Κάτι σκοτεινό μάς κατατρέχει αυτή την εποχή των απογοητεύσεων: ένα σύνδρομο τιμωρίας. Διαδικτυακοί σχολιαστές, πολιτικοί των πάνελ και καθημερινοί άνθρωποι αναμοχλεύουν υποθέσεις, ψάχνουν τα «άπλυτα», γυρεύουν τον στόχο. Μοιάζουν κυριευμένοι από διωκτικές εμμονές.
Φυσικά, το δίκαιο και η απονομή (της) δικαιοσύνης βρίσκονται στο κέντρο κάθε νεότερης, φιλελεύθερης πολιτείας. Τα κράτη δικαίου στηρίζονται κυρίως στο δίκαιο και όχι στην ηθική προαίρεση αυτών που κυβερνούν ή των πολιτών. Πρέπει, όπως ξέρουμε, να είναι όσο το δυνατόν πιο ουδέτερα, έξω και πάνω από τα αντιμαχόμενα πάθη και συμφέροντα.
Αλλά εδώ μιλάω για κάτι άλλο: για το πώς ζούμε ξανά και ξανά ένα δράμα κάθαρσης. Για το πώς τα δικαστήρια και η ποινική δικαιοσύνη μετατρέπονται σε φαντασίωση, σε κοινό τόπο του λαού και των ελίτ. Ειδικά σε περιστάσεις όπου όλοι οι πολιτικοί παίκτες στρέφονται αμείλικτα ο ένας εναντίον του άλλου, όπως συμβαίνει τα τελευταία «μνημονιακά χρόνια» και τώρα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.
Αυτή η επιθυμία για ποινές και πόνους ξεπερνάει πια την εύλογη ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης. Για πολλούς, το αίσθημα δικαίου έχει γίνει περίπου το ίδιο πράγμα με τη μύχια χαρά της εκδίκησης.
Το δικαστικό σύστημα βρίσκεται, λοιπόν, στο μέσο μιας θύελλας. Πάνω του έχουν πέσει οι πιο διαφορετικές προσδοκίες, οι θεμιτές και οι αθέμιτες ιδιοτέλειες μιας κοινωνίας που ζει νευρικά την κόπωσή της. Ομάδες εργαζομένων περιμένουν το Συμβούλιο της Επικρατείας, πολιτικοί καταφεύγουν στην αγωγή και τις μηνύσεις, η κυβέρνηση κλείνει πονηρά το μάτι σε ανώτερους δικαστές και η αντιπολίτευση υπενθυμίζει τον Μοντεσκιέ... Όλα αυτά, όμως, σκεπάζουν μια στρεβλή, αν όχι νοσηρή κατάσταση: το γεγονός ότι μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας φαντάζεται τη δικαιοσύνη ως ένα γιγαντιαίο ποινολόγιο. Αφού «οι πολιτικοί» δεν τα «έφτιαξαν σωστά τα πράγματα», ας πληρώσει αυτός, ο άλλος, ο παραδίπλα. Το σκαμνί για τους πολλούς και ένα αιώνιο, τρομερό «Γουδή» για –ευτυχώς– λιγότερους. Έτσι, λοιπόν, η ποινική τιμωρία υποκαθιστά στη σκέψη μας την πολιτική καταδίκη. Δεν μας αρκεί να καταψηφίσουμε αυτόν που πιστεύουμε πως μας πρόδωσε ή πως αποδείχτηκε λίγος και βλαπτικός: θέλουμε, όλο και περισσότερο, να «πληρώσει», να καταδικαστεί, να μπει στη φυλακή.
Αυτή η επιθυμία για ποινές και πόνους ξεπερνάει πια την εύλογη ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης. Για πολλούς, το αίσθημα δικαίου έχει γίνει περίπου το ίδιο πράγμα με τη μύχια χαρά της εκδίκησης.
Πάντα έτσι ήταν, θα πει κανείς. Στο κάτω-κάτω, η ίδια η γλώσσα δείχνει πως ανάμεσα στην εκδίκαση και στην εκδίκηση η διαφορά είναι ένα γράμμα. Ακόμα και η ιερή (στις κοινωνίες των δικαιωμάτων) διεκδίκηση δεν απέχει πολύ από τον περίβολο των δικαστηρίων όπου καταφεύγουν σήμερα οι άνθρωποι «για να βρουν το δίκιο τους».
Όταν, όμως, τα πολιτικά πάθη μετατρέπονται σε δικαστικές πιέσεις, κάτι μυρίζει άσχημα. Και η μετάβαση από τον «κοινωνικό» λαϊκισμό σε έναν ποινικό και σωφρονιστικό λαϊκισμό αποπνέει πάντα πολιτική αποτυχία.
Δεν είναι ότι όλη η κοινωνία γίνεται δικομανής και αναζητάει εδώλια και κατηγορούμενους. Είναι ότι ένα τμήμα της πολιτικής τάξης, των ελίτ και της ίδιας της δικαιοσύνης φαίνεται να παίζει αυτό το παιχνίδι. Άλλος για να πιάσει τον σφυγμό της κοινωνίας (όπως ειπώθηκε) και άλλος για να δείξει ότι το «παλιό» πληρώνει.
Και λοιπόν; Ποιο το πρόβλημα, ρωτάει ο δύσπιστος. Δεν χρειαζόμαστε Δικαιοσύνη, ποινές, κυρώσεις;
Αν δεν τιμωρηθούν οι ένοχοι, πώς θα ξαλαφρώσουμε λίγο οι υπόλοιποι, αν υποθέσουμε ότι εντάσσουμε τον εαυτό μας στους «αθώους»;
Τίποτα, όμως, δεν μου βγάζει από τον νου την ιδέα ότι έτσι, με αυτήν τη σκέψη περί ενόχων και αθώων, πάμε προς τα πίσω: έχουμε αναθέσει στην ποινική δικαιοσύνη το βαρύ και σχεδόν ασήκωτο φορτίο των ταπεινώσεων και των επώδυνων εμπειριών μας. Γινόμαστε από τη γωνίτσα μας κήνσορες και τιμητές. Διάδικοι σε ένα δικαστικό δράμα που δεν θυμόμαστε πότε ακριβώς άρχισε και δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα πότε επιτέλους θα τελειώσει. Όπως στο μυστηριώδες δικαστήριο με το όνομα «Τσάνσερι» στον «Ζοφερό Οίκο» του Ντίκενς, όπου οι εκδικαζόμενες υποθέσεις χάνονται στο πέρασμα του χρόνου και κανένας δεν μπορεί να καταλάβει σε ποια φάση της διαδικασίας βρίσκεται.
Η δική μας κρίση, ένα τέτοιο δικαστήριο μπερδεμένων υποθέσεων έχει γίνει. Χωρίς ορατό τέλος, αλλά με φανερό το τίμημα που πληρώνουμε.