ και «Χ-Factor» ή κάνοντας skype και viber.
Το πιθανότερο είναι ότι αυτά τα δεκάχρονα στο πεζούλι δεν καταλαβαίνουν τη σχετική αντίθεση. Ο δικές μας κουβέντες νομοθετούν την πραγματικότητα με βάση τον κώδικα της αντίθεσης: μέσα/έξω, ηλεκτρονικό παιχνίδι/φυσικό παιχνίδι κ.λπ. Ακόμα και όταν έχουμε εθιστεί στο Διαδίκτυο και την ψηφιακή ζωή (όπως συμβαίνει πια), ακόμα κι αν καυχιόμαστε πως ανήκουμε στα περίφημα ψαγμένα κοινά, γυρεύουμε ακόμα παράθυρο με θέα: τον εξωτερικό κόσμο ως αμεσότητα των αισθήσεων, με τις ύλες, τις μυρουδιές, τη σκόνη πάνω στα πράγματα.
Τι να πεις για κάτι που εξελίσσεται και μεταμορφώνει τις σχέσεις, τη γλώσσα, την κοινωνικότητα; Τα μελετούν οι ειδικοί αυτά κι εγώ δεν είμαι ειδικός ούτε στις τεχνολογίες της επικοινωνίας ούτε στην παιδική ψυχολογία. Βρίσκω, επίσης, αφόρητα τετριμμένο τον λόγο που κινείται προσεκτικά, με κώδικες δεοντολογίας: τόσες ώρες στο ψηφιακό περιβάλλον, τόσες στη φυσική και κανονική πραγματικότητα. Το πιθανότερο είναι ότι αυτά τα δεκάχρονα στο πεζούλι δεν καταλαβαίνουν τη σχετική αντίθεση. Ο δικές μας κουβέντες νομοθετούν την πραγματικότητα με βάση τον κώδικα της αντίθεσης: μέσα/έξω, ηλεκτρονικό παιχνίδι/φυσικό παιχνίδι κ.λπ. Ακόμα και όταν έχουμε εθιστεί στο Διαδίκτυο και την ψηφιακή ζωή (όπως συμβαίνει πια), ακόμα κι αν καυχιόμαστε πως ανήκουμε στα περίφημα ψαγμένα κοινά, γυρεύουμε ακόμα παράθυρο με θέα: τον εξωτερικό κόσμο ως αμεσότητα των αισθήσεων, με τις ύλες, τις μυρουδιές, τη σκόνη πάνω στα πράγματα. Έχουμε μια αισθηματική και νεορομαντική εικόνα της ομορφιάς και της σωματικότητας. Δεν μπορούμε να ξύσουμε από πάνω μας τον χρόνο της προσδοκίας και της ράθυμης πλοκής των χεριών (που δεν αναζητούσαν μια οθόνη).
Είναι φανερό όμως πως μια άλλη πραγματικότητα έχει αναδυθεί γύρω και δεν φαίνεται να συγκινείται από τη δική μας πινακοθήκη τοπίων και γεύσεων. Νομίζουμε συχνά πως είναι ένας κόσμος βαθιά αδιάφορος και ανιαρός μέχρι το μεδούλι. Δεν θα το πούμε δυνατά όμως αυτό, μη μας πουν γέρους ή παρωχημένους που δεν καταλαβαίνουν πως αλλάζουν άρδην όλα τα «δεδομένα». Μην τύχει και μας κατηγορήσει η μετα-ιστορία πως ανήκουμε στην προϊστορία και στις ιδέες της.
Να, γλιστράω, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβω, στο είδος του κειμένου που ήθελα να αποφύγω. Σε έναν ήπιο θρηνητικό για τις χαμένες γεύσεις και το δυσοίωνο μέλλον. Μήπως, λοιπόν, οι «θείοι» του ’70 σκέφτονταν κάτι ανάλογο, όταν εμείς βυθιζόμασταν με τις ώρες στη συλλογή πωμάτων από μπουκάλια ρετσίνας και πορτοκαλάδας; Όταν ανταλλάσσαμε με τις ώρες κάρτες, μπίλιες, κολλήματα και πάθη που γεννούσαν μικρής έντασης εμφυλίους και συμφωνίες «φυλάρχων»;
Και εμείς είχαμε τη συνήθεια να χανόμαστε και δεν δίναμε τη σημασία που έπρεπε στις υποδείξεις. Και τότε οι «θείοι» έψαχναν την κατάλληλη λέξη για να καταγγείλουν τις ανωμαλίες της δικής μας ασυνεννόητης ζωής. Επειδή όμως είχαν ακόμα την ευχέρεια να σε δείρουν, δεν έμεναν και πολύ στις λέξεις και στην ψυχολογία. Ήταν ακόμα η εποχή που η βαναυσότητα είχε αξία παραδείγματος.
Άραγε, μιλάμε για το ίδιο πράγμα; Το μούδιασμα και η ενόχληση που μου προξένησε η παρέα των απορροφημένων δεκάχρονων είναι απλώς ένα σύμπτωμα που επαναλαμβάνεται και θέλει κάθε γενιά τρομαγμένη με τις εμμονές των απογόνων της;
Θα ήθελα να πω ναι. Να ήταν έτσι. Να ήταν μόνο η απόσταση του χρόνου κι εγώ να έγραφα άλλο ένα κειμενάκι «ηθικού πανικού» για τους αποπροσανατολισμούς και τις ανορθογραφίες της σημερινής ζωής.
Όμως πιστεύω ότι κινούμαστε σε αχαρτογράφητα ύδατα ως προς την ψηφιακή μετάβαση. Δεν με πείθει η ιδέα πως πρόκειται για απλά εργαλεία που μπορεί να ελεγχθούν ορθολογικά και ψύχραιμα. Ούτε όμως και η φουτουριστική δυστοπία που προφητεύει ψηφιακά ζόμπι σε μια μετα-ανθρώπινη (Post-human) διάσταση.
Από τη μια ακούω πολλούς καλόβολους μοντέρνους που νομίζουν πως με ένα σεμινάριο ή με λίγες έξυπνες εφαρμογές αυτή η νέα πραγματικότητα θα είναι υπό «γονικό» έλεγχο.
Από την άλλη, έχω υπόψη μου τη σχετική φιλολογία για το τέλος της εγγράμματης, λογικής και στοχαστικής προσωπικότητας και τη διάδοση του ψηφιακού κρετινισμού.
Φιλελεύθεροι αισιόδοξοι παιδαγωγοί και τεχνοφοβικοί νοσταλγοί της απτής πραγματικότητας περιμένουν, βλέπετε, τη δικαίωσή τους από τη μια ή άλλη έκβαση. Όπως και με την οικονομική κρίση, που το θέμα έγινε ποια ιδεολογική πλατφόρμα θα επιβεβαιωθεί στο τέλος.
Πάντως, το πεζούλι στο χωριό ήταν καλά ασπρισμένο. Όπως πρέπει, δηλαδή, σε κάθε αναπαράσταση της απλής ζωής, προορισμένης να αρέσει σε ευαίσθητους αστούς που δεν θέλουν «τα τσιμέντα και τα πλαστικά». Το πεζούλι ήταν ασπρισμένο και τα παιδιά πάνω του πέρασαν την ώρα τους τελείως ανυποψίαστα πως θα γίνονταν θέμα σε αυτό το πρώτο, μετα-καλοκαιρινό κείμενο. Χωρίς να ξέρουν, τελικά, πως δεν θα γεννούσαν κάποιο συμπέρασμα, παρά μόνο ερωτήματα.