Η ελληνική οικογένεια είναι ένα τετράποδο που ζει εκτός ζωολογικού κήπου. Η ελληνική οικογένεια κλείνει πακέτα φτηνών διακοπών. Ο μικρός γιος δεν έχει μπει ποτέ σε αεροπλάνο. Αφού τα χωριά καταγωγής των γονέων, δεν έχουν αεροδρόμια. Το παιδί έχει πήξει στο πλοίο και στο Κ.Τ.Ε.Λ., από μικρό με μια χάρτινη σακούλα ξερατού σαν μάσκα οξυγόνου, από μικρό τρέχει να πιάσει τον καλό καναπέ στο πλοίο, πιάσε τού λένε και τις πολυθρόνες, βάλε τα μπουφάν να μην κάτσει κανένας άλλος.
Πιάσε και τις οχτώ θέσεις, κι ας είμαστε τέσσερις. Η μάνα του τον κρατάει από τον καρπό και τον σέρνει στους διαδρόμους του αεροδρομίου, αυτός κοιτάει γύρω-γύρω σαν χάνος, η μάνα τον σέρνει, μη σκοντάψει το παιδί πουθενά, η μάνα τον αναγκάζει να είναι χάνος, αφού το τράβηγμά της προηγείται της οποιασδήποτε πρωτοβουλίας του μικρού πλάσματος. Μαλάκας είναι να κάτσει να δει αν έχει μπροστά του σκαλοπάτι;
Αφού η Ελληνίδα μαμά του θα το δει πριν από αυτόν και θα του ξεκολλήσει το χέρι από τη μασχάλη προκειμένου να τον ανασηκώσει για να πηδήξει το εμπόδιο. Όχι, βέβαια. Δεν είναι μαλάκας. Ακόμα.
Στα DUTY FREE η μαμά τού αγοράζει Τομπλερόν, σε οικογενειακό μέγεθος. Να χοντρύνεις αγόρι μου. Το πάχος είναι υγεία.
Η κόρη της οικογένειας, αρκετά μεγαλύτερη, έχει μπει στην εφηβεία, έχει σκουλαρίκι στον αφαλό και στη γλώσσα, θέλει να μοιάσει στο ξένο πρότυπο, αλλά η γαμψή μύτη του σογιού και η κρητική τριχοφυΐα στο σβέρκο, δεν το επιτρέπει, προδίδει την ελληνικότητα και παρόλο που η μικρή είναι έτοιμη πια για το Lower και ξέρει όλα τα στιχάκια των ξένων τραγουδιών απ' έξω, θα την κατατρέχει πάντα το λάδι του χωριού, το μπιτόνι στα κάτω ντουλάπια της κουζίνας.
Ο πατέρας λέει φιλελεύθερες κουβέντες, του τύπου, «να παντρευτείς κορίτσι μου, όποιον αγαπήσεις, ν' ακολουθείς πάντα την καρδιά σου, να κάνεις όποιο επάγγελμα θέλεις, αρκεί να το αγαπάς»
μέσα του όμως κάνει τον μικρό σταυρό του, που του έμαθε η μάνα του, κουβαλάει ακόμα τα φτυσίδια της καλόκαρδης μάνας του, που τον σώζανε από τις βασκανίες και τα κακά μάτια, κι ας έχει μάθει πια και το laptop, δεν σώζεται ο άνθρωπος.
Η ελληνική οικογένεια επιστρέφει ύστερα από ένα ωραιότατο τριήμερο με ημιδιατροφή και τα όλα του, ξεμπουκάρει από τη θύρα των αφίξεων και το θαύμα της κλωνοποίησης αποκαλύπτεται σπρώχνοντας το καροτσάκι.
Γιος ίδιος με πατέρα. Μάνα ίδια με κόρη. Ή το αντίθετο. Στρίβουν οικογενειακώς προς τα αριστερά και το προφίλ τους είναι ολόιδιο. Η γιαγιά ίδια με όλους, σε μπόι, σε χρώματα, σε ύφος, σε ιδέες και φυσικά σε προφίλ, τους περιμένει με την αγκαλιά της ανοιχτή.
Η ελληνική συγκίνηση σφιχταγκαλιάζεται, το ελληνικό κλάμα ενώνεται, ακόμα κι αν ήταν τριήμερη η απουσία, στο ελληνικό μυαλό είναι πάντα ξενιτεμός.
(Ευτυχώς που έχει σταματήσει το χειροκρότημα στην προσγείωση, αλλιώς θα έπρεπε να χειροκροτάμε και τους ταξιτζήδες όταν μας πηγαίνουν στο σπίτι μας).
Το ελληνικό κλάμα στα αεροδρόμια, που πηγάζει από το αίσθημα «επιστρέψαμε σώοι και αβλαβείς», δεν μοιάζει με κανένα άλλο.
Περιέχει ευχαριστίες στον μεγαλοδύναμο, περιέχει καταπιεστική λατρεία προς τα παιδιά που μέσα σε τρεις μέρες ψηλώσανε, ωρίμασαν, γίναν πιο έξυπνα (πώς γίνεται αυτό, δεν ξέρω, αφού το ελληνικό παιδί είναι έτσι κι αλλιώς το πιο έξυπνο απ' όλα), πάνω απ' όλα όμως η ελληνική συγκίνηση περιέχει εξωστρέφεια, όπως αρμόζει σε έναν υπανάπτυκτο, ο οποίος θέλει να επιδείξει τον πόνο του ή τη χαρά του.
Ο υπανάπτυκτος μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο, γιατί η τεχνολογία δεν έχει ακόμα καταγραφεί στο DNA του. Και έχει δίκιο. Αν δεν φωνάξει πώς θα τον ακούσει ο άλλος στη Λαμία; Έχει δίκιο.
Επίσης κλαίει δυνατά στις κηδείες, ο θρήνος του είναι θεατρική παράσταση, γιατί πουθενά αλλού πέραν των κηδειών, δεν αισθάνεται σημαντικός.
Οι Έλληνες μοιάζουν μεταξύ τους, επειδή ακόμα δεν μάθανε να ανακατεύονται με άλλες φυλές.
Είναι ακόμα ρατσιστές και θέλουν να διαιωνιστεί η δική τους φάτσα, ο δικός τους κώλος, κι ας είναι δύο επί δύο, δεν έχει σκεφτεί ποτέ ο Έλληνας πατέρας «μακάρι την κόρη μου να τη γαμούσε ένας ωραίος μαύρος, να βγει και το εγγονάκι μου ωραίο.» Όοοχι.
Προτιμάει να διαιωνίσει τη φάτσα του, προτιμάει το εγγονάκι του να γίνει 1.50 μ. στο ύψος, αλλά να του μοιάζει. Στ' αρχίδια του αν το εγγονάκι δεν θα παίξει ποτέ στην ομάδα μπάσκετ του σχολείου, αρκεί να του μοιάζει. Να πάρει και το όνομά του. Δεν πα να τον λένε και Παπάρα. Δεν έχει σημασία. Και το εγγόνι θα λέγεται Παπάρας. Οι Παπάρηδες πρέπει να διαιωνίζονται.
Η αγάπη πού βρίσκεταιμέσα σ' όλα αυτά;
Πού;
Γιατί, ρε γονιέ, κρατάς την τσάντα του παιδιού σου όταν κατεβαίνει από το σχολικό; Γιατί, ρε μαλάκα, μεγαλώνεις το παιδί σου με το «δεν μπορείς εσύ, δεν ξέρεις εσύ;»
Βράδυ στα μπουζούκια. Ο μικρός κλώνος χορεύει το πρώτο του ζεϊμπέκικο. Η οικογένεια χτυπάει παλαμάκια. Ο πατέρας περήφανος, ανοίγει τα χέρια στο πλάι, σαν αετός, και καμαρώνει τον γιο του. Το ζεϊμπέκικο του γιου είναι ολόιδιο με του πατέρα. Ο πατέρας μέσω του γιου, καμαρώνει τον εαυτό του. Ο πατέρας ευτυχισμένος, δεν το ξέρει αυτό.
Όπα.
Όπα.
Άλα.
Μπράβο αγόρι μου, έτσι σε θέλω.
Σε θέλω μάγκα
σε θέλω ωραίο,
σε θέλω μερακλή,
μόνο αδερφή δεν σε θέλω.
Σε θέλω όπως θέλω εγώ.
ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ.
Όπα. Όπα. Άλα.