Χτες το βράδυ είδα τα φθηνά τσιγάρα. Με έκαναν μανιωδώς να θέλω να τσακίσω τις καπνισμένες μου γόπες, με ταραχοποίησε να σηκωθώ να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα και γαργάλισε το χέρι μου, με έτρωγε να πιάσει στυλό, να αποτυπώσει τις σκέψεις που γέννησα βλέποντας σκηνές ερασιτεχνικού μοντάζ αλλά τώρα, δεν θυμάμαι τίποτα. Θέλω να ξαναπατήσω το play να νιώσω ξανά την έκπληξη, την ζήλεια που με έπνιξε που δεν έζησα εκείνες τις άδειες αθηναϊκές στοές και που ποτέ δεν έτυχε να παρακολουθώ την όξινη μπόρα από τον θάλαμο ενός καρτοτηλεφώνου.
Απόψε ένιωσα την ανάγκη να βγω έξω, να φυσάει κόντρα ο άνεμος, να μου περνάει δίπλα στο αυτί όλες εκείνες τις ανάσες μετά από αναστεναγμούς νοσταλγιών. Και άραξα πάνω σε μια ξαπλώστρα, να ακούω το διπολικό κύμα της θάλασσας που το πρωί γλύφει αγνώστους βράχους ενώ τώρα εισβάλει ειρωνικά στην ακτή που διάλεξα. Φωτίζω με τον φάρο μου - έτσι λέω εγώ τον φακό μου - εκείνες τις λέξεις κύματα, προσέχω μην εγκλιματιστούν πάνω σε κάποιο βράχο. Ουρλιάζουν οι ανάσες και οι πόθοι γύρω μου, δεν αφήνουν την φλόγα μου να τυλιχτεί γύρω από το σάπιο τσιγάρο μου και κουκουλώνομαι να εισπνεύσω πιο δυνατά, να φυλακίσω μέσα μου να μεταφράσω τα πνευμόνια μου σε σταχτοδοχείο που δεν θα πλυθεί ποτέ. Στάχτες να κουβαλάω στάχτες.
Τρομάζω μην σταματήσω σε χαλασμένα φανάρια και χαίρομαι, αλήθεια είναι ανακούφιση που το βράδυ τα φανάρια σβήνουν. Σου δίνουν την βουβή επιλογή πότε να περάσεις, αν θες να περάσεις ή αν θες να κάτσεις στο πεζούλι να δεις τις αχτίδες του ήλιου να αγγίζουν την ζέβρα στην άσφαλτο.
Δεν έχω να αποθέσω άλλα απόψε,αναμένω την δεύτερη προβολή.
σχόλια