Η Γερμανία έχει οργανώσει μια καλή αρχική απόκριση σε ένα μεγάλο κύμα μεταναστών και τώρα πρέπει να ενισχύσει τις επενδύσεις ώστε να διασφαλίσει ότι θα έχουν προοπτικές και πέρα από τις δουλειές χαμηλής εξειδίκευσης, ανέφερε σήμερα ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Οι πρώτοι από τα 1,2 εκατομμύρια ανθρώπου που, όπως εκτιμάται, έφθασαν στη Γερμανία το 2015 και 2016 από χώρες όπως η Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν αρχίζουν να εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Περίπου το 14% έχει βρει δουλειά.
Σύμφωνα με μία έρευνα στην οποία συμμετείχαν 2.200 γερμανοί εργοδότες και δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από τον ΟΟΣΑ, οι περισσότερες προσλήψεις προσφύγων ήταν για θέσεις χαμηλής εξειδίκευσης. Η μεγάλη πλειονότητα των εργοδοτών είναι ικανοποιημένοι με τις προσλήψεις που έκαναν, αν και γενικά αυτές γίνονται για κοινωνικούς λόγους και όχι για να καλύψουν κενά σε εξειδικευμένο προσωπικό.
Ο αριθμός των Γερμανών που εισέρχονται στο εργατικό δυναμικό αρχίζει να επιβραδύνεται καθώς γηράσκει ο πληθυσμός, δημιουργώντας ένα δημογραφικό κενό που πολλοί ειδικοί ελπίζουν ότι οι πρόσφυγες μπορούν να βοηθήσουν να καλυφθεί.
«Αυτή δεν είναι η εργατική δύναμη του σήμερα αλλά του αύριο – ίσως και του μεθαύριο», δήλωσε η γερμανίδα υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Αντρέα Νάλες, σε συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο.
Με ποσοστό ανεργίας μόλις 5,9%, το χαμηλότερο μετά τη γερμανική επανένωση το 1990 και ένα από τα χαμηλότερα στον ΟΟΣΑ, η Γερμανία αποτελεί μία από τις πιο ευνοϊκές αγορές εργασίας για νεοεισερχόμενους, σύμφωνα με τον ΟΑΣΑ.
Ο Τόμας Λίμπιγκ, από τους συντάκτες της έκθεσης του ΟΟΣΑ, είπε ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει τώρα να κάνουν σημαντικές επενδύσεις για εκπαίδευση μέσα στη δουλειά ώστε να διασφαλίσουν ότι οι πρόσφυγες θα εξακολουθήσουν να βρίσκουν δουλειά. «Η πραγματική πρόκληση είναι τώρα. Πρέπει να διατηρήσουμε την ορμή, ιδιαίτερα οι εταιρίες», δήλωσε στο πρακτορείο Reuters, στο περιθώριο της διάσκεψης.
Η Γερμανία έχει λάβει μέτρα ώστε να καταστήσει ευκολότερο για τους αιτητές ασύλου να εισέλθουν στην αγορά εργασίας – για παράδειγμα, οι περισσότεροι έχουν τώρα πρόσβαση στην αγορά εργασίας έπειτα από τρεις μήνες σε σύγκριση με εννέα μήνες προηγουμένως και έναν χρόνο στη Βρετανία.
Ωστόσο περίπου το 30% από εκείνους που έφθασαν στη χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2016 δεν είχαν κανονική σχολική εκπαίδευση ή είχαν παρακολουθήσει μόνο δημοτικό σχολείο και λιγότεροι από το 20% είχαν πτυχίο πανεπιστημίου. Οι Ιρανοί και οι Σύροι είχαν τα υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης.
Περισσότεροι από τα τρία τέταρτα των εργοδοτών που έλαβαν μέρος στην έρευνα –που πραγματοποιήθηκε από κοινού με την Ένωση Γερμανικών Επιμελητηρίων Εμπορίου και Βιομηχανίας και το γερμανικό υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων– είπαν πως είχαν λίγες ή καθόλου δυσκολίες στην καθημερινή δουλειά με τους πρόσφυγες που προσέλαβαν.
Εκείνοι που δήλωσαν πως είχαν δυσκολίες παρέθεταν συχνότερα την έλλειψη επαρκούς γνώσης της γερμανικής γλώσσας, εκπαιδευτικών δεξιοτήτων, τη διαφορετική εργασιακή νοοτροπία και την αβεβαιότητα που συνδεόταν με τη διάρκεια της παραμονής του υπαλλήλου στη Γερμανία.