Στον αχό που σηκώθηκε από τις κουβέντες του Γερούν Ντάισελμπλουμ για τους Nότιους, τα ποτά και τις γυναίκες, βγήκε στον αέρα ξανά μια ορισμένη ελληνική ιδεολογία. Με τις δυο της ψυχές, τη δεξιά και την αριστερή, την εθνικόφρονα και την αντιστασιακή. Στην οριενταλιστική ανοησία του Ολλανδού πολιτικού απάντησε ένας ωκεανός αντιστασιακής μεγαλοστομίας. Επιδεικτικός κοινοτισμός, μεσογειακό ταμπεραμέντο, αναφορές στο '21 και από κοντά η επέτειος των 60 χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης για την ίδρυση της ΕΟΚ. Κοντινά επετειακά γεγονότα στο ημερολόγιο έγιναν αφορμή έξαρσης ενός ακαταπόνητου φαντασιακού αλυτρωτισμού. Έτσι, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, ως απάντηση στη βλακώδη φράση του Ολλανδού είδαμε ένα κύμα εθνικής αυτo-κολακείας μέσα σε συνθήκες εντεινόμενης κατάθλιψης. Γιατί, φυσικά, δεν είναι δείγμα αυτοπεποίθησης να ανατρέχει κανείς, για εκατοστή φορά, στο σχήμα του ξένου δυνάστη που ζηλεύει τον ηδονικό τρόπο ζωής μας (και θέλει να τον καταστρέψει με τη λιτότητα). Η λεπτή ειρωνεία και το χιούμορ θα ήταν μια πολύ καλύτερη απάντηση στα στερεότυπα και στις ρηχές ταξινομήσεις των συναισθημάτων και των συμπεριφορών. Αλλά κάθε φορά που κάποιος από τους «αντιπαθείς ξένους» πει κάτι άσχημο, ο λόγος του αναμεταδίδεται από χιλιάδες αγανακτισμένους διαύλους. Σαν να μην πρόκειται για τα λόγια κάποιου συγκεκριμένου αξιωματούχου σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά για το σύστημα του «κουμπάρου δανειστή απατεώνα» που ζηλεύει την προίκα μας. Και κάπως έτσι, ανάμεσα στα θραύσματα της επικαιρότητας και σε ένα ακόμα νέφος αγανάκτησης, κυκλοφόρησε και το τραγούδι του Νότη Σφακιανάκη. Είχα την ατυχία να το ακούσω χθες βράδυ από το ανοιχτό παράθυρο ενός αυτοκινήτου στην Εγνατίας.
Αν, λοιπόν, με ρωτούσε κάποιος, «μα τι ακριβώς εννοείς πολλές φορές αναφέροντας την ελληνική ιδεολογία και το δικό της "μείγμα πολιτικής"», θα του έστελνα τους στίχους αυτού του τραγουδιού. Απ' την αρχή μέχρι το τέλος του. Και θα το έδειχνα κυρίως σε αυτούς που έχουν την ακλόνητη βεβαιότητα ότι βρίσκονται απέναντι στον γνωστό οπαδό της «Χρυσής Αυγής» Σφακιανάκη. Είναι απέναντι, προφανώς, αλλά ενίοτε μιλώντας μια παρόμοια γλώσσα. Χωρίς τα ιερά και τα κιτς τα δικά του, αλλά δείχνοντας κι αυτοί στον κάθε «Τοκογλύφο-Απατεώνα-Προδότη» πως ο Λαός αυτός είναι λογοδοσμένος με την Ελευθερία.
Συμπεθέροι και κουμπάροι
έστησαν χορό
πάνω στης πατρίδος μου
το χώμα το ιερό.
Έτρωγαν και έπιναν
για ένα προξενιό
να παντρέψουν την Ευρώπη
με του Έλληνα τον γιο.
Είχε προίκα ο Έλληνας
που ζήλευε η Ευρώπη
ήλιο, θάλασσα, βουνά
που δεν είχαν άλλοι τόποι.
Μα ήτανε λογοδοσμένος
μες την ιστορία
με μια όμορφη κυρά
την Ελευθερία.
Βρε, κουμπάροι λωποδύτες
παραγιοί και παρανύμφες
άιντε σχόλασε ο γάμος
άιντε κλαίνε τώρα οι νύφες.
Συμπεθέροι απατεώνες
φαρισαίοι και τελώνες
η Πατρίδα δεν πωλείται
στον αιώνα στους αιώνες.
Συνοικέσια έκαναν
κάτω απ' το τραπέζι
και τους δούλους κέρναγαν
μια στάλα πετιμέζι.
Κι οι προδότες οι κουμπάροι
έδιναν τα χέρια
κι ανταλλάσσαν του χειμώνες
με τα καλοκαίρια.
Έπαιζαν τα όργανα
κι έστηναν το γλέντι
αφέντες για να γίνουνε
στη θέση του αφέντη.
Παραμύθια πούλαγαν
κι έταζαν δαχτυλίδια
και τη νύφη έλουζαν
μ' αρώματα στολίδια.
Βρε, κουμπάροι λωποδύτες
παραγιοί και παρανύμφες
άιντε σχόλασε ο γάμος
άιντε κλαίνε τώρα οι νύφες.
Συμπεθέροι απατεώνες
φαρισαίοι και τελώνες
η Πατρίδα δεν πωλείται
στον αιώνα στους αιώνες.
Βρε κουμπάροι λωποδύτες
παραγιοί και παρανύμφες
άιντε σχόλασε ο γάμος
άιντε κλαίνε τώρα οι νύφες.
Βρε, κουμπάροι λωποδύτες
δανειστές και τραπεζίτες
η Πατρίδα δεν πωλείται
σε κανέναν δεν πωλείται.
Βρε, κουμπάροι εντολοδόχοι
το' χει η ψυχή μας το' χει
την Πατρίδα όταν ζητάνε
η απάντηση είναι όχι.
Ο Έλληνας, ρε τοκογλύφοι
εκεί που έφτυσε δεν γλύφει
κι άμα σκάσει η φοβέρα
θα φωνάζουνε αέρα.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO