Merde. Να μια λέξη που συνόψισε λίγο-πολύ για την ευρωπαϊκή αριστερά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. Από την άλλη, στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Μάλιστα! Υπάρχουν όμως διαφορετικές διαβαθμίσεις συμβιβασμού; Και ενίοτε μονόδρομοι που σίγουρα οδηγούν σε ένα σισύφειο οξύμωρο; Υπάρχουν, και η Ευρώπη, απ' ό,τι φαίνεται, αυτό επιλέγει να αναπαράγει συστηματικά και με πείσμα.
Εν προκειμένω, η Γαλλία δεν έχει παρά να επιλέξει τον νεοφιλελευθερισμό του Μακρόν ως μοναδικό μέτωπο αμύνης στον εθνικισμό και τον ευρω-απομονωτισμό της Λεπέν. Συνεπώς, είναι λογικό να λειτουργήσει για ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων το «μη χείρον βέλτιστον» ή και το «ο φόβος φυλάει τα έρμα», κάμπτοντας την αρχική απροθυμία τους να στηρίξουν εκείνον που την εποχή της θητείας του ως υπουργού Οικονομίας της κυβέρνησης Ολάντ «κέρδισε» από ορισμένους σοσιαλιστές το σινεφίλ προσωνύμιο «ο λύκος της Γουόλ Στριτ».
Το αποτέλεσμα που, όπως λένε οι δημοσκοπήσεις, οι εκτιμήσεις και το γενικότερο κλίμα, θα φέρει τον Μακρόν στην προεδρία θα είναι, όμως, παυσίπονο περιορισμένης διάρκειας. Κι αυτό διότι η οικονομίστικη πολιτική, ο βαθμιαίος στραγγαλισμός του κοινωνικού κράτους, η απώλεια θέσεων εργασίας, η αιματηρή λιτότητα, «επιτεύγματα» όλα του νεοφιλελευθερισμού, καλλιέργησαν στους πολίτες τη δυσανεξία και, τέλος, την απελπισία, η οποία, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια που γεννά η τρομοκρατική δράση του ISIS, οδηγεί όλο και περισσότερους να τείνουν ευήκοον ους σε εθνικιστικά και απομονωτικά κελεύσματα.
Tο κλίμα μόνο ευοίωνο δεν είναι για την αριστερά αυτή την εποχή, που, αν κάτι χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή πολιτική τάση, είναι η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων, τα οποία με τη σειρά τους, χρησιμεύοντας ως φόβητρο, συσπειρώνουν τους ψηφοφόρους σε λιγότερο ακραίες, αλλά πάντως δεξιές λύσεις.
Να, λοιπόν, το κακό σενάριο. Αντιτάσσοντας έναν Μακρόν σε μία Λεπέν απλώς απομακρύνεις για μερικά χρόνια το χειρότερο σενάριο. Αλλά, εν τω μεταξύ, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ισχύς του λεπενικού λόγου που, όπως άλλωστε συνέβαινε κατά κανόνα με τα ακροδεξιά κόμματα, δανείζεται επιχειρήματα και από την αριστερή παρακαταθήκη (διαβάστε π.χ. τι προσάπτει η Λεπέν στον Μακρόν), ενώ καταγράφει υψηλά ποσοστά στην εργατική τάξη, δεν θα αυξήσει κι άλλο τη δηλητηριώδη «γοητεία» της.
Και σ' αυτή την περίπτωση τι κάνεις στις 7 Μαΐου; Ε, σ' αυτή την περίπτωση... merde! Άλλωστε, ακριβώς αυτά θα αντιμετωπίσεις αν είσαι π.χ. ο Μελανσόν της «ανυπότακτης Γαλλίας» και προτιμήσεις να συστήσεις σε όσους ψηφοφόρους σε στήριξαν (19,62%) την οδό της ψήφου κατά συνείδηση. Μετά, το αντεπιχείρημα είναι εύκολο και φαίνεται ορθολογικό: όταν η Γαλλία κινδυνεύει να πέσει στο δόκανο του εθνικισμού, τότε οφείλεις να δώσεις σήμα υπέρ του Μακρόν. Αυτό το επιχείρημα είδα να προτάσσουν στην Ελλάδα ακόμα και πούροι αριστεροί, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα του τη φύλαγαν του Μελανσόν και λόγω της προεκλογικής του ρήσης «εγώ δεν είμαι ο Αλέξης Τσίπρας, δεν διαπραγματεύομαι με ανθρώπους που με προσβάλλουν».
Αλλά, ένα λεπτό! Βαθιά ανάσα και ψυχραιμία. «Σύμφωνα με τον ορισμό του γαλλικού εκλογικού συστήματος από τον ιδρυτή του, τον Στρατηγό Ντε Γκολ, στον πρώτο γύρο καταγράφονται οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων, ενώ στον δεύτερο, μεταξύ των δύο πρώτων, κερδίζει αυτός που διαθέτει εφεδρείες και συμμαχίες. Η Λεπέν, ακόμη και αν υπερισχύσει στον πρώτο γύρο, δεν διαθέτει εφεδρείες ούτε συμμαχίες, συνεπώς δεν έχει πιθανότητα να νικήσει στον δεύτερο γύρο» επεσήμαινε ήδη προεκλογικώς ο Κώστας Βεργόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και διεθνής εμπειρογνώμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ίδιος που τόνισε επίσης ότι «η επίδοση σχεδόν 20% της πέραν των σοσιαλιστών αριστεράς συνιστά αξιοσημείωτο γεγονός, δεδομένου ότι ουδέποτε άλλοτε, μετά το 1981, αυτή η αριστερά είχε καταγράψει υψηλότερο ποσοστό από τη σοσιαλιστική συνιστώσα».
Γενικώς, βέβαια, το κλίμα μόνο ευοίωνο δεν είναι για την αριστερά αυτή την εποχή, που, αν κάτι χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή πολιτική τάση, είναι η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων, τα οποία με τη σειρά τους, χρησιμεύοντας ως φόβητρο, συσπειρώνουν τους ψηφοφόρους σε λιγότερο ακραίες, αλλά πάντως δεξιές λύσεις, ενώ την ίδια στιγμή «σύρουν» τα κυβερνώντα κόμματα στην υιοθέτηση επιχειρημάτων της δικής τους ατζέντας, με διαπιστωμένο «θύμα» π.χ. το προσφυγικό ζήτημα.
Σε όλα αυτά η αριστερά δεν είναι άμοιρη ευθυνών, αφού στα όσα ζοφερά συμβαίνουν δεν κατορθώνει να πείσει ότι αποτελεί μια οδό ικανή για την εξεύρεση λύσεων. Άλλωστε, όταν αποφάσισε να παλέψει το σύστημα εκ των έσω, από τον κυβερνητικό θώκο, κατέληξε να προσαρμόζεται στη νεοφιλελεύθερη πεπατημένη, να διαπραγματεύεται και να υποχωρεί ακόμα και στα προνομιακά της πεδία (που αφορούν το κοινωνικό κράτος, το προσφυγικό ζήτημα κ.ά.) και, τέλος, να προσφέρει άλλοθι αριστερού προσήμου στο σύστημα, αλλά δεξιάς πολιτικής. Δεν είναι, φυσικά, τυχαίο ότι ένα σημαντικό κομμάτι της πάντα ακμαίας γαλλικής διανόησης έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό έναν μεγάλο διάλογο με πολύ οδυνηρά ερωτήματα, όπως αν μπορεί να επιβιώσει υπό τους υπάρχοντες όρους η κοινοβουλευτική αριστερά, αν πρέπει να «επανεφεύρει» τον ρόλο της και να ξαναθυμηθεί τους στόχους της...
... «Τελικά, τι σημαίνει "merde";» με ρώτησε η 18χρονη κόρη μου. Εύχομαι να μη χρειαστεί να μάθει την ελληνική μετάφραση...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO