Πώς χωρίζουμε; Πώς επιλέγουμε να τελειώσουμε μια σχέση, όχι απαραιτήτως ερωτική ή επισφραγισμένη από έναν θεσμό, όπως ο γάμος; Πώς αποφασίζουμε να φύγουμε από μία δουλειά, μία φιλία, έναν συγγενικό δεσμό; Πώς απομακρυνόμαστε;
Το σύγχρονο savoir vivre, της ουσίας, όχι των τύπων, θα έπρεπε κάποια στιγμή να εμπλουτιστεί από ένα εμπεριστατωμένο, επικαιροποιημένο κεφάλαιο για τον τρόπο με τον οποίο άνθρωποι – διάσημοι ή μη – αποφασίζουν να τερματίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Καλώς ή κακώς, σοφοί οι παλιοί, έλεγαν με σιγουριά, ότι τα στερνά τιμούν τα πρώτα και φυσικά αναφέρονταν στην ποιότητα του –όποιου – τέλους.
Και την ποιότητα, είτε αρέσει, είτε όχι, την ορίζει το βάθος, το περιεχόμενο, το πλέγμα και η πίστη στην ιδιωτικότητα. Το ένα αναιρεί το άλλο και όλα μαζί θέλουν εκπαίδευση. Έμφυτη συστολή και αυτοπειθαρχία την ώρα της τελευταίας πράξης σε μια σχέση διαθέτουν λίγοι. Ο πόνος και η παρόρμηση υπαγορεύουν (και συνοδεύονται από )δάκρυα, φωνές, σκηνές απερίγραπτης μικρότητας, κακίες και σπασμωδικές κινήσεις.
O χωρισμός είναι επιστήμη. Και όπως όλες οι επιστήμες θέλει μελέτη, κόπο, προσπάθεια και κλίση. Από κάποιον χωρίς συναισθηματικό υπόβαθρο, χωρίς συναίσθηση και εκπαίδευση προσδοκά κανείς τα πάντα: από το να χωρίσει τη γυναίκα του με ένα μήνυμα, μέχρι το να γίνει πρωτοσέλιδο μέσα από τις φαρμακερές δηλώσεις της πρώην του.
Οι νομικοί γνωρίζουν περισσότερα επ’ αυτού, και με όποιο τρόπο γνωρίζουν και τους επιτρέπεται, συμβουλεύουν τα εμπλεκόμενα μέλη, κυρίως διότι η νομική είναι η επιστήμη της συνέπειας, του «μετά». Ωστόσο, στις σύγχρονες κοινωνίες, των βιομηχανικών ρυθμών και της ταχύτητας του διαδικτύου, λίγα πράγματα αντέχουν περισσότερο από ένα post σε κάποιο site. Το εφήμερο μιας είδησης, ακόμη και αυτής που αφορά σ’ ένα πολύκροτο διαζύγιο, είναι ακατάλυτο: θα γραφτεί, θα καταναλωθεί, θα συζητηθεί και μετά, όπως τόσα, απείρως σοβαρότερα, θα ξεχαστεί. Όπως ξεχνιούνται οι περισσότεροι χωρισμοί, είτε σ’ αυτούς πρωταγωνιστεί ο γείτονας, είτε η Τζολί και ο Πιτ.
Η ζωή συνεχίζεται, νέα κεφάλαια γράφονται, νέα πράγματα συμβαίνουν, πηδάει ο κόσμος από τη μία σχέση στην άλλη, από τη μία δουλειά στην άλλη, από τη μία παρέα στην άλλη, μαθαίνει να επιβιώνει, να σηκώνεται, να ελίσσεται, αλλά δεν μαθαίνει να χωρίζει, να τελειώνει τους δεσμούς του – όποιοι κι αν είναι αυτοί - με αξιοπρέπεια, να φυλάει το καλύτερο για το τέλος, κι ας είναι οδυνηρό.
Είναι στη φύση των περισσότερων ανθρώπων να μην κοιτάνε πίσω, να απεχθάνονται ό,τι λήγει, να προστατεύουν το περίβλημα –και όχι τον έσω πυρήνα – με ό,τι μοιάζει με ζωή: νέος σύντροφος, νέο σπίτι, νέα δουλειά, νέα πρόσωπα, «κοιτάμε μπροστά», «τα καλύτερα δεν τα ζήσαμε», «μέρα που περνάει δεν ξαναγυρνάει», «ο χρόνος είναι γιατρός», κάποιες από τις συνηθέστερες – τάχα εμψυχωτικές – συμβουλές προς κάποιον που χώρισε, απολύθηκε, μαχαιρώθηκε πισώπλατα, του συνέβη, τέλος πάντων, κάτι πραγματικά διδακτικό.
Είναι τόσες οι ευκαιρίες και τέτοιοι οι ρυθμοί, τόσα τα κοινωνικά δίκτυα που μπορεί να εκφραστεί κανείς – με δακρύβρεχτα ή εκδικητικά posts, με έντεχνα ή βαριά λαϊκά, με υπονοούμενα ή πιστολιές εναντίον των πρώην (συντρόφων, συζύγων, αφεντικών, φίλων) – που ο αυτοέλεγχος και η (λίγη) ντροπή μοιάζει ανοησία. Είναι και που ο χωρισμός –και δη το διαζύγιο- έχει κλειδωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο με εικόνες παρεκτροπής και διάλυσης και μετά όλο το γαϊτανάκι μοιάζει φυσικό και επόμενο.
Αν στη σφαίρα των άσημων, όπου τα social media, εκτρέφουν μικρο-celebrities, τα likes και οι παρηγοριές (και η χλεύη) πάνε και έρχονται, εννοείται ότι τα μεγέθη εκτροχιάζονται, όταν χωρίζουν διασημότητες. Οι οποίες, ωστόσο, συνοδεύονται από στρατό ατζέντηδων, image makers, συμβούλων που μέσα στα χρόνια κάτι θα έπρεπε να έχουν διδάξει.
Όμως, όχι. Γιατί ο χωρισμός είναι επιστήμη. Και όπως όλες οι επιστήμες θέλει μελέτη, κόπο, προσπάθεια και κλίση. Από κάποιον χωρίς συναισθηματικό υπόβαθρο, χωρίς συναίσθηση και εκπαίδευση προσδοκά κανείς τα πάντα: από το να χωρίσει τη γυναίκα του με ένα μήνυμα, μέχρι το να γίνει πρωτοσέλιδο μέσα από τις φαρμακερές δηλώσεις της πρώην του. Άλλωστε, στις διασημότητες ειδικά, εκτός από τη μάχη των πληγωμένων εγωισμών και των εκατομμυρίων, μαίνεται και ο πόλεμος των εντυπώσεων, της «υστεροφημίας», της τελευταίας κουβέντας.
Δεν είναι αστείο, ούτε υπερβολή. Οι χωρισμοί, εκτός από εργοστάσια παραγωγής πρωτοσέλιδων, παράγουν και πολιτισμό. Από τα ψηλά του Χόλιγουντ και της κινηματογραφικής νομενκλατούρας κατεβαίνουν στη βάση, στους άσημους, στη μικροκλίμακα, αφομοιώνονται –ως πρακτική- και επαναλαμβάνονται ως φάρσα. Και επειδή, την ώρα του πολέμου πού καιρός για ευγένειες, εμπεδώνονται ως πράξη πολεμική από την οποία απουσιάζει το βασικό στοιχείο όλων των σχέσεων, ο σεβασμός.
Χωρίζουμε ως εχθροί θανάσιμοι – από σχέσεις, δουλειές, φιλίες, συγγένειες – γιατί δεν έχουμε μάθει αλλιώς. Θεωρούμε δεδομένο ότι τέλος σημαίνει θόρυβος, ύβρεις, σπορά αμφιβολιών, στραπατσάρισμα του εχθρού μέχρις εσχάτων. Έχουμε μεγαλώσει – σε Ευρώπη κι Αμερική, με τη συμβολή των media – με τη βεβαιότητα ότι ο χωρισμός είναι τέχνη πολεμική, ενώ ουσιαστικά είναι η τέχνη της προστατευτικής σιωπής και της ευγένειας, το διακριτό όριο ανάμεσα στους ανθρώπους με πραγματικά αισθήματα και στους φωνακλάδες του marketing.
σχόλια