Κυβερνήσεις χωρίς πίστωση χρόνου. Πολιτικοί που καίγονται εύκολα και μάλλον ανεπανόρθωτα. Αυτό είναι το πόρισμα της εποχής και η νέα αλήθεια της πολιτικής. Και εδώ, ίσως, είχαν ένα δίκιο οι αφορισμένοι «μεταμοντέρνοι» πριν από δεκαετίες: ζούμε πράγματι σε ένα νέο καθεστώς χρόνου, σε μια κατάσταση όπου η διάρκεια, οι σχεδιασμοί, η υπομονή των πολιτών, τα μυστήρια της ηγεσίας, όλα αυτά ξεθυμαίνουν με μεγαλύτερες ταχύτητες.
Από τη μια είναι η διαχείριση της κρίσης που φαίνεται να σκοτώνει, σε σύντομο διάστημα, τη δημοφιλία. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τα αφειδώλευτα εγκώμια από μεγάλο μέρος του γαλλικού τύπου στον Φρανσουά Ολάντ. Επιτέλους (έγραφαν) ένας συνηθισμένος και μάλλον ήρεμος τύπος που θα ανακουφίσει τη χώρα από τη νευρική και τσιτωμένη Δεξιά του Σαρκοζί. Φέρνω στο νου και τους επαίνους για τον Ματέο Ρέντσι και την ήπια μεταρρυθμιστική του φυσιογνωμία. Για τον δικό μας, εδώ, δεν χρειάζεται νομίζω να θυμίσουμε την καλή εικόνα που φιλοτεχνήθηκε για καιρό, και έξω από τους δημοσιογραφικούς βιότοπους του ΣΥΡΙΖΑ. Στην ελληνική περίπτωση, βέβαια, είχαμε την αιφνίδια εξάλειψη της ριζοσπαστικής υπόσχεσης- κάτι που δεν έχει ευρωπαϊκό προηγούμενο.
Αυτός ο «προθεσμιακός» χρόνος αντιστοιχεί στα αβέβαια και ρευστά πλαίσια της σύγχρονης οικονομίας. Οι άνθρωποι θέλουν άμεσες αποδόσεις γιατί δεν έχουν πια εμπιστοσύνη σε μελλοντικές ανταμοιβές ούτε αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους σε μεγαλεπήβολους συλλογικούς στόχους. Φτάνουν στο να απορρίπτουν με άνεση, γιατί άλλωστε δεν «πιστεύουν» με τον παλιό, αφοσιωμένο και λατρευτικό τρόπο: απλώς τους αρέσει κάποιος μια δεδομένη στιγμή, τον «δοκιμάζουν» ή τον συμπαθούν σε σχέση με κάποιον άλλον που τον λογαριάζουν πιο φθαρμένο ή πιο αχώνευτο. Και μόνο αυτό το χλιαρό λεξιλόγιο που θυμίζει χαλαρό ερωτικό παιχνίδι δίχως πάθη ταυτίσεων, δείχνει ότι έχουμε προσγειωθεί σε μια καινούρια πραγματικότητα.
Είναι νομίζω μεγάλο λάθος να πιστεύει κανείς πως μπορεί να κυβερνά σαν συνηθισμένος άνθρωπος σε ασυνήθιστους καιρούς. Είπαμε: τα ηρωικά, υπερβατικά στιλ πολιτικής δεν μπορούν να σταθούν κάτω από τα φώτα αυτής της απέραντης σκηνής.
Το ερώτημα είναι αν αυτή η πολιτική τάξη μπορεί να ανταποκριθεί σε μεγάλα και δύσκολα προβλήματα. Πως μπορεί να αντέξουν οι σύγχρονες πολιτικές ελίτ στο σφυροκόπημα και στο όργιο απομυθευτικού σχολιασμού των social media. Ο ευάλωτος στις ημερομηνίες λήξης πολιτικός κόσμος κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια παραδοσιακή, πληκτική εκκλησία που απειλείται από εντυπωσιακές και θορυβώδεις αιρέσεις.
Φυσικά, στη μαζική δημοκρατική εποχή τα πολιτικά πρόσωπα δεν μπορεί παρά να είναι ανθρώπινα, να αποκαλύπτουν εύθραυστες και «καθημερινές» πλευρές. Είναι αδύνατο να συντηρούν το όποιο κύρος τους με σκηνοθετημένες απουσίες, γριφώδη λόγια και κρυψίνοιες που περνούν για σοφία. Αν όμως δεν θέλουν να γίνουν σκόνη στο στόμα μιας κοινωνίας καχύποπτων και απογοητευμένων, αυτά τα πολιτικά πρόσωπα χρειάζεται να συνδεθούν ξανά με ιδέες, με οραματικούς προσανατολισμούς. Να πουν, ξανά, κάτι πέρα από τα «πόιντς» των προβλέψιμων λογογράφων τους.
Ο Ομπάμα (που χόρευε ή έκανε χιούμορ σε ανάλαφρες εκπομπές) μπόρεσε, παρόλα αυτά, να συντηρήσει τη προσωπικότητά του και να μην εκμηδενιστεί, γιατί είχε διανοητική ακεραιότητα και πολιτική υπόσταση. Έδωσε ένα στίγμα, έστω μετριασμένο και θολό μες στους μαιάνδρους και στις περιπλοκές του αμερικανικού συστήματος εξουσίας. Δεν ήταν απλώς ένας ανθρώπινος τύπος αλλά θέλησε να δείξει μια ορισμένη ιδέα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και μιας Αμερικής περισσότερο διαλογικής και, πάντως, λιγότερο βέβαιης για τον εαυτό της.
Στην Ευρώπη, πάλι, μια κακή και ανερμάτιστη εκδοχή «ανθρώπινης» πολιτικής είναι η λαϊκιστική φανφάρα στο στιλ ενός Φάρατζ ή ενός Μπέπε Γκρίλο. Και η φορτισμένη εκδοχή της ισχυρής πολιτικής επιστρέφει λχ. με την εθνικιστική Δεξιά μιας Λεπέν. Η μια ή άλλη αίρεση επιδιώκει να γίνει μεγάλη θρησκεία, εκμεταλλευόμενη την κατάπτωση των παραδοσιακών πολιτικών «εκκλησιών».
Και το πρόβλημα έγινε πιο ορατό όταν πριν από κάποια χρόνια, άρχισε να καλλιεργείται μια παρεξήγηση: ότι οι ιδεολογίες πέθαιναν και μαζί τους θα 'πρεπε, τάχα, να κηδέψουμε και τις ιδέες, την πολιτική ως σύγκρουση ιδεών και αξιών. Σαν να λέμε ότι επειδή απαξιώθηκαν οι ολοκληρωτικές ιδεοκρατίες (όπως τις ονόμαζε η Χάνα Άρεντ), τα σύγχρονα πολιτικά πρόσωπα θα 'πρεπε να αναμασούν την απόλυτη κοινοτοπία μιας γλώσσας χωρίς ιδέες. Τι είναι όμως αυτή η πολιτική χωρίς ιδέες; Ένα ευκαιριακό παιχνίδι εξουσίας μέρα-τη-μέρα, ένας οπορτουνισμός χωρίς άξονες, κάτι που δεν κερδίζει το σεβασμό αλλά απωθεί, γίνεται ανέκδοτο και γεννάει μνησίκακη απόρριψη. Κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να χαρακτηριστεί ασήμαντη και να δώσει εξ αυτού την εντύπωση πως ιδέες υπάρχουν πια μόνο στα άκρα, στις ριζοσπαστικές δημαγωγίες.
Είναι νομίζω μεγάλο λάθος να πιστεύει κανείς πως μπορεί να κυβερνά σαν συνηθισμένος άνθρωπος σε ασυνήθιστους καιρούς. Είπαμε: τα ηρωικά, υπερβατικά στιλ πολιτικής δεν μπορούν να σταθούν κάτω από τα φώτα αυτής της απέραντης σκηνής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτούμε το χαμηλό επίπεδο και τα μικρά αναστήματα. Αν οι μεγάλες (και φονικές, ως επί το πλείστον) μεγάλες θρησκείες της πολιτικής ανήκουν στο παρελθόν, θα ήταν κρίμα το μέλλον να ανήκει στους (μικρο)τυχοδιώκτες που τους υψώνει και τους κατεβάζει ο άνεμος της ιστορίας και των κρίσεων.
σχόλια