Αρκετές δυσάρεστες εμπειρίες από κοινωνικές επαφές... τρίτου τύπου θα είχα να διηγηθώ, όμως η πιο «δυσβάστακτη» αφορά το Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο μακαρίτης ο πατέρας, που λες, μας είχε κληροδοτήσει κάτι λίγες μετοχές μιας εφημερίδας και μιας ΔΕΚΟ, των οποίων η αξία στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας δεν υπερέβη στην καλύτερη περίπτωση τα 300 ευρώ, ενώ σήμερα είναι αμελητέα. Αποφασίσαμε, λοιπόν, με τον αδελφό μου κάποια στιγμή να τις εξαργυρώσουμε, με την έννοια «λίγα είναι, αλλά γιατί να τους τα χαρίσουμε», κάτι που ατύχησα να αναλάβω προσωπικά.
Αναζήτησα καταρχάς τα δικαιολογητικά – δεν ξέρω αν έχουν στο μεταξύ απλοποιηθεί οι διαδικασίες, δεν έχω καν το κουράγιο να ξαναμπώ σε αυτό τον κυκεώνα ύστερα από το... ψυχολογικό τραύμα που υπέστην (άσε τα επιπλέον έξοδα, γιατί στο μεταξύ οι κύριοι κοτσάρανε και χρεώσεις), όμως τότε μας γυρεύανε κάπου 15 (!) διαφορετικά χαρτιά, τα οποία έπρεπε να τρέξει κάποιος να πάρει από 5-6 διαφορετικές υπηρεσίες. Εννοείται ότι δεν μπορούσες να τα προμηθευτείς όλα μέσω ΚΕΠ, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, όπως το Πρωτοδικείο, χρειαζόταν να πας και δεύτερη φορά. Το ΧΑΑ ζήταγε από ληξιαρχική πράξη θανάτου, βεβαίωση κληρονομιάς και τιμή κλεισίματος των μετοχών την προηγούμενη του θανάτου του επενδυτή μέχρι να ανοίξουμε με το... ζόρι δικό μας χαρτοφυλάκιο μετοχών ώστε να μεταβιβαστούν εκεί! Να μην τα πολυλογώ, χρειάστηκα αρκετό καιρό και βέβαια αρκετά δρομολόγια (και έξοδα για παράβολα, χαρτόσημα κ.λπ.) συν ένα ποσό αρκετά υψηλότερο της σημερινής αξίας των μετοχών «μου» για να μαζέψω όλα αυτά τα χαρτιά και, επιπλέον, τουλάχιστον πέντε χαμένα πρωινά, τα οποία δεν ξέρω πώς στον Εξαποδώ θα εξασφάλιζα αν εργαζόμουν σε μια συνηθισμένη «φυσιολογική» πρωινή δουλειά – εννοείται βέβαια ότι και πάλι δυσκολεύτηκα.
Παρακάλεσα, φώναξα, απείλησα, τους αποκάλεσα απατεώνες, ξεφτίλες, εκβιαστές και λωποδύτες, έσουρα τα μύρια όσα στο ΧΑΑ, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στον καπιταλισμό-καζίνο εν γένει, όλο το ισόγειο με άκουσε κάνοντας τσιμουδιά αλλά... του κάκου.
Επειδή όμως το είχα πάρει «πατριωτικά» το ζήτημα, κάποια στιγμή τα έφερα όλα εις πέρας και, περιχαρής, μια Δευτέρα καβάλησα το ποδήλατο και τα πήγα γραμμή στο ΧΑΑ (έκτο δεσμευμένο πρωινό). Εκεί μια μουτρωμένη γραμματέας στην είσοδο, αφού τα ξεφύλλισε βαριεστημένα, μου ανακοίνωσε ότι αφενός δεν ήταν πλήρη (καλά αυτό κάπου το περίμενα, στην Ελλάδα ζω), αφετέρου δύο δικαιολογητικά είχαν λήξει χρονικά –ήταν βλέπεις «βραχείας» διάρκειας κι εγώ ο άθλιος δεν μπορούσα να αφιερώνομαι καθημερινά αποκλειστικά στην ιστορία αυτή ως φαίνεται όφειλα–, οπότε θα έπρεπε να ξαναεκδοθούν (και να ξαναπληρωθούν τα αντίστοιχα παράβολα). Κοντολογίς, μου έλεγε κατάμουτρα ότι το ΧΑΑ με έκλεβε κανονικά και με τον νόμο, έχοντας θεσπίσει μια τόσο γραφειοκρατική και χρονοβόρα διαδικασία μεταβίβασης. Μια διαδικασία αποθαρρυντική εξαρχής, αν έχεις να κάνεις με ευτελή ποσά, γιατί, φυσικά, ποιος νορμάλ άνθρωπος θα ξανάμπαινε στον μπελά αυτόν για πενταροδεκάρες, τις περισσότερες από τις οποίες θα τις είχε κιόλας ξοδέψει στην πορεία; Αναρωτήθηκα φωναχτά πόσοι ακόμα βρίσκονταν, άραγε, στη θέση μου – γιατί στις μέρες των παχιών χρηματιστηριακών αγελάδων, εκτός από τους μεγαλομετόχους, προέκυψε και πλήθος μικρομετόχων σαν και τον πατέρα πάνω-κάτω, άνθρωποι που μάλιστα είχαν πολύ λιγότερη από τη δική μου χρονική «πολυτέλεια» να κυνηγήσουν όλο αυτό το χαρτομάνι. Όμως όχι, η υπάλληλος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, κατανοούσε λέει απόλυτα αυτό που έλεγα και τη μέχρι τούδε ταλαιπωρία μου αλλά «αυτοί είναι οι κανονισμοί». Κοιτώντας ανήμπορος την τόσο δύσκολα αποκτημένη... στάμνα να σπάει μεγαλοπρεπώς ένα βήμα προτού φτάσει στην πηγή, ξέσπασα. Παρακάλεσα, φώναξα, απείλησα, τους αποκάλεσα απατεώνες, ξεφτίλες, εκβιαστές και λωποδύτες, έσουρα τα μύρια όσα στο ΧΑΑ, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στον καπιταλισμό-καζίνο εν γένει, όλο το ισόγειο με άκουσε κάνοντας τσιμουδιά αλλά... του κάκου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αποδεχτώ, σιχτιρίζοντας, την ήττα μου. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι εξακολουθούν να μου έρχονται ταχυδρομικώς ενημερώσεις για την πορεία των μετοχών «μου», αυτών δηλαδή που τελικά δεν αποφύγαμε να... χαρίσουμε στο ΧΑΑ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια