H γενίκευση είναι η μητέρα της θολής γνώσης. Δεν αδικεί απλώς τις λεπτομέρειες (προσφέροντας, συνήθως, μισές και παραμορφωμένες αλήθειες) αλλά καταλήγει και σε τετριμμένες περιγραφές. Έτσι, πολύ γενικά λοιπόν, λέμε κι ακούμε ότι στον Τύπο παίζονται διάφορα παιχνίδια, ότι μορφές διαπλοκής υπήρξαν και υπάρχουν και ότι από την εποχή που ο Γκι ντε Μoπασάν έγραφε το «Bel-Ami» το δημοσιογραφικό πεδίο είναι αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής βιομηχανίας και των δραμάτων της. Με άλλα λόγια, ότι εδώ δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, αλλά μια δαιδαλώδης πραγματικότητα με ποικίλες σχέσεις ισχύος, φιλοδοξίες και κάθε λογής πρακτικές, περισσότερο ή λιγότερο καθαρές.
Φυσικά, η πρόχειρη κοινωνιολογία της υποψίας είναι η εύκολη υπόθεση γι' αυτό κι έχει το πάνω χέρι στην καθημερινότητα. Μας βολεύει, ιδιαίτερα αν έχουμε βαρεθεί ένα θέμα ή μια συζήτηση, όπως συμβαίνει με το θέμα Τύπος, διαπλοκή κ.λπ. Αυτή η ψευτο-κοινωνιολογία της υποψίας μοιάζει να συνεχίζει κομψά τις κοσμαγάπητες φράσεις «όλοι τα παίρνουνε» ή «όλοι είναι χωμένοι στα σκατά». Από κει και πέρα, φυσικά, η γενίκευση έχει την ευχέρεια να στραφεί προς τα αριστερά ή (ακρο)δεξιά νερά. Όπως συμβαίνει πάντα στις ανακοινώσεις του ΚΚΕ, ουδεμία έκπληξη από το αλληλοφάγωμα των συμφερόντων, αφού έτσι είναι ο καπιταλισμός και η κρίση του. Ή, όπως ακούγεται στα ακροδεξιά συνωμοσιολογικά ποστ, η υπόθεση με τον ΔΟΛ, την κυβέρνηση και τις τράπεζες αφορά τα διεφθαρμένα σαπρόφυτα ενός «ανελλήνιστου» συστήματος.
Πολλοί είναι αυτοί που αισθάνονται ικανοποίηση με το στρίμωγμα των δημοσιογράφων και την πίεση που νιώθουν οι εκδότες. Ίσως συμμερίζονται την ιδέα ότι μόνο μέσα από σοκ μπορεί να «μπει κάποια τάξη» στα πράγματα
Ξεκινώντας, πάντως, από τη φιλυποψία και τα απορριπτικά αντανακλαστικά, το συμπέρασμα είναι ένα: αδιαφορία, αν όχι και μια δόση χαιρεκακίας για τη δύσκολη κατάσταση που διαμορφώνεται στο Συγκρότημα. Φοβάμαι πως μεγάλο μέρος της κοινωνίας εκεί έχει στρατοπεδεύσει. Πολλοί είναι αυτοί που αισθάνονται ικανοποίηση με το στρίμωγμα των δημοσιογράφων και την πίεση που νιώθουν οι εκδότες. Ίσως συμμερίζονται την ιδέα ότι μόνο μέσα από σοκ μπορεί να «μπει κάποια τάξη» στα πράγματα.
Πέρα, όμως, από τους πειρασμούς μιας κοινής γνώμης εκπαιδευμένης στην υποψία για τις ελίτ, τα κυβερνητικά σήματα δείχνουν κάτι άλλο: ότι στην ελληνική Αριστερά, παρά τα ανανεωτικά και δημοκρατικά λόγια αυτού ειδικά του χώρου που συγκυβερνά με τους ΑΝ.ΕΛ. εδώ και δύο χρόνια, κυριαρχεί ένα σύνδρομο ελέγχου και συνετισμού της κοινωνίας. Με ρητορικές αναφορές στον εξορθολογισμό, στον δημοκρατικό έλεγχο ή στην ανάγκη για πάταξη της διαφθοράς, βγαίνει στην επιφάνεια μια σχεδόν κομματική έννοια της αλήθειας: η αντίληψη δηλαδή πως το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται με τη βούληση της συγκεκριμένης κυβέρνησης, με το δικό της όραμα για τον τόπο αλλά και με τη δική της ερμηνεία για την κρίση του Τύπου και της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, για να εξυγιανθεί ο χώρος του Τύπου, πρέπει να ισορροπεί πολιτικά, δηλαδή να μετριαστούν και να λειανθούν οι κριτικές που ασκούνται στην κυβέρνηση.
Πίσω από την πρωθυπουργική αναφορά στο bullying που υπέστη, προβάλλει εν τέλει αυτή η νοοτροπία. Η αλλεργία στην κριτική και στη διαφωνία. Λες και μοναδική θεμιτή στάση όσων γράφουν είναι είτε να διακινούν ανεπαίσθητες αποχρώσεις είτε να συμπορεύονται (έστω κριτικά) με την κυβέρνηση στο πλαίσιο ενός «συμμαζεμένου» Τύπου.
Αυτό είναι πιθανόν και η καρδιά του προβλήματος. Όχι η παρουσία του Βασίλη Μουλόπουλου στον ΔΟΛ αλλά η ανομολόγητη πεποίθηση πως η τάξη, η ευνομία και η κάθαρση περνούν από ένα πολιτικό νοικοκύρεμα με δόσεις αυτολογοκρισίας.