Σαβουρογάμης Αναμνήσεων, Ι
Τι άλλο είναι ο Οδυσσέας Γεωργίου αν όχι συγγραφέας, πάει να πει, ένας τύπος που σκαλίζει στο παρελθόν ξανά και ξανά, που μεθοκοπάει σαν Νορβηγός ναύτης στο παρόν, που σαν πλανόδιος οραματιστής σουλατσάρει στο μέλλον με ουτοπίες υπό μάλης. Ένας σαβουρογάμης αναμνήσεων, με άλλα λόγια, ένας παρίας του παρόντος, ένας βαρεμένος φουτουριστής της κακιάς ώρας. Αυτό θα πει συγγραφέας σήμερα. Και αυτό είναι ο Οδυσσέας Γεωργίου.
Τι άλλο είναι ο Οδυσσέας Γεωργίου, αν όχι κάποιος που μπορεί δίχως χαλύβδινη θέληση και άλλες σκευές, δίχως καν drugs και τέτοια, απλώς μ’ ένα παφ του σιγαρέττου, με ένα κλείσιμο του ματιού στον εκάστοτε συνένοχό του, δίχως καμιάν αρματωσιά, μπορεί, λέει, να περιπλανηθεί στην Πλάκα του χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά και να ακούσει τον Γιώργο Ζωγράφο να τραγουδάει τα δικά του πρώτα, το «Μικρό παιδί σαν ήμουνα/ και πήγαινα σχολείο/ μικρό παιδί», ας πούμε, και μετά να σηκώνει γροθιά και να ψάλλει ωρυόμενος «Στ’ άρματα, στ’ άρματα/ Εμπρός στον αγώνα/ Για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά». Και μετά, ύστερα από πολύ κρασί και πολύ κονιάκ, αφού η μέρα είχε αρχίσει στα σκαλάκια του Μουσείου, με το πλακέ μπουκάλι στην τσέπη του αμπέχονου, και την περιδιάβαση στις ατραπούς και τις αλέες που περνάνε από Βίλχελμ Ράιχ και Ντανιέλ Κον Μπεντίτ έως τον Μύθο του Κολπικού Οργασμού και την Κομμούνα της Κρονστάνδης, μετά να οδεύει, ο Οδυσσέας Γεωργίου, παρέα με καναδυό άλλους, προς την Ερασμία, υπόγειο καπηλειό, τριάντα δύο σκαλιά να κατέλθεις, και να σε περιμένουν δύο μικρά τραπεζάκια και εφτά, οχτώ καρέκλες, κι άλλο κρασί, και φακές, σκορδαλιά, ελιές, καμιά φορά και κοτόπουλο, βραστό. Και η Ερασμία, εβδομήντα χρονών, παλιά πουτάνα, μ’ ένα μαλλί πανκ προ του πανκ, με βλέμμα που σπίθιζε, και ένα δόντι, απομεινάρι από άλλες, χαμένες στη λήθη, εποχές.
Τι άλλο είναι ο Οδυσσέας Γεωργίου, αν όχι αυτός που δίχως σκάφανδρο καταδύεται στον ωκεανό του βλαμμένου χρόνου, που σκάει στην ξέρα μιας ανάμνησης κι εκτοξεύεται στη σοφίτα μιας άλλης, με το έτσι θέλω, καμιά φορά και χωρίς ούτε καν να θέλει, κι ακούει άξαφνα τον Χρήστο Λεττονό να απαγγέλλει με ιδανικά βραχνή φωνή «Θάνατος είν’ οι κάργιες που χτυπιούνται/ στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια/ Θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται/ καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια», κι αμέσως μετά τρώει ένα κλομπ κατακέφαλα αλλά δεν είναι αμέσως μετά, είναι καμιά δεκαριά μέρες μετά, κι ύστερα βρίσκεται έξω από το Πολυτεχνείο και τα ψιλολέει με τον Βαγγέλη Κοτρώνη που έχει στήσει πάγκο και πουλάει τροτσκιστικά και αναρχικά έντυπα, ενώ πριν εκπνεύσει η δεκαετία, εν προκειμένω η δεκαετία του Εβδομήντα, θα έχει γνωρίσει και θα έχει φάει και θα έχει πιει και θα έχει ταξιδέψει και θα έχει κουβεντιάσει και θα έχει γλεντήσει και θα έχει κοιμηθεί με ένα πλήθος ανθρώπους που πολλοί από αυτούς δεν υπάρχουν πια ανάμεσά μας.
Συνεχίζεται. Αύριο: Σαβουρογάμης Αναμνήσεων, ΙΙ
σχόλια