Ένας Ρώσος που προσέφερε κλεμμένα προγράμματα κυβερνοπολέμου και στοιχεία που εξέθεταν τον Ντόναλντ Τραμπ, απέσπασε 100.000 δολάρια πέρυσι, σύμφωνα δημοσίευμα των New York Times που επικαλούνται Αμερικανούς και ευρωπαίους αξιωματούχους.
Το λογισμικό για τη διεξαγωγή κυβερνοπολέμου ήταν γραμμένο από προγραμματιστές της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (National Security Agency, NSA) και τα χρήματα δόθηκαν από Αμερικανούς κατασκόπους στον Ρώσο «αγνώστων λοιπών στοιχείων», σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Βερολίνο, τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Τα 100.000 δολάρια ήταν μόνο η πρώτη δόση της συμφωνημένης αμοιβής, συνολικού ύψους 1 εκατομμυρίου δολαρίων, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους που μίλησαν, ανώνυμα, στην εφημερίδα.
Αντί όμως εκείνος να τους παραδώσει το λογισμικό, ο Ρώσος παρουσίασε στους Αμερικανούς ατεκμηρίωτο και «πιθανόν χαλκευμένο υλικό για τον Τραμπ» και άλλους, όπως στοιχεία τραπεζικών συναλλαγών, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και άλλα δεδομένα που υποτίθεται πως προέρχονταν από τις ρωσικές υπηρεσίες κατασκοπείας.
Ο Ρώσος, που οι Αμερικανοί υποπτεύονται ότι είχε σχέσεις με τις μυστικές υπηρεσίες της Μόσχας και ανατολικοευρωπαίους χάκερ, διαβεβαίωσε τους αγοραστές πως τα στοιχεία αυτά «έκαιγαν» τον Τραμπ, αποδεικνύοντας την εμπλοκή των Ρώσων στις αμερικανικές εκλογές του 2016.
Όμως Αμερικανοί ακύρωσαν αμέσως τη συμφωνία, χωρίς να πάρουν πίσω την προκαταβολή, καθώς ανησυχούσαν πως είχαν εμπλακεί σε μια ρωσική επιχείρηση με σκοπό να προκληθεί αναστάτωση στην αμερικανική κυβέρνηση.
Άλλωστε αρκετά στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ διαβεβαίωσαν την εφημερίδα ότι δεν «ενδιαφέρονταν» για τις πληροφορίες σε βάρος του Τραμπ αλλά για το κλεμμένο λογισμικό.
Η κλοπή του κυβερνο-όπλου της NSA αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για την υπηρεσία, που ήθελε να εξακριβώσει «τι ακριβώς είχε στην κατοχή του ο Ρώσος», σύμφωνα πάντα με τους NYT.
Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) απέφυγε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο όσον αφορά τη διαπραγμάτευση με τον Ρώσο, όταν ερωτήθηκε σχετικά από την εφημερίδα.
Η NSA, που κατασκεύασε το κυβερνο-όπλο που προσπαθούσαν να ανακτήσουν οι Αμερικανοί κατάσκοποι, περιορίστηκε να αναφέρει ότι «όλοι οι εργαζόμενοί της έχουν εφ' όρου ζωής υποχρέωση να μην αποκαλύπτουν διαβαθμισμένες πληροφορίες», συμπλήρωσε.