Αν υπάρχει ένα έργο ιαπωνικής τέχνης με το οποίο είναι εξοικειωμένο το δυτικό κοινό, ακόμα κι αν δεν γνωρίζει τον δημιουργό ή τον τίτλο του, αυτό είναι το «Το Κύμα στα ανοιχτά της Καναγκάουα» του Κατσουσίκα Χοκουσάι. Η γλύπτρια Καμίλ Κλοντέλ, ο συνθέτης Ντεμπυσσύ, η εταιρεία ρούχων Quiksilver καθώς και το λειτουργικό των iPhone είναι μερικοί μόνο που έχουν εμπνευστεί ή μεταπλάσει το χαρακτικό αυτό σε γλυπτά, συνθέσεις, εμπορικά σήματα, ακόμα και emoji. Ο Χοκουσάι φιλοτεχνούσε κυριολεκτικά μέχρι τον θάνατο του σε ηλικία 89 ετών. Είναι χαρακτηριστικό πως ο τελειομανής Ιάπωνας όταν βρισκόταν στο νεκροκρέβατο του είχε πει »Είθε οι Ουρανοί να μου χαρίσουν άλλα δέκα χρόνια... ή έστω πέντε, ώστε να γίνω σωστός ζωγράφος».
Μνημειώδης ήταν η περφόρμανς του όταν κλήθηκε στην αυλή ενός Σογκούν για να επιδείξει την δεξιοτεχνία του. Πήρε ένα τεράστιο φύλλο χαρτιού, στο οποίο ζωγράφισε μια μεγάλη μπλε καμπύλη, βούτηξε τα πόδια μιας κότας σε κόκκινη βαφή και άρχισε να την κυνηγάει τρέχοντας πάνω στην γραμμή, δημιουργώντας έτσι μια ανεπανάληπτη παραλλαγή του παραδοσιακού ιαπωνικού μοτίβου των φύλλων του σφενδάμου που επιπλέουν στον ποταμό Τατσούτα.
Ο Χοκουσάι γεννήθηκε το 1760 στο Έντο –νυν Τόκιο– της Ιαπωνίας και υιοθετήθηκε σε μικρή ηλικία από τον καθρεπτοποιό θείο του, ο οποίος τον προόριζε για διάδοχό του στη δουλειά. Όμως το μεγάλο του ταλέντο στη ζωγραφική διαφαίνεται ήδη από τα 6 και ο ρους της ζωής του αλλάζει. Στα 12 τον στέλνουν να δουλέψει σε βιβλιοπωλείο και στα 14 μαθητεύει σε ένα εργαστήρι ξυλογραφίας ώσπου γίνεται δεκτός σε μια σπουδαία σχολή ζωγραφικής. Δάσκαλος του είναι ο Κατσουκάουα Σουνσό, ένας από τους κορυφαίους στην τεχνοτροπία των ιαπωνικών χαρακτικών ουκίγιο-ε, ή αλλιώς των «Εικόνων του Φθαρτού Κόσμου» και για τον Χοκουσάι ξεκινάει μια μακρά, παραγωγική και ανατρεπτική καλλιτεχνική σταδιοδρομία που διαρκεί 70 περίπου χρόνια.
Αλλάζει εργαστήρια και σχολές, συνεργάζεται με διαφορετικούς δασκάλους και εξερευνά πλείστες μορφές τέχνης. Μελετά ακόμα και τις ευρωπαϊκές σχολές στις οποίες εκτίθεται όταν κατορθώνει να αποκτήσει χαλκογραφίες Γάλλων και Ολλανδών καλλιτεχνών.
Στη σχολή του αλλάζει για πρώτη φορά το όνομα του σε Σουνρό, μια πρακτική συνήθη ανάμεσα στους Ιάπωνες καλλιτέχνες της εποχής. Ωστόσο, καθόλη την διάρκεια του βίου του, ο Χοκουσάι έμελλε να αλλάξει το όνομα του περί τις 30 φορές, σηματοδοτώντας κάθε φορά και μια αλλαγή στην τεχνοτροπία ή τη θεματολογία των έργων του. Η ταφόπλακα του φέρει και το τελικό του προσωνύμιο Gakyō Rōjin Manji ή «Γέρος Παθιασμένος με τη Ζωγραφική».
Πληθωρικός και ιδιοσυγκρασιακός, ο Χοκουσάι έβρισκε την τακτοποίηση και την καθαριότητα απεχθείς δραστηριότητες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάθε φορά που το σπίτι και εργαστήρι του γινόταν αβίωτο από την βρωμιά, να μετακομίζει. Συνολικά μετακόμισε 93 φορές.
Τα ταλέντα του όμως δεν περιορίζονταν στον χρωστήρα. Ο Χοκουσάι υπήρξε ευφυής μάνατζερ του εαυτού του και περφόρμερ πολύ πριν αυτοπροσδιοριστούν έτσι οι εικαστικοί. Συνήθιζε να δημιουργεί τεράστιες συνθέσεις δημοσίως με τη βοήθεια των μαθητών του για να τραβήξει τον θαυμασμό και την προσοχή του κοινού, ενώ μνημειώδης ήταν η περφόρμανς του όταν κλήθηκε στην αυλή ενός Σογκούν για να επιδείξει την δεξιοτεχνία του. Πήρε ένα τεράστιο φύλλο χαρτιού, στο οποίο ζωγράφισε μια μεγάλη μπλε καμπύλη, βούτηξε τα πόδια μιας κότας σε κόκκινη βαφή και άρχισε να την κυνηγάει τρέχοντας πάνω στην γραμμή, δημιουργώντας έτσι μια ανεπανάληπτη παραλλαγή του παραδοσιακού ιαπωνικού μοτίβου των φύλλων του σφενδάμου που επιπλέουν στον ποταμό Τατσούτα.
Πέρα όμως από μια ιδιόρρυθμη φιγούρα που συνοδεύεται από πληθώρα ιστοριών ανεκδοτολογικής φύσεως, ο Χοκουσάι ήταν ένας καλλιτέχνης με αστείρευτο ταλέντο, ο οποίος κατά την σχεδόν εβδομηντάχρονη καριέρα του παρήγαγε ποικιλόμορφα έργα ανυπέρβλητης ομορφιάς και ευαισθησίας. Συνολικά υπολογίζεται ότι ο λίαν εργατικός –σηκωνόταν αξημέρωτα και σχεδίαζε μέχρι αργά τη νύχτα– ζωγράφος ολοκλήρωσε περίπου 30.000 πίνακες, ξυλογραφίες, σχέδια και εικονογραφημένα βιβλία ποίησης και μυθοπλασίας.
Υπήρξε επίσης ένας από τους κορυφαίους σχεδιαστές διοραμάτων και επιτραπέζιων παιχνιδιών. Ένα από αυτά απεικόνιζε τη διαδρομή ενός προσκυνητή από το Έντο προς θρησκευτικής σημασίας τοπόσημα και αποτελούνταν από πολλά μικρά σχέδια τοπίων. Οι περισσότεροι ιστορικοί της τέχνης θεωρούν πως στο παιχνίδι αυτό πρέπει να αναζητήσουμε την αρχική ιδέα του σπουδαιότερου και πιο γνωστού έργου του Χοκουσάι, τη σειρά των ουκίγιο-ε «36 Όψεις του Όρους Φούτζι».
Οι «36 Όψεις του Όρους Φούτζι», όπου εντάσσεται και το περίφημο «Κύμα» του, φιλοτεχνήθηκαν από τον Χοκουσάι γύρω στα 1830 όταν εκείνος ήταν ήδη στα 70. Μια σειρά αναποδιών τον είχε αφήσει σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια και η απάντησή του στις δυσκολίες ήταν να βυθιστεί με ακόμα μεγαλύτερο πάθος στην τέχνη του, καθοδηγούμενος και από το θρησκευτικό του συναίσθημα. Όπως γράφει και ο Henry Smith, καθηγητής ιαπωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Columbia, «από πολύ νωρίς το Όρος Φούτζι θεωρούνταν πηγή του μυστικού της Αθανασίας, μία παράδοση που αποτελούσε τον πυρήνα της εμμονής του Χοκουσάι με το βουνό».
Εμπνεόμενος από τη φύση και την ανθρώπινη μορφή, ο Χοκουσάι δημιούργησε εικόνες λεπταίσθητες, ρευστές και ονειρικές παρότι προκύπτουν από πραγματικά τοπία και καθημερινές ασχολίες, κι αυτό είναι η απόδειξη της σπουδαιότητας της τέχνης του.