Οι Γέφυρες και το Θερμόμετρο, Ι
Άκου! “Nous étions prêts à faire sauter tous les ponts, mais les ponts nous ont fait défaut”
Μπορείς να συνοψίσεις την ιστορία και τη ζωή σου όλη σε πέντε, έξι φράσεις (άλλων). Το έχεις κάνει ήδη. Δεν είναι οκνηρία. Δεν είναι ευκολία. Είναι η τραγικότητά σου, έστω το δράμα σου, και το δικό σου δράμα και της παρέας σας όλης, του entourage όπως το έλεγες εκείνα τα χρόνια τα παλιά, που παραμένουν ακόμη νέα και ζωντανά. Ανάβεις τσιγάρο, άφιλτρο, όπως πάντα, πίνεις το ουίσκι σου με αργές μικρές γουλιές, κοιτάς το γυμνό στήθος της Μαριάννας, το τέλειο στήθος, το λευκό τέλειο στήθος, κοιτάζεις και τα μαλλιά της, στιλπνά μεταξένια μακριά, άριες είναι τα μαλλιά της, άριες μιας όπερας που ακούγεται ξανά και ξανά σε όλες τις πρωτεύουσες και σ’ όλες τις σπαρασσόμενες πόλεις της Ευρώπης, ξανά και ξανά στην Κοπεγχάγη της Μικρής Γοργόνας, ξανά και ξανά στο Βερολίνο του Άλφρεντ Ντέμπλιν, ξανά και ξανά στη Βιέννη του Τόμας Μπέρνχαρντ, ξανά και ξανά στο Παρίσι του Ivan Chtcheglov, ξανά και ξανά στο Λονδίνο του Ralph Rumney, ξανά και ξανά στη Γλασκόβη του Alexander Trocchi, ξανά και ξανά στην Αθήνα του Νίκου Καρούζου. Κοιτάζεις το φίλντισι του στήθους, τον έβενο των μαλλιών. Κοιτάζεις τη σονάτα του στήθους, τις άριες των μαλλιών.
Άκου! “We were ready to blow up all the bridges, but the bridges let us down”
Μπορείς, και το έχεις ήδη κάνει, Οδυσσέα Γεωργίου, να συνοψίσεις την ιστορία και τη ζωή σου όλη σε πέντε, έξι φράσεις άλλων, όχι από οκνηρία, όχι από ευκολία, αλλά επειδή εσύ και οι όμοιοί σου, οι φίλοι και τ’ αδέρφια σου, ήρθατε πολύ αργά για να ανατινάξετε τις γέφυρες και πολύ νωρίς για να χτίσετε καινούργιες, ήρθατε πολύ αργά για να κάνετε την Τέχνη κομμάτια και πολύ νωρίς για να πρωταγωνιστήσετε σε μιαν Αναγέννηση της Τέχνης, σ’ ένα μεγαλειώδες εκ νέου φτιάξιμό της, ήρθατε πολύ αργά για να χλευάσετε κάθε εγκατεστημένο μεγαλείο και πολύ νωρίς για να αποτελέσετε ακόμα και το αχνό προοίμιο κάποιου μελλοντικού μεγαλείου. Ήρθατε για ό,τι έμελλε να αγαπήσετε και πολύ νωρίς και πολύ αργά. Πάρε πάλι το στήθος της να κοιτάζεις, καπνίζοντας ακόμα ένα άφιλτρο και πίνοντας το πολλοστό ουίσκι, πιάσε πάλι να θαυμάζεις τα θεσπέσια μαλλιά της Μαριάννας, άγρυπνε και πάλι Γεωργίου, πρωταθλητή της ματαιοπονίας, επίμονε κηπουρέ (κι αναγνώστη πείσμονα του Le Carre), στρουμπουλέ σχοινοβάτη των μεταιχμίων που είσαι πάντα πολύ αργά και πάντα πολύ νωρίς. Έξω χαράζει, ο ουρανός είναι πάλι γεμάτος ελάσματα και λαμαρίνες και σίδερα. Έξω χαράζει, το γραφείο, ένα παλιό ξύλινο βαρύ τραπέζι, είναι γεμάτο σταχτοδοχεία, ποτήρια, μολυβοθήκες, τετράδια, κασέτες, γομολάστιχες, βιβλία. Έξω χαράζει, το γυμνό κορμί της Μαριάννας είναι εδώ, άρα υπάρχεις ακόμη, Γεωργίου. Βάλε άλλο ένα ουίσκι, Οδυσσέα. Υπάρχεις, Οδυσσέα, υπάρχεις.
Άκου! “We went out one morning and the Thermometer was gone!”
Συνεχίζεται. Αύριο: Οι Γέφυρες και το Θερμόμετρο, ΙΙ
σχόλια