Στον μαγικό αλλά σκληρό βιότοπο της τέχνης υπάρχουν χονδρικά 3 κατηγορίες καλλιτεχνών. Ό,τι και να αναφέρουν στα γρανιτένια από την υποτιθέμενη αυθεντία συγγράματά τους οι ιδιοτελείς αποτιμητές της κάθε ιου-ράσιου. Και ειδικά στο γκροτέσκο αλλά αποτελέσματικά δηλητηριώδες και καρμικά-από αρχαιοτάτων- αιμομικτικό μικρό μας χωριό.
Οι Πεθαμένοι- επιτυχημένοι ζόμπι, οι σε μόνιμο κώμα Μέτριοι και οι πειθαρχημένα εκρηξιγενείς Ζωντανόσαυροι. Τους καταλαβαίνεις από την μυρωδιά της τέχνης τους, από τον πιο χθαμαλό μέχρι τον πιο εβερέστειο. Σε αγκιστρώνουν, σε αιχμαλωτίζουν, σε εκτινάζουν, κοντροσόλ στο χαός, ένα πράγμα και στο τέλος σε αφήνουν να γεύεσαι τα ηδύτατα υγρά της τέχνης τους.
Ο Κραουνάκης με είχε προβληματίσει αρκετά στο διάβα των χρόνων. Θετικά στην αρχή, λίγο πιο αρνητικά ανά περιόδους με τα περιφερειακά του, τα εκρηξιγενή και παρορμητικά, αλλά του αναγνωρίζω πως υπήρξε και συνεχίζει να είναι πάντα ειλικρινής, παρ’ όλες τις αντιφάσεις και τις δικές μου τυχόν αντιρρήσεις. Κανείς δεν είναι τέλεια άλλωστε,-)
Μια στάση εδώ. Αξίωμα: ο ιδιοτελέστερος καλλιτεχνίσκος είναι πιο αδαμάντινος από κάθε πολιτικό και κάθε δημοσιογραφικό πορδίδιο. Οι άλλοι είναι η κόπρος αυτούσια (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων), ενώ οι καλλιτέχνες εθελόδουλοι, σαλοί, νεφελλοκοκκυγίες αναζητούν, χτίζουν και γκρεμίζουν μια ζωή οι καλοί μου. Πώς να τους-μας κακιώσεις;
Επόμενη στάση: Χατζιδάκις, Πλάτωνος, Κραουνάκης, Στέρεο νοβα. Η αγία τετράδα της πρώτης μου μουσικής νιότης. Σε αυτούς τους 4πλανήτες κατοικοεδρεύω από τότε με διαλείμματα. Μου αρέσει ο Κραουνάκης και περνάω υπέροχα στα πιο αγαπημένα από το ευρύ κοινό τραγούδια του, αλλά κατοικώ με τα 1000, στα πιο πειραματικά του, τα πιο άνισα, τα πιο καλλιαρντά, τα πιο φωτοσκοτεινά και εκρηξιγενή του, που έχουν χεσμένη την καλλιτεχνική υστεροφημία (Σκουριασμένα, Εφημερία, Όταν Έρχονται οι φίλοι μου, Σπεράντζα και βέβαια τα θεϊκά μουσικά γλωσσόφιλα με τους Στέρεο Νόβα).
Ειδικά η Εφημερία με πρωθιέρεια ξανά την Βίκυ Μοσχολιού, και συνοδοιπόρο-ψυχικό ενορχηστρωτή τον Κραουνάκη αποτελεί περισσότερο ακόμα κι από τα Σκουριασμένα Χείλια αφενός την αρχή ενός αργόσυρτου πένθους για την αυγή της σφαγής που μας επεφύλασσαν τα ιστορικώς αναγκαία 80s, τα ξέφρενα 90s και τα εκτροχιασμένα 00s κι αφετέρου την καταγραφή του έκζεματος της γενιάς του αλλα και της δικιάς μας. Τα σκορπισματά της, τις ήττες της, τα αναιδή ρεψιματά της, τις προδομένες τις-μας Ελπίδες. Και τις πιο οδυνηρές απώλειές μας.
Τα σκεφτόμουνα όλα αυτά όταν τις προάλλες πήγα να δω τον Βίκτορ στο Θέατρο Τέχνης, το έργο του Ροζέ Βιτράκ στο οποίο πρωταγωνιστεί κι αναρωτιόμουνα αν θα έχει καταφέρει να επανεφεύρει τον εαυτό του, να τον έχει εντάξει στο γνωριμό του πλαίσιο (το θέατρο για τον Κραουνάκη είναι η βασική του μήτρα) αλλά παράλληλα μέσα στον απόπατο της κρίσης και μακριά από τα ευκολάκια του και τα δικά μας, ήθελα να διαπιστώσω αν θα είχε πετύχει η δοσολογία της μαγείας που χρειάζεται για να μετατραπεί μια καλοκουρδισμένη παράσταση σε κάτι που δύσκολα περιγράφεται με λέξεις: σε έρωτα. Τσακισμένο όπως κάθε αξιοπρεπής Έρωτας.
Τσακισμένο και ηττημένο σαν τον μικρό εννιάχρονο ήρωα που υποδύεται, ο Κραουνάκης, τσακισμένο σαν όλη την οικογένειά του, τσακισμένο σαν την κοινωνική χωματερή που περιγράφει ο Βιτράκ, τσακισμένο σαν όλους μας τελικά.
Τσάκισα Σταμάτη, και δεν επαναστάτησα αλλά με κάνατε όλοι να νιώσω κάτι από την μέθεξη των πιο αξέχαστων ξ-ημερωμάτων μου. Θα βγούμε ναυάγια, όλοι λίγο ή περισσότερο, αυτό είναι το μόνο σίγουρο και το έχουμε φανταστεί. Αλλά τουλάχιστον θα έχουμε προλάβει να επισκεφτούμε ξανά και ξανά τα μέρη που μας πρωτοαγαπήσανε με τη βοήθεια της Τέχνης σας και της Καρδιάς μας.
Χιλιοτσακισμένα σάρκινα manga, λουσμένα στο φως.