Σήμερα συμπληρώνονται τρία χρόνια από το χαμό του Αντώνη Βαρδή. Υπάρχουν πολλά που μπορεί να πει κανείς και να γράψει για την προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι, αλλά εγώ λέω να μείνουμε στο πιο σημαντικό. Στην επανάσταση που έφερε στον ήχο ο Βαρδής, στη δεκαετία του '80, ανακατεύοντας ευφυώς το ροκ με το λαϊκό – όχι το λαϊκό της κουλτούρας, αλλά πιο πολύ εκείνο της καψούρας. Δεν ξέρω αν ήταν ο πρώτος –μάλλον όχι– που επιχείρησε κάτι τέτοιο, ήταν όμως εκείνος που το επέβαλλε δουλεύοντας με ακαταπόνητο μεράκι πάνω στη ίδια συνταγή.
Μοντέρνος έφηβος στα μέσα του '60 –ως μέλος των Vikings έγραψε την "Catherine", που την τραγούδησε κιόλας–, ο Βαρδής θα αναδειχθεί στα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας σ' έναν από τους κορυφαίους ακουστικούς κιθαρίστες των στούντιο (ποιος ξέρει, για παράδειγμα, πως παίζει ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες στην «Τετραλογία» του Δήμου Μούτση;), δοκιμάζοντας σιγά-σιγά και τα πρώτα του ελληνόφωνα τραγούδια, τα οποία περνούν κατά βάση απαρατήρητα.
Προς τα τέλη της δεκαετίας αρχίζει να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του ως δημιουργός πια, μέσα από συνθέσεις του που δίνει στις φίρμες της εποχής (Νταλάρας, Πουλόπουλος, Γαλάνη), είναι όμως ο πρώτος δίσκος τού Βασίλη Παπακωνσταντίνου (Δεκέμβρης '78), εκείνος που δείχνει τις πραγματικές ποιότητες και το ταλέντο τού Βαρδή.
Προς τα τέλη της δεκαετίας αρχίζει να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του ως δημιουργός πια, μέσα από συνθέσεις του που δίνει στις φίρμες της εποχής (Νταλάρας, Πουλόπουλος, Γαλάνη), είναι όμως ο πρώτος δίσκος τού Βασίλη Παπακωνσταντίνου (Δεκέμβρης '78), εκείνος που δείχνει τις πραγματικές ποιότητες και το ταλέντο τού Βαρδή. Το λέω έχοντας κατά νου τα πολύ καλά τραγούδια «Με τον Μπομπ Ντύλαν», «Επαρχία 1978», «Στο Διονύση Σ.», «Θάρθουν στιγμές», «Πάλι βρέχει», «Σακατεμένα τα τραγούδια» και «Φεύγουν καράβια», άπαντα σε στίχους Πάνου Φαλάρα.
Το ξεκίνημα της δεκαετίας του '80 βρίσκει το Βαρδή να συνεργάζεται με τη Χαρούλα Αλεξίου στο «Ξημερώνει», ένα LP που έβγαλε επιτυχίες, όπως το φερώνυμο κομμάτι, το «Φεύγω» (στίχοι από κοινού Βαρδής-Αλεξίου) και άλλα διάφορα.
Δε θυμάμαι κάτι σημαντικό τα επόμενα χρόνια (κάποια κομμάτια για το Γιάννη Πάριο, την Ελένη Δήμου, την Πίτσα Παπαδοπούλου, την Άννα Βίσση ή το Μανώλη Λιδάκη δεν έκαναν τη διαφορά), μέχρι τουλάχιστον το 1986, όταν κυκλοφόρησε το «Συγκάτοικοι Είμαστε Όλοι στην Τρέλλα» [CBS].
Το LP αυτό, παρότι τότε το έπαιζα ροκάς ή ήμουν (δε θυμάμαι ακριβώς...), το αγόρασα με το που έσκασε μύτη επειδή μου άρεσε πάρα πολύ το ηγετικό τραγούδι του, που παιζόταν φυσικά και στο ραδιόφωνο – στο «Δεν είχα δύναμη» αναφέρομαι (σε στίχους και πάλι του Φαλάρα). Ανακαλύπτω δηλαδή, ξαφνικά, τον τρόπο που θα μπορούσε να συνδυαστεί το ροκ με το λαϊκό με μια μέθοδο που να με «φτιάχνει», χωρίς να με προσβάλλει.
Επειδή σύχναζα τότε (και ως φοιτητής) σε λαϊκά μαγαζιά, γουστάροντας ας πούμε το... ηλεκτρικό κέφι που δημιουργούσαν Τα Παιδιά απ' τη Πάτρα με τα τραγούδια του '60, μου είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει ένα σύγχρονο λαϊκό με rock feeling, που να το ακούω στο Χάραμα (της Πάτρας) και να νομίζω ότι είμαι στο... Roundhouse ή έστω και στο Roxy (α ρε Ian Dury!). Να σηκώνεται ο ηλεκτρικός κιθαρίστας δηλαδή και να σολάρει με την έπαρση ενός Ritchie Blackmore ή ενός Tommy Bolin.
Αυτό το ανακάτεμα, αυτό το νόθο πράγμα, με είχε ενθουσιάσει τότε. Το γούσταρα περισσότερο από το πιο «πιστό» ελληνόφωνο ροκ της εποχής (για το '86 μιλάμε – Μπουλάς, Φατμέ, Πανούσης, Γιοκαρίνης και τέτοια, ok υπήρχε και η αξιοσέβαστη Γενιά του Χάους ή η φοβερή Λευκή Συμφωνία), βρίσκοντας συγχρόνως κι ένα νέο νόημα σε ό,τι θα αποκαλούσα έκτοτε... ελληνικό, ελληνικότατο ροκ. Ροκ ρε παιδί μου, ok, αλλά να μου θυμίζει και κάτι από Ελλάδα – και όχι μόνο στο στίχο και τη γλώσσα, αλλά ακόμη και στη μελωδία, στο ρεφρέν και τα κουπλέ.
Ψυλλιάστηκα τα ζόρικα -Αντώνης Βαρδής
Το «κι όμως δεν είχα δύναμη/ την πόρτα να σου κλείσω/ άνοιξα και τα χέρια μου/ γλυκά να σε κρατήσω» με τις πενιές του Άκη Τουρκογιώργη, το «ψυλλιάστηκα τα ζόρικα/ κι' από μειοψηφία περνώ στην κατανάλωση κι εγώ» (στίχοι Τασούλα Θωμαΐδου), το εξαίρετο αλλά άγνωστο «Τον καιρό μου ηλεκτρίζεις» («Τα πόστα πιάνεις με πολιτικά εφφέ/ τις αντιρρήσεις μου με ροκ τις αφοπλίζεις» και πάλι της Θωμαΐδου) με τη φωνάρα της Χριστίνας Μαραγκόζη (που μου θύμιζε την Αλεξίου, αλλά στο πιο σκυλέ, και γι' αυτό τη γούσταρα περισσότερο), μα ακόμη και το «Σχήμα λόγου» του Κώστα Τριπολίτη, που το ακούγαμε δίχως να καταλαβαίνουμε ακριβώς τι ήθελε να πει ο ποιητής, αφού «η περσινή μας η κοπέλα», για 'μας φορούσε «μαύρο νυχτικό» και όχι «μαύρο νυφικό» και άλλα διάφορα. Επ, ξέχασα και το «Πάντα δραπέτης απ' το όνειρο» σε στίχους του Σάκη Μπουλά – τι ωραίο τραγούδι κι αυτό!
Δεν είχα δύναμη- Αντώνης Βαρδής
Και όμως τη μεγαλύτερη έκπληξη δεν την είχα νοιώσει ακόμη.
Τούτη θα ερχόταν δύο χρόνια αργότερα (1988) με το LP «Τραγουδάμε Μαζί» (Βαρδής – Μαραγκόζη) και το πυρακτωμένο «Θα εκραγώ» (στίχοι Αντώνης Ανδρικάκης) που άνοιγε τη δεύτερη πλευρά. Το κομμάτι αυτό ήταν στάνταρντ όχι μόνο στα κοσμικά λαϊκά μαγαζιά της εποχής, μα ακόμη και στα πιο κάτω, με τους κιθαρίστες να το παίρνουν πάνω τους (λες και άκουγες τους... λαϊκο-μεταλλάδες Europe στα πανηγύρια) και με τις τραγουδίστριες (γιατί περισσότερο γυναίκες το έλεγαν παρά άντρες) να το τεντώνουν όσο δεν πήγαινε άλλο με τις θυμιατισμένες αγριοφωνάρες τους. «Σε ποιον να μιλήσω, αλήθεια να πω/ τα μάτια να κλείσω, να ονειρευτώ./ Ανώνυμο θύμα κρυφής μηχανής,/ εκπέμπω ένα σήμα, μ' ακούει κανείς;».
Ακούγοντας το «Θα εκραγώ» (καλή του ώρα τού Αντώνη Βαρδή, όπου κι αν βρίσκεται ή δε βρίσκεται), τους συγκεκριμένους στίχους, τις διαλυμένες ερμηνείες από λογιών-λογιών κορίτσια και κυρίως τις πίστες που καίγονταν (στην κυριολεξία) συνειδητοποίησα, τότε, στα 20 και κάτι μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, πως αν θέλεις να «μιλήσεις» στον Έλληνα –να του πεις κάτι βρε αδελφέ και να σκύψει να σ' ακούσει, και όχι απλώς να γεμίσει το Ηρώδειο κοιτώντας την πανσέληνο ή να στοιβάζεται ο ένας πάνω στον άλλον στα εγχώρια ροκ κιβούρια βρίζοντας το κατεστημένο– θα το επιχειρήσεις μόνο στον κατάλληλο τόπο με το «σωστό» ελληνικό τραγούδι.
Ο Αντώνης Βαρδής είχε κάνει δική του αυτή τη συνταγή και την προχώρησε όσο κανένας άλλος.
Aντώνης Βαρδής - Θα εκραγώ