«Γιατί δεν τραγουδάτε ποτέ ζωντανά το "Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη";» τον είχα ρωτήσει το 2000, επί πρωθυπουργίας Σημίτη, στη... χαρούμενη τότε "κατηφόρα" της χώρας προς τους Ολυμπιακούς. Αλλά ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν απάντησε. Μα, δεν ήταν και υποχρεωμένος να απαντήσει σε μια ερώτηση που δεν ήταν δημοσιογραφική.
Το θυμήθηκα το περασμένο σαββατόβραδο, καθώς τον παρατηρούσα στη σκηνή του Gazarte. Ίδιος, όπως τον ξέρω 30 χρόνια τώρα που τον παρακολουθώ, σχεδόν ανελλιπώς, στα «ζωντανά» του. Με την ίδια αστραφτερή σκηνική μαεστρία που, χιλιοδοκιμασμένη, ξέρει ακριβώς πώς να κάνει να φαίνεται αυτοσχέδιο ό,τι (παρλάτα ή τραγούδι) έχει τοποθετηθεί στο πρόγραμμα με την ακρίβεια κατασκευαστή μικροτσίπ. Με ρεπερτόριο βασισμένο στα best of μιας παραπλανητικά ευδιάθετης προτροπής να κρατήσουν οι χοροί...
Το θέμα, βέβαια, δεν ήταν αυτά τα τραγούδια που βαριούνται οι φανατικοί του. Ήταν τα άλλα, τα εμβόλιμα. Και πρώτα εκείνο που απουσίαζε μια 20ετία από τα live του: «Είδα τη Σούλα και τον Δεσποτίδη, στο όνειρό μου τους είδα ζωντανούς (...) Πού ήταν το θάρρος κι η πίστη μου αίφνης; Μαζί τους ήμουνα στην άλλη Αριστερά/ που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης/ με τελειωμένα κι αθάνατα φτερά. (...) στο μαξιλάρι μου έκλαψα βαθιά,/ τα πρόσωπά μας, τα ονόματά μας,/ πόση προσπάθεια, πόση μοναξιά».
Όσο κι αν σκοτωθήκαμε μέχρι εδώ, είναι ο δικός μας μεγάλος «Ντίλαν» που κατέγραψε με ακρίβεια, τρυφερότητα, διεισδυτικότητα, τόλμη και οργή τη διαδρομή 60 χρόνων νεοελληνικής Ιστορίας και εθνικής μοναξιάς.
Αλλά γιατί μου φάνηκε πως σε τούτο το live η σχέση του με τον χρόνο είχε πια μια άλλη «ποιότητα»; Είναι παραίτηση; Να 'χει κουραστεί με τις πολιτικές του διδαχές και τις αιχμές που τα τελευταία χρόνια ξεσήκωναν χαιρέκακη ικανοποίηση από δω και θύελλες από κει; («Σαν ρεμπέτικο παλιό σβήνει η φωνή μου και σκορπάει. Πουθενά στον τόπο αυτό η μπογιά μου τώρα πια δεν περνάει».). Όχι. Είναι κάτι που αφορά λιγότερο την επικαιρότητα και την πρόθεση του ίδιου του Σαββόπουλου να παρέμβει. Κάτι πιο μεταφυσικό, πιο στραμμένο στα έσω του, στην αγωνία της ηλικίας («σχεδόν 75 ετών/ με μπλοκ επιταγών...»), στον προσωπικό απολογισμό («χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν») και στην πορεία του («τους τίτλους τ' ουρανού»). Κάτι που τελικά μας αφορά πολύ περισσότερο από τους πολιτικούς υπαινιγμούς και το ενίοτε δασκαλίστικο ύφος.
Τον σκοτώσαμε μέσα μας πολλές φορές μέχρι εδώ τον Σαββόπουλο («Τρύπια είν' η αγάπη μας και δεν μας προστατεύει»). Μας είχε, άλλωστε, προειδοποιήσει σχεδόν εξαρχής πως θα μας απογοητεύσει κατά καιρούς («εφύγαν απ' τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες/ κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες./ Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε, σαν τρελές μέσα στην μπόρα»).
Κι έτσι είναι. Το κόστος του ήταν να τα πει όλα πρόωρα, με την ανατριχιαστική διορατικότητα των ποιητών («Τιμωρός καιρός/ πέντε αιώνες δύσης / εθνικής θα ζήσεις / από δω και μπρος / με αγγλικές αλφαβήτες/ μαλλιαροί μου Ελλαδίτες/ θλιβερές μου πορδές...»). Το κόστος ήταν επίσης να γίνει «συγγενής» μας, με τον στενό δεσμό που ευνοεί το τραγούδι.
Φορτώθηκε προσδοκίες, καθενός χωριστά. Κι όταν δεν ανταποκρίθηκε σε όλες... Κυρίως όταν παρέμεινε ο εαυτός του, με τα ελαττώματα και τις ανασφάλειες («εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας/ με το κενό και με το αμφισβητώ/ σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό/ να ζεις τον θάνατό σου...») και με τις εμμονές και τα λάθη... Όταν απέτυχε να γίνει ο αρχετυπικός «εντάξει» ήρωας που απαιτούσαμε («Ποιος, στ' αλήθεια, είμαι εγώ και πού πάω...»)... Τότε τον ξεσκίσαμε με τον τρόπο που ξεσκίζεις έναν δικό σου άνθρωπο.
Δεν αρκούσε ότι ο Σαββόπουλος μας φανέρωσε το μέλλον; («Πού να 'ναι τώρα οι συντηρητικοί, που να 'ναι τώρα οι μετρημένοι;/ Μείναμε μόνο αναρχικοί κι αριστεροί απελπισμένοι/ Ήμασταν πάντοτε της ήττας που νικάει την εξουσία/ και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία»). Ότι προέβλεψε και τη δική του τραγωδία («Κι εγώ που είμαι ο πιο φριχτός πώς να βγω και να ξαναρχίσω/ αν δε θερίσω ό,τι έσπειρα κι αν δε μετανοήσω;»); Τη δική του μοιραία αποστολή («Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται/ όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται/ εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω/ τις μέρες τις παλιές»); Ότι έκανε την πιο ανελέητη αυτοκριτική («Πίσω απ' τ' αυτάρεσκα τραγούδια μας η σήψη προχωρούσε»);
Γέρασε μαζί μας. Κι εμείς μαζί του. Σαν ζευγάρι χρόνων που ο ένας μισεί και υπονομεύει τον άλλο για τις χρόνιες παραξενιές και μικρότητές του. Όμως όσο κι αν σκοτωθήκαμε μέχρι εδώ, είναι ο δικός μας μεγάλος «Ντίλαν» που κατέγραψε με ακρίβεια, τρυφερότητα, διεισδυτικότητα, τόλμη και οργή τη διαδρομή 60 χρόνων νεοελληνικής Ιστορίας και εθνικής μοναξιάς («Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε»). Αλήθεια, δεν αξίζει το «Νόμπελ», έστω το δικό μας; Ούτε καν γι' αυτή την κραυγή της υπαρξιακής μας αγωνίας στο αυτί της Ιστορίας: «Σήκω, ψυχή μου, δώσε ρεύμα (...) να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα/ η τρομερή μας η λαλιά»;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO