Ένας κακότεχνος κύκλος με κιμωλία, κάτι απροσδιόριστα σύμβολα και κάτι κάθε άλλο παρά επεξηγηματικά κολλυβογράμματα. Ιδού η τριαδικότης που θα μας καταδίωκε ανελέητα τα υπόλοιπα πέντε χρόνια της γυμνασιακής και λυκειακής μας φοίτησης. Μας είχαν προειδοποιήσει και οι μεγαλύτεροι. Ο θεολόγος μας είχε εμμονή με το συγκεκριμένο σχεδιάγραμμα. Θα μας βασάνιζε με αυτό μέχρι τέλους. Περισσότερο θα βασανιζόταν ο ίδιος, διότι απαραίτητο μέρος της κληρονομημένης παράδοσης του σχολείου ήταν οι πλάκες εναντίον του αγαθού, γεροντοκόρου καθηγητή. Κάποιες ήταν τόσο χοντροκομμένες, που όταν έγιναν ανάμνηση, μας άφησαν ανεξίτηλα ίχνη ενοχών. Άλλες ήταν τόσο χαριτωμένες για τα εφηβικά μας δεδομένα, που πέρασαν στη μυθολογία του σχολείου...
Έτσι διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε η σχέση μας με το μάθημα των Θρησκευτικών μέχρι τη Γ' Λυκείου, οπότε ένας άλλος θεολόγος, επικαλούμενος την καρδιοπάθειά του, μας πρότεινε να απουσιάζουμε (αλλά άνευ «απουσίας») από το μάθημά του, αν δεν μας ενδιέφερε. Ο ίδιος επέλεξε, μάλιστα, στο τέλος της χρονιάς να μας υποδείξει και τα 10 από τα 5 θέματα που θα έβαζε στις εξετάσεις, όπου εξυπακούεται ότι πήραμε όλοι «20».
Οι αναμνήσεις μου από τη θητεία μας στα Θρησκευτικά (διανθισμένες και με κάτι ταλαίπωρες αποστηθίσεις των αμφίων) ασφαλώς δεν είναι καθόλου πρωτότυπες. Η χαλάρωση, η καζούρα και στο τέλος το ευκολάκι του άριστου βαθμού εκπροσωπούν κατά κανόνα την εμπειρία της πλειονότητας των μαθητών του ελληνικού σχολείου από το συγκεκριμένο μάθημα. Και είναι προφανώς ένας κανόνας διαρκείας, αν κρίνω από τη συμβουλή που εισέπραξε η (βαφτισμένη καθολική) κόρη μου από συμμαθητές της, όταν σκέφτηκε να ζητήσει απαλλαγή από το μάθημα: «Και γιατί;» τη ρώτησαν. «Θα κάθεσαι μόνη σου στο προαύλιο, θα χάνεις την πλάκα και στο τέλος δεν θα δώσεις και εξετάσεις στα Θρησκευτικά, θα χάσεις συνεπώς κι ένα σίγουρο 20αράκι, ό,τι πρέπει για να σου ανεβάσει τον μέσο όρο».
Υπάρχει κι εκείνο το επιχείρημα που λέει ότι η Ορθοδοξία λειτουργεί ως εθνικός συνδετικός κρίκος, αλλά νομίζω ότι ειδικά αυτή την εποχή είναι εκ των πραγμάτων πιο παρωχημένο από ποτέ.
Σε αυτά, λίγο-πολύ, συνίστανται λοιπόν η εμπειρία και τα κίνητρα των μαθητών στο συγκεκριμένο μάθημα. Φαντάζομαι, μάλιστα, ότι τώρα τα πράγματα θα είναι ακόμα δυσκολότερα στην προσέγγιση εφήβων που ανήκουν σε γενιές πιο ορθολογικές, προσαρμοσμένες στις οθόνες και εθισμένες στα τεχνολογικά γκάτζετ τόσο, ώστε η μόνη περίπτωση να ασχοληθούν σε πρώτη φάση με θέματα πίστης είναι να μπορέσουν να βγάλουν μια selfie με τον Θεό...
Αν, λοιπόν, υποθέσουμε ότι η εκπαιδευτική εμπειρία είναι η πρώτη που πρέπει να λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις, φοβάμαι ότι το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως γίνεται μέχρι σήμερα, δεν συγκεντρώνει και πολλές... έξωθεν καλές μαρτυρίες, ούτως ή άλλως. Ξεκινώ απ' αυτή την πρακτικότερη διαπίστωση και από κει και πέρα ασπάζομαι όλα τα υπόλοιπα επιχειρήματα υπέρ της αντικατάστασης του συγκεκριμένου μαθήματος από μια Ιστορία των Θρησκειών, πολύ συμβατότερη με ένα ανεξάρτητο, πολυπολιτισμικών αποχρώσεων ευρωπαϊκό κράτος. Προσωπικά, μάλιστα, βρίσκω την πρόθεση του αριστερού υπουργού Παιδείας άτολμη (αλλά κατανοητή ως πρώτο test drive σε μια κοινωνία όπου, δυστυχώς, κάποιοι σέβονται ακόμα τα παραληρήματα του Άνθιμου ή του Σεραφείμ). Πέρα από τον αυτονόητο διαχωρισμό Εκκλησίας-κράτους, το μάθημα των Θρησκευτικών, ως έχει, μπορεί να είναι επιλογή κατήχησης αλλά όχι εκπαίδευσης. Αντίστοιχα και η Θεολογική Σχολή, ως πανεπιστημιακός κλάδος, θα έπρεπε ίσως να έχει άλλο προσανατολισμό και την παρούσα αποστολή της, μαζί και τη χρηματοδότηση, να αναλάβει μια Ακαδημία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Υπάρχει, βέβαια, κι εκείνο το επιχείρημα που λέει ότι η Ορθοδοξία λειτουργεί ως εθνικός συνδετικός κρίκος, αλλά νομίζω ότι ειδικά αυτή την εποχή είναι εκ των πραγμάτων πιο παρωχημένο από ποτέ. Υπάρχει όμως και η εξής πραγματικότητα: ως «φιλοσοφικό σύστημα» η Ορθοδοξία είναι, αντίθετα με διάφορες λανθασμένες πεποιθήσεις, από τα πιο ανοιχτά και ανεκτικά. Και το λέω επικαλούμενη κι ένα προσωπικό παράδειγμα: η βάφτιση της κόρης μου ως καθολικής (κατά την πατρική της καταγωγή) προϋπέθετε την παρουσία μου τέσσερις συνεχόμενες Κυριακές στις 7 το πρωί στην Καθολική Εκκλησία, όπου ο ιερέας με υπέβαλε στο μαρτύριο ωριαίας κατήχησης και διακριτικών πιέσεων για αλλαγή δόγματος. Προσωπικά, μου ήταν αδιάφορο και το δικό του δόγμα και το δικό «μου» επίσης.
Ούτως ή άλλως, θεωρώ κενές νοήματος και τις κατηχήσεις και τα μαθήματα Θρησκευτικών. Και σε εποχές σαν κι αυτές ο ιδανικότερος «προσηλυτισμός» στην Ορθοδοξία θα ήταν στο κάτω-κάτω η δρώσα κοινωνικά και οικονομικά ανακουφιστική πολιτική της Εκκλησίας, η χαλάρωση των αντιδράσεών της απέναντι σε συνθήκες που δεν είναι μόνο προοδευτικές αλλά και πολύ πιο οικονομικές ή πρακτικής αξίας (όπως ο πολιτικός γάμος ή η αποτέφρωση) και η απομόνωση των εξωφρενικά ακραίων φωνών και πρακτικών της.