Με ποιον μυστήριο τρόπο ένα ειδυλλιακό μέρος μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό του; Αν αρρωστήσει κανείς ξαφνικά, αν συμβεί κάποια φυσική καταστροφή ή σε αντίστοιχες εμπειρίες. Δεν χρειάζεται όμως να πάει κανείς σε τόσο δραματικά καταστροφικές κλίμακες, αφού τις περισσότερες φορές το κακό προέρχεται από έναν συνδυασμό ασήμαντων πραγμάτων. Ένας σερβιτόρος, ας πούμε, που πάνω του είδα να φυτρώνουν όλα τα αρνητικά στερεότυπα συγκεντρωμένα σε σημείο που θα πίστευε κανείς πως ο άνθρωπος δεν υπήρξε και επινοήθηκε γι' αυτό το κείμενο. Το σκηνικό της συνάντησής μας ήταν ένα λιμανάκι της Χαλκιδικής, μεσημέρι του Ιουλίου. Ο συγκεκριμένος εμφανίστηκε αφού πρώτα ένας νεαρός έφερε τα νερά και πήρε την παραγγελία για τα ποτά.
Το πρώτο που προσέξαμε ήταν πως η φάτσα του ξεχείλιζε απροθυμία. Σαν να είχαν βάλει έναν μισάνθρωπο να υπηρετήσει μία από τις βασικές ανάγκες των συνανθρώπων του. Δεν ήταν όμως η συνηθισμένη βαρεμάρα και ατονία αλλά, όπως καταλάβαμε γρήγορα, καθαρός θυμός. Δώσαμε παραγγελία χωρίς το γνωστό χάος που φέρνουν οι αναποφάσιστοι της παρέας και οι βροχηδόν διευκρινιστικές ερωτήσεις για το μενού. Είχε, άλλωστε, πολλά «όχι» να μας πει και αυτές οι αρνήσεις ήταν το μοναδικό πράγμα που φάνηκε να μαλακώνει κάπως το πρόσωπό του. Πήγε έτσι:
— Πατατοσαλάτα; Δεν έχει.
— Χόρτα; Τελείωσαν.
— Κολοκυθοανθοί; Σήμερα δυστυχώς δεν.
— Εκείνο το μπουγιουρντί; Α, Τετάρτες και Σάββατα αυτό.
Κανείς μας δεν διανοήθηκε να ρωτήσει πού εξαφανίστηκε ο σερβιτόρος γιατί φοβόμασταν ότι θα γύριζε, έχοντας ξεπαστρέψει τους εχθρούς του.
Όλα αυτά όμως τα είχαμε ξαναζήσει, δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο, πέρα από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα όταν τέλειωσε η παραγγελία (που προκάλεσε δυσθυμία στους πιο πεινασμένους). Ούτε η μία ώρα αργοπορίας ήταν τόσο ασυνήθιστη, απλώς τέτοιες καθυστερήσεις τις συνδέει κανείς με την αυγουστιάτικη πολυκοσμία ή με κάτι εστιατόρια ξινισμένα σε ψευτο-πολυτελές ύφος. Η συγκεκριμένη ταβέρνα είχε όμως όλες κι όλες δύο παρέες, κάποιους σιωπηλούς, ηλικιωμένους ξένους. Έπιναν αργά-αργά λευκό κρασί, ρουφώντας με τα μάτια τη θάλασσα, αμέτοχοι στα γύρω δράματα.
Είχε πάει πια τέσσερις η ώρα όταν ακούστηκαν άγριες φωνές από την πλευρά της ταβέρνας. Ακολούθησε ένα βροντώδες «γαμώ την Παναγία σας» που εγώ είχα να συναντήσω από τα παλιά χρόνια της Σάμου και αμέσως είδαμε το χλωμό πρόσωπο του σερβιτόρου να στρέφεται προς τον εχθρό του, έναν γέρο με έντονο προγναθισμό. Βρέθηκαν έξω από το μαγαζί ανταλλάζοντας γροθιές και ύπουλες κλοτσιές, αδιαφορώντας ολοκληρωτικά για μας, για τη σύμβαση περί εξυπηρέτησης του πελάτη, για την «εικόνα της χώρας στο εξωτερικό» ή για την Χαλκιδική που, ως γνωστόν, σαν κι αυτή δεν έχει άλλη.
Κάποιος πρότεινε να φύγουμε σε ένδειξη διαμαρτυρίας εκείνη όμως τη στιγμή ένας χοντρός με σκούπα στο χέρι έκανε νεύμα πως ερχόταν το φαγητό. Θα σερβίριζε ο ίδιος, που μάλλον ήταν ο αφανής ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Κανείς μας δεν διανοήθηκε να ρωτήσει πού εξαφανίστηκε ο σερβιτόρος γιατί φοβόμασταν ότι θα γύριζε, έχοντας ξεπαστρέψει τους εχθρούς του.
Τον είχαμε βέβαια ικανό να κάνει φόνο και, ποιος ξέρει, κάποιος από εμάς θα μπορούσε να είναι η παράπλευρη απώλεια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO