Πριν από χρόνια, σε ένα άρθρο του στο περιοδικό «Time», ένας πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Συρία αναρωτιόταν πόσο ανιστόρητη ήταν η πολιτική του Τζορτζ Μπους απέναντι στη Συρία.
Με έκπληξη ανακάλυψε ο συγγραφέας αυτού του άρθρου του «New York Magazine» ότι ορισμένα βασικά στοιχεία της απρόβλεπτης τροχιάς του Ντόναλντ Τραμπ τα είχε «διαβάσει» στα γραπτά του Πλάτωνα. Διακρίνει τα στοιχεία της υπερβολικής ελευθερίας, που οδηγεί σε ακραία σκλαβιά. Το τελευταίο στάδιο της δημοκρατίας, όπου κάνει ο καθένας ό,τι θέλει: το παιδί νιώθει τόσο κοντά στους γονείς που δεν τους υπολογίζει, οι μαθητές ξεσαλώνουν γιατί οι καθηγητές τούς κανακεύουν.
Σε αυτό εδώ το άρθρο της στους «Financial Times» μια διακεκριμένη καθηγήτρια Οικονομικών τονίζει πόσο ανιστόρητη είναι η πολιτική πολλών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη που καταγράφηκαν τη δεκαετία του 1930. Τότε, το αποτέλεσμα ήταν η άνοδος φασιστικών καθεστώτων και κατάληξη ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Eνώ πιστεύουμε (και ευχόμαστε) πως συσσωρευμένα αρνητικά γεγονότα όπως το προσφυγικό, το Brexit, o Tραμπ και η προοπτική Λε Πεν στη Γαλλία είναι περαστικά και διαχειρίσιμα, η Ιστορία δείχνει ότι σε αντίστοιχες στιγμές στο παρελθόν ήταν το πρελούδιο μιας δυσάρεστης πορείας. Ή και μιας καταστροφικής εξέλιξης, όπως ο Α' ή ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο ιστορικός Mark Mazower, με βαθύτατη γνώση της ελληνικής περίπτωσης, έχει περιγράψει σε πολλά βιβλία και άρθρα του το ίδιο σύμπτωμα: η περιφρόνηση της ιστορικής γνώσης μας έχει οδηγήσει σε καταστάσεις όπου πυκνώνουν φαινόμενα που γνωρίσαμε στον Μεσοπόλεμο αλλά και στη μεταπολεμική περίοδο. Ανιστόρητες ηγεσίες αρκούνται σε ψιλοδιορθώσεις, ενώ οι μεγάλες ομάδες θυμωμένων πολιτών τείνουν σε πολιτικές επιλογές που, όπως έχει δείξει η Ιστορία, επιφυλάσσουν υψηλό τίμημα.
Αυτή εδώ η ανάλυση πειραματίζεται με ένα ακραίο σενάριο: ενώ πιστεύουμε (και ευχόμαστε) πως συσσωρευμένα αρνητικά γεγονότα όπως το προσφυγικό, το Brexit, o Tραμπ και η προοπτική Λε Πεν στη Γαλλία είναι περαστικά και διαχειρίσιμα, η Ιστορία δείχνει ότι σε αντίστοιχες στιγμές στο παρελθόν ήταν το πρελούδιο μιας δυσάρεστης πορείας. Ή και μιας καταστροφικής εξέλιξης, όπως ο Α' ή ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Σε αυτές τις φάσεις, όσοι έχουν μια νηφάλια άποψη και ψάχνουν σε βάθος είναι εύκολος αντίπαλος για τους λαϊκιστές, που συνειδητά επιστρατεύουν κάθε απλοϊκή και βολική συνταγή που φαίνεται ελκυστική στα πλατιά στρώματα των πονεμένων, των θυμωμένων και όσων επιδιώκουν τις γρήγορες λύσεις και τα μεγάλα κέρδη.
Οι ηγεσίες πολλών ισχυρών χωρών αλλά και μικρών χωρών σε κρίση –όπως η Ελλάδα– αγνοούν την Ιστορία. Πολλοί πολίτες, ειδικά από εκείνους που δεν έχουν τη δικαιολογία ότι λειτουργούν υπό το καθεστώς θυμού, δεν διαβάζουν ούτε αυτοί Ιστορία. Βάζουν και οι ίδιοι το χεράκι τους στη διόγκωση φαινομένων που στο παρελθόν τα πλήρωσαν ακριβά οι χώρες και η ανθρωπότητα.
Γιατί οι ειδικοί θεωρούνται αναξιόπιστοι
Σε αυτές τις ιστορικές στιγμές, εκτός από τις ευθύνες των ηγεσιών, μετρά και η ατομική ευθύνη του κάθε πολίτη. Σε αυτή την εξίσωση παίζει, πάντως, ρόλο και η ευθύνη των ειδικών. Όπως έδειξε περίτρανα η υπόθεση του Brexit, οι ειδικοί (καθηγητές, διανοούμενοι κ.λπ.) είναι σε τροχιά αυξανόμενης αναξιοπιστίας: το ευρύ κοινό δεν τους εμπιστεύεται, δεν τους ακούει, ενδεχομένως μια ευρεία πλειονότητα να αποφασίζει να κάνει το αντίθετο απ' ό,τι τη συμβουλεύουν αυτοί που «ξέρουν».
Μια μικρή γεύση πήραμε στην Ελλάδα, τόσο στην περίπτωση του περσινού δημοψηφίσματος όσο και τις μέρες του αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Τουρκία. Ειδικά στο τελευταίο, είδαμε «ειδικούς» να εμφανίζονται στην τηλεόραση και να αναπτύσσουν εγκεφαλικές θεωρίες, και μάλιστα να επιτίθενται σε ρεπόρτερ που είχαν γνώση των θεμάτων της γειτονικής χώρας.
Αυτό εδώ το αυτοκριτικό άρθρο, γραμμένο από έναν διανοούμενο, εξηγεί γιατί οι ειδικοί και οι πανεπιστημιακοί στην εποχή μας βρίσκονται σε μεγάλη απόκλιση από το λαϊκό αίσθημα και τις εξελίξεις στην κοινωνία.
Μια άλλη ανάλυση υποστηρίζει ότι η δημοκρατία έχει ανάγκη από ανεξάρτητους ειδικούς, διανοούμενους που εξηγούν, συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο, ερευνούν.
Αυτή η θέση δείχνει και ένα καίριο ζήτημα της ελληνικής δημοκρατίας, έχοντας οι περισσότεροι ειδικοί άμεση ή έμμεση σχέση με το κράτος, άρα και με την εκάστοτε κυβέρνηση ή με πολύ ισχυρά συμφέροντα. Έτσι, βρίσκονται σε μόνιμη δυσκολία να μοχθήσουν για μια ανεξάρτητη άποψη, να παράγουν γνώση και έρευνα, να δώσουν μάχη κόντρα στο ρεύμα της ευκολίας. Η κατάσταση τείνει προς το γραφικό για όσους εξ αυτών εμφανίζονται συχνά στην τηλεόραση, όπου, για να διατηρήσουν το «προνόμιο» της προβολής, ενδίδουν στη βολή των λαϊκίστικων θέσεων. Δεν υπάρχει πιο ισχυρή υπονόμευση του ρόλου ενός ειδήμονα από το να κάνει ευγενικές παραχωρήσεις σε αυτό που από θέση θα έπρεπε να αντιμάχεται, δηλαδή τον λαϊκισμό.