«Έχω πάντα ένα φτυάρι μαζί μου στο αυτοκίνητο στην περίπτωση που χρειαστεί να σκάψω για να βρω την Άντζι. Μ' αρέσει όταν καταφθάνει η άνοιξη, γιατί τον χειμώνα το χώμα είναι τόσο σκληρό που δεν μπορείς καν να μπήξεις το φτυάρι».
Ακούγονται ανατριχιαστικά τα λόγια αυτής της γυναίκας, όμως περιγράφουν σπαρακτικά την αναζήτηση του δολοφονημένου παιδιού της, της κόρης της, το σώμα της οποίας ψάχνει από το 2003.
Στο Μιζούρι, υψώνοντας τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες και κολλώντας παντού αφίσες με το μήνυμα "αγνοείται", ακριβώς όπως έκανε η Μίλντρεντ Χέιζ, ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας «Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι».
Όμως, η Marianne Asher-Chapman είναι υπαρκτό πρόσωπο και την 1η Νοεμβρίου του 2003 ενημερώθηκε ότι η 28χρονη κόρη της είχε εξαφανιστεί. Στο σπίτι της γινόταν παιδικό πάρτι για τα γενέθλια του εγγονού της, όμως, η Άντζι και ο άντρας της δεν εμφανίστηκαν.
Δυο ώρες αργότερα, ο γαμπρός της έφτασε στο σπίτι για να της πει ότι η κόρη της το είχε σκάσει με άλλον άντρα. Δεν τον πίστεψε ποτέ. Πέντε χρόνια μετά θα ομολογούσε ότι εκείνος την είχε σκοτώσει κατά τη διάρκεια ενός καβγά τους. Πέρασε 4 χρόνια στη φυλακή, χωρίς ποτέ να βρεθεί το σώμα της άτυχης γυναίκας.
Στην αστυνομία είπε ότι το τύλιξε σε ένα αδιάβροχο και το έθαψε κοντά σε μια λίμνη. Κανείς δεν τον πίστεψε. Το ίδιο είπε και στη μητέρα της, όταν τον επισκέφθηκε στη φυλακή για να τον ικετεύσει να της πει πού έθαψε το παιδί της, ώστε να το κηδέψει όπως του άξιζε.
Από τότε η Τσάπμαν ψάχνει. Δεν σταματά να αναζητά με φέιγ βολάν την κόρη της. Να τηλεφωνεί στην αστυνομία και να ρωτά για νεότερα. Να προσφέρει αμοιβή, να παρακαλά όποιον αντιλήφθηκε κάτι, να την καλέσει. Δεν σταματά να ταξιδεύει σκάβοντας. Δεν παραιτείται από την προσπάθεια, δεν το βάζει κάτω, δεν θα παραιτηθεί ποτέ, λέει.
Γιατί έτσι πρέπει...