Ανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος στο Χαλάνδρι, χαθήκαμε στον μαγικό κόσμο του ζωγράφου Τάσου Μαντζαβίνου. Παντού βιβλιοθήκες και ράφια ασφυκτικά γεμάτα με παλιές κούκλες, μολυβένια στρατιωτάκια, φιγούρες του Καραγκιόζη, παιχνίδια από τσίγκο – ένα ιδιωτικό μουσείο που χρειάζεται κανείς ώρες για να το περιεργαστεί, εντυπωσιακό και υποβλητικό ταυτόχρονα. Η πρώτη ερώτηση δεν θα μπορούσε παρά να αφορά τις συλλογές του ζωγράφου: «Από τότε που μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, πάντα φανταζόμουν ένα εργαστήριο, το οποίο να έχει αντικείμενα, να έχει έναν κόσμο που να συνδέεται απευθείας με αυτά που ζωγραφίζω. Όταν ανακαλύπτω κάτι στη ζωγραφική ως θέμα, ως ιδέα, θέλω να βρίσκεται στο εργαστήριό μου η αφετηρία του. Όσα υπάρχουν εδώ έχουν βαθύτερη σχέση με τα έργα μου, καθώς και με τη θέση μου μέσα στη ζωγραφική. Δεν θα μπορούσα, για παράδειγμα, να μην έχω ένα "καταραμένο φίδι" – έχω εμπνευστεί από τον Καραγκιόζη. Τώρα πια μου φαίνεται ότι δεν μπορεί να παιχτεί Καραγκιόζης, θα φαίνεται ψεύτικος, μια και δεν υπάρχει ο λαϊκός άνθρωπος – θα πρέπει να είναι κανείς μεγάλος διανοητής για να αναστήσει τον Καραγκιόζη». Μαζί με τον Κόντογλου, τη μυθολογία και τον κόσμο των παλιών παιχνιδιών, ο Καραγκιόζης είναι μία από τις σημαντικές επιρροές του Μαντζαβίνου. Χάρτινες φιγούρες κρέμονται από το ταβάνι −εργαλεία τις αποκαλεί ο ζωγράφος, υιοθετώντας τη διάλεκτο των καραγκιοζοπαιχτών−, ενώ μια κατασκευή του που παραπέμπει ευθέως στο καταραμένο φίδι βρίσκεται μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι.
«Πρέπει να δείχνεις την καταγωγή σου, να φαίνεται η καταγωγή του έργου σου. Η έμπνευση είναι μια σπίθα, αλλά παράγεται από έναν ολόκληρο κόσμο. Την εποχή που ήμουν φοιτητής, κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν 100% ο εαυτός μου όσον αφορά τη ζωγραφική – έψαχνα να βρω την ταυτότητά μου. Ήθελα να είναι τα έργα του Τάσου και όχι επηρεασμένα από τους ζωγράφους που μου άρεσαν, όπως ο Χαΐμ Σουτίν, ο Όσκαρ Κοκόσκα, οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές του Μεσοπολέμου. Αυτά τα έργα, φυσικά, με βοήθησαν ως σπουδή, για να βρεις όμως τον εαυτό σου πρέπει να βαφτιστείς στην παράδοση. Όταν λέω παράδοση, εννοώ να αντιληφθείς τον εαυτό σου μέσα από την ταυτότητα του νεοέλληνα, του ανθρώπου που ζει σε αυτό τον τόπο με τις παραδόσεις και τα έθιμά του, που πενθεί και γιορτάζει με συγκεκριμένο τρόπο, ώστε μετά να βρεις και το προσωπικό σου στίγμα. Δεν είμαι εγώ ο Τάσος μόνος μου, είμαι ο Τάσος που ζει σε αυτή την κοινωνία, σε αυτό τον τόπο, τα σπίτια, τις εκκλησίες, τα βουνά. Θα έλεγα ότι το έργο μου έχει ελληνικό χαρακτήρα, γιατί η έννοια ελληνικότητα έχει κακοποιηθεί. Λένε, ας πούμε, για το ελληνικό φως, αλλά δεν καταλαβαίνω τι εννοούν. Δεν έχω ταξιδέψει, αν πας όμως στο Μαρόκο, αν πας σε μια χώρα όπου κάνει πολλή ζέστη, δεν θα έχει το ίδιο φως; Από την άλλη, γιατί δεν μιλάμε και για το φως των βυζαντινών ναών, οι οποίοι είναι σκοτεινοί; Το περιφρονούσαν το φως κι αυτό έμπαινε από μικρά παράθυρα για να δίνει μια μεταφυσική αίσθηση στον χώρο. Αυτό δεν είναι ελληνικό φως;», αναρωτιέται.
Μου φαίνεται αδιανόητο που δεν πενθούμε για την κατάσταση, στην οποία έχουμε περιέλθει ως χώρα, είναι γελοίο. Είναι απαραίτητο να βιώσουμε την κατάσταση για να υπάρξει μετά ανάσταση, όχι να ξεχαστούμε. Δεν ωφελεί να αντιστεκόμαστε στην αλήθεια, πρέπει να τη δεχτούμε και να αγωνιστούμε για να σωθούμε!
Στην έκθεση που φιλοξενείται στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ, ο Τάσος Μαντζαβίνος εικονογραφεί το «Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε, ενώ θα παρουσιαστούν και δώδεκα μελάνια που περιλαμβάνονται στην καλλιτεχνική έκδοση του ποιήματος του Στεφάν Μαλαρμέ «Ο τάφος του Έντγκαρ Πόε», έργα που ο ζωγράφος δημιούργησε χωρίς να γνωρίζει την ύπαρξη του ποιήματος. «Δεν θυμάμαι πότε άρχισα να πρωτοδιαβάζω τον Πόε. Ίσως με επηρέασε η μορφή του, που εκφράζει όλη την αηδία, τη μισανθρωπία και την τραυματική σχέση του, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, με τους ανθρώπους. Είχε μια συστροφή προς τα μέσα. Το "Κοράκι" με ακουμπάει γιατί πραγματεύεται τη σκληρή αλήθεια, το αμετάκλητο, τον θάνατο. Στο ποίημα ο ήρωας αντιστέκεται στην πραγματικότητα, στην απώλεια της γυναίκας που αγαπά, κι έρχεται το κοράκι να του τονίσει το τελεσίδικο του θανάτου – αυτό με γοητεύει. Ταυτίζομαι με τα συναισθήματα του ήρωα, με τις απώλειες του Πόε. Ο Πόε γράφει σαν να μη ζούσε ποτέ το παρόν, οι απουσίες ήταν το παρόν του. Εμένα μου συμβαίνει αυτό, γι' αυτό με συγκινεί ο Πόε, αισθάνομαι σαν να τον είχα μέσα μου. Περιγράφει αυτό ακριβώς που βιώνει, γι' αυτό και είναι τεράστιος, έχει πλήρη συνείδηση του θανάτου και ότι πρέπει να ζήσει μαζί του. Κάτι άλλο που μου κάνει εντύπωση είναι ότι το κοράκι, όταν μπαίνει στο σπίτι, πάει και κάθεται πάνω στη μαρμάρινη προτομή της θεάς Αθηνάς. Η Αθηνά είναι η θεά της σοφίας, της γνώσης, άρα της πραγματικότητας, της αλήθειας – θεωρώ ότι αυτό δεν είναι τυχαίο».
Τα μαυροπούλια τα συναντάμε διαχρονικά στα έργα του Μαντζαβίνου, πολύ πριν ασχοληθεί με το ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. «Μου αρέσει πολύ το κοράκι, δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή έχει σασπένς, είναι μαύρο και περιφρονημένο» μου λέει και συμπληρώνει ότι δεν θέλει να ψάξει περαιτέρω τι ακριβώς είναι αυτό που τον ελκύει σε ένα «πτωματοφάγο πουλί και προάγγελο θανάτου». «Ο άνθρωπος πρέπει να συμβιβαστεί με τον θάνατο, με τις απουσίες, είναι μέρος του εαυτού του», προσθέτει. «Προσωπικά, με τον θάνατο έχω συμβιβαστεί, όχι όμως και με τη θέα του, τη φρίκη του, γιατί σήμερα οι άνθρωποι πεθαίνουν με μια αναξιοπρέπεια, γεμάτοι σωληνάκια. Είναι ταπεινωτικός ο θάνατος τώρα, αξιοπρέπεια είναι να πεθαίνεις από γεράματα». Αναφέρομαι στον χαμό του πατέρα του όταν ήταν παιδί – την απώλεια που κυριαρχεί στο έργο του. Δεν θέλει να μιλήσει γι' αυτό, φοβάται ότι ίσως θεωρηθεί εμπορευματοποίηση μιας βαθιάς πληγής. Δεν επιμένω. Επανέρχεται: «Ως παιδί δεν έχω βιώσει μόνο τον θάνατο, αλλά και τις συνέπειές του και τον στιγματισμό. Αυτά τα βιώματα με διαμόρφωσαν, αλλά τα επεξεργάστηκα, έχτισα άμυνες και το συνειδητοποιώ τώρα. Όταν ήμουν μικρός, διάλεγα ενστικτωδώς να παίζω πάντα τον ήρωα, με την έννοια όχι του νικητή, αλλά αυτού που αγωνίζεται για να επιβιώσει. Στους φίλους μου λέω ότι στη ζωή μας πρέπει να είμαστε και λίγο ήρωες – αυτό είναι το μότο μου, παρά την έμφυτη δειλία μου. Το θέμα είναι να ξεπερνάμε τις δειλίες μας – αυτός που το καταφέρνει είναι ήρωας και γεννιέται από τη λάσπη. Έχουμε ανάγκη από ήρωες, δεν υπάρχουν κοινωνίες χωρίς αυτούς», τονίζει. Στη ζωγραφική του βρίσκουμε ήρωες όπως ο Μεγαλέξανδρος και ο Αινείας, θεωρεί όμως ότι διαφέρουν μεταξύ τους: «Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν γεννημένος ήρωας, ο Αινείας όμως ήταν ανθρώπινος – οι συνθήκες τον ανάγκασαν να ξεπεράσει τον εαυτό του», εξηγεί, προσπερνώντας την αναφορά μου στο γεγονός ότι κι εκείνος «κουβαλά» τον πατέρα του, όπως ο Αινείας.
Τον ρωτώ αν η σημερινή οικονομική κρίση και το προσφυγικό έχουν επηρεάσει το έργο του: «Το προσφυγικό μπήκε στην αρχή από μόνο του στη ζωγραφική μου και τώρα πλέον είμαι σε φάση που φτιάχνω φρούρια. Πρώτα έρχεται η ιδέα, ύστερα έρχεται η γνώση και συνειδητοποιείς τι κάνεις – το αντίστροφο θα βγει ψεύτικο. Για να είσαι αληθινός, ξεκινάς από το προσωπικό βίωμα και μετά φτάνεις στο γενικό. Εγώ αυτήν τη στιγμή βρίσκομαι σε άμυνα, προσπαθώ εν μέσω κρίσης να περισώσω τη δυνατότητα να ζωγραφίζω και να υποστηρίζω αυτά που πιστεύω, σε μια εποχή με διαφορετικές από τις δικές μου αντιλήψεις. Μου φαίνεται αδιανόητο που δεν πενθούμε για την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει ως χώρα, είναι γελοίο. Ανοίγεις την τηλεόραση και βλέπεις αξιοθρήνητες εκπομπές και ανθρώπους που παριστάνουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν πρέπει να πενθήσουμε; Είναι απαραίτητο να βιώσουμε την κατάσταση για να υπάρξει μετά ανάσταση, όχι να ξεχαστούμε. Δεν ωφελεί να αντιστεκόμαστε στην αλήθεια, πρέπει να τη δεχτούμε και να αγωνιστούμε για να σωθούμε!».
Στο διαμέρισμα του Τάσου Μαντζαβίνου