Στο εξαιρετικό μυθιστόρημα “The Human Stain” –«Το Ανθρώπινο Στίγμα»- ο κεντρικός ήρωας τού Φίλιπ Ροθ βρίσκει τρομερό μπελά. Καθηγητής ων σε ένα μικρό πανεπιστήμιο της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ, εκπλήσσεται και αγανακτεί με δύο φοιτητές εγεγραμμένους στο μάθημά του, οι οποίοι δεν πατάνε ποτέ στην τάξη. “Are they spooks?” ρωτάει τους συμφοιτητές τους. Η λέξη “spook” σημαίνει στην κυριολεξία το φάντασμα. Αναφερόμενη όμως σε κάποιον μαύρο, αποκτά ρατσιστική χροιά. «Είναι νύχτα, είναι μαύρος και δεν φαίνεται…» έλεγε κάποτε μια χοντράδα στα ελληνικά – έτσι ακριβώς και στα αμερικάνικα, ο μαύρος στο σκοτάδι γίνεται φάντασμα, αόρατο και απεχθές. Σωστά το μαντέψατε: Οι δυό κοπανατζήδες είναι Αφροαμερικάνοι. Μόλις πληροφορούνται την φράση του καθηγητή, στρέφονται με μανία εναντίον του, κινούν γη και ουρανό απαιτώντας την εκδίωξή του από το πανεπιστήμιο. Όπως δε είναι αναμενόμενο, ένα μεγάλο ποσοστό της ακαδημαϊκής κοινότητας –το οποίο περνιέται για προοδευτικό- τους συμπαρίσταται και πλειοδοτεί στην «δίκαια οργή» τους. Ο δύσμοιρος καθηγητής οφείλει πλέον να αποδείξει ότι δεν ήξερε πως οι κοπανατζήδες ήταν μαύροι και ότι δεν εμφορείται από –κρυμμένη έστω- προκατάληψη. Η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο ίδιος ο καθηγητής έχει αφροαμερικάνικη καταγωγή…
Τον παραλογισμό που καυτηριάζει το «Ανθρώπινο Στίγμα» μού θυμίζουν όσα συμβαίνουν τακτικά πλέον στο δημόσιο χώρο μας. Διότι μπορεί η «πολιτική ορθότητα» να φούντωσε στην Αμερική απ’τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην Ελλάδα όμως εισήχθη με χαρακτηριστική καθυστέρηση (όπως και τόσες άλλες ιδέες και νοοτροπίες) και σήμερα, στην εποχή των social media, βρίσκεται στα ντουζένια της.
Περιστατικό πρώτο, και πιο πρόσφατο: Ο Αλέξης Τσίπρας παρακολουθεί από τηλεοράσεως τις ασχημονίες του Κασιδιάρη και αντί να αρχίσει να ολοφύρεται και να κραυγάζει στη διαπασών «δεν θα περάσει ο φασισμός!», χαμογελάει άναυδος και περιορίζεται να διαπιστώσει ότι «ο τύπος είναι ψυχασθενής». Λίγο αργότερα δε, προσφωνεί την Ρένα Δούρου «μανάρι μου» και όχι «συντρόφισσα», «συναγωνίστρια» ή έστω «κοπελιά».
Τον χαμό που ξέσπασε μόλις προβλήθηκε το στιγμιότυπο τον γνωρίζετε. Και μπορεί η ίδια η Λιάνα Κανέλλη να δικαιούται να εκφραστεί και με οργή και με παράπονο και με βαρείς ακόμα χαρακτηρισμούς απέναντι σε όποιον δεν είχε τα συναισθηματικά αντανακλαστικά να μπει ακαριαία στη θέση της, να ταυτιστεί μαζί της…
Οι υπόλοιποι όμως; Εκείνοι που έφτασαν να ισχυριστούν ότι ο Τσίπρας έκλεισε με την στάση του το μάτι στην Χρυσή Αυγή; Οι άλλοι που απεφάνθησαν πως το «μανάρι» εκτός από υποτιμητικό για την γυναικεία υπόσταση της Δούρου (όντως μανάρια έλεγαν κάποτε τα πρόβατα) υποκρύπτει και σεξουαλική πρόκληση; «Θέλει να πηδήξει ο Αλέξης την Ρένα» έγραψε μια κυρία στο facebook και εξασφάλισε δεκάδες likes.
Χίλια μύρια κακά μπορείς να βρεις στον Τσίπρα ως πολιτικό. Εάν το μαράζι σου είναι να αποδείξεις ότι πρόκειται για παλιοχαρακτήρα, λιγούρη που την πέφτει γλοιωδώς στις συναδέλφους του και που ορέγεται τα ψηφαλάκια της Χρυσής Αυγής, τότε κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Όχι μαζί του. Μαζί σου.
Περιστατικό δεύτερο, και παλαιότερο: Σε διάγγελμά του από τηλεοράσεως, ο Αντώνης Σαμαράς κάνει τρεις φορές σαρδάμ και απηυδισμένος κατεβαίνει από το βήμα, αναφωνώντας «γαμώ το κεφάλι μου!» Τα social media αντιδρούν σαν προπολεμικές μιξοπαρθένες. «Είπε ότι γαμάει το κεφάλι του! Το ίδιο του το κεφάλι! Κι εμείς, τα κορόιδα, τον έχουμε να μας κυβερνάει! Εάν είχε τσίπα, θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί!»
Περιστατικά που -με το πρόσχημα της πολιτικής ορθότητας- φανερώνουν ακραία μισαλλοδοξία, ανθρωποφαγική διάθεση, όρεξη να έχεις να βρίσκεις. Από την στοχοποίηση του Δημήτρη Χαντζόπουλου ως φαλλοκρατικού γουρουνιού και πληρωμένου παράλληλα λακέ του «συστήματος» επειδή γελοιογράφησε δυό βουλευτίνες να κάνουν πολ-ντάνσινγκ. Μέχρι τον διασυρμό του Πέτρου Τατσόπουλου λόγω της φράσης «έχω πηδήξει την μισή Αθήνα…». (Ο Τατσόπουλος, μεταξύ μας, τα’θελε και τα παθε: Όχι όμως επειδή στα πενηντατρία του καυχήθηκε σαν νεαρό πετεινάρι – αυτό θα μπορούσε να τον καταστήσει μέχρι και συμπαθή. Αλλά επειδή φάνηκε τόσο αυτοκτονικά αφελής ώστε να δώσει προφορική συνέντευξη σε απεσταλμένο του Γιώργου Τράγκα…) Από τον οχετό που δέχθηκε ο Μένης Κουμανταρέας εξαιτίας ενός λεκτικού του ατοπήματος. Μέχρι την τακτική υπόμνηση της γυμνής φωτογράφισης που είχε κάνει η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ προ δύο σχεδόν δεκαετιών...
Σου δίνεται η εντύπωση πως οι μισοί τουλάχιστον απ’τους διαδικτυωμένους συμπολίτες μας έχουν το ένα τους χέρι στο πληκτρολόγιο και με το άλλο κρατάνε μια πέτρα για να την ρίξουν σε όποιον τολμήσει να προσβάλει τα χρηστά τους ήθη. Σε όποιον εν τη ρύμη του λόγου του βωμολοχήσει ή αρνηθεί να προσκυνήσει τα τοτέμ της φυλής.
Την Ελληνίδα μάνα-Παναγιά, πάνω από όλα, την οποίαν όλες οι γυναίκες πρέπει να έχουν πρότυπο και όλοι οι άντρες τατουάζ στο μέρος της καρδιάς. Τους εθνικούς και λαϊκούς αγώνες έπειτα -το 1821, την Εθνική Αντίσταση, το Πολυτεχνείο- για τους οποίους κάθε αναστοχασμός απαγορεύεται δια ροπάλου. (Προσωπικά θεώρησα ακαλαίσθητη την απόπειρα του Νίκου Δήμου να αποδομήσει την Επανάσταση ανήμερα 25η Μαρτίου. Ετούτο επ’ουδενί σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε εναλλακτικές προσεγγίσεις και ερμηνείες…) Τους αγίους και προφήτες μας, τέλος, που τους έχουμε μετά θάνατον βαλσαμώσει και τους περιφέρουμε σαν τρόπαια ή σαν φόβητρα των εχθρών. Ποιος θα τολμούσε να αμφισβητήσει το καλλιτεχνικό αλάθητο του Καζαντζίδη, της Μελίνας, του Χατζιδάκι, του Θεόδωρου Αγγελόπουλου; Ποιος θα τους έφερνε στις ανθρώπινες –και απείρως πιο ενδιαφέρουσες- διαστάσεις τους, δίχως να εισπράξει γιούχα απ’τους αυτόκλητους φρουρούς του πανάγιων τάφων τους;
Η Ελλάδα μού θυμίζει ώρες-ώρες απέραντο μουσείο, όπου οι ζωντανοί ευλογούν αενάως τα γένια των νεκρών τους και κλαίνε διηγούμενοι περασμένα μεγαλεία, τα οποία ούτε καν γνώρισαν ποτέ.
Το χειρότερο: Οι πολιτικώς ορθοί συμπολίτες μας εμφορούνται από όλη την υποκρισία των παλαιών θρησκόληπτων. Καυτηριάζουν μεν την Αλ Σάλεχ, τους τρέχουν δε τα σάλια όταν μπανίζουν τις γυμνές της πόζες. Θρηνούν στεντόρεια τον Παύλο Φύσσα και σπεύδουν να αγοράσουν την εφημερίδα που δημοσίευσε την επιθανάτια φωτογραφία του, κόντρα στη θέληση της οικογένειάς του. Λοιδορούν ή υποτιμούν εκείνον που ζει και δημιουργεί ανάμεσά τους. Μόλις όμως αποβιώσει –ή έστω χτυπηθεί βαριά από την μοίρα- τρελλαίνονται στα εγκώμια και στα RIP. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αγαπημένος μου, μέγας Διονύσης Σαββόπουλος. Εύχομαι να περάσουν πολλά-πολλά χρόνια προτού περάσει στην Ιστορία και αγιοποιηθεί…
«Ουαί υμίν οι διυλίζοντες τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες!» είπε ο Ιησούς στην Επί του Όρους Ομιλία. Αναφερόταν στους γραμματείς και τους φαρισαίους. Στους σεμνότυφους της εποχής του. Στους προγόνους των σημερινών «πολιτικώς ορθών».
σχόλια