Αφιερωμένο σε όσους νομίζουν ότι έχουν ταλέντο και δεν τους το αναγνωρίζουν τα κυκλώματα
Τα όνειρα μου αρχίζουν ήρεμα. Είμαι πιο μικρός και γυρίζω σπίτι με τα πόδια από το σχολείο και η μέρα είναι μουντή, τα σύννεφα γκρίζα και άσπρα και μερικά είναι μωβ. Μετά πιάνει βροχή κι εγώ να τρέχω. Αφού τρέχω για κάμποση ώρα, όπως μου φαίνεται, μες στη νεροποντή, ξαφνικά σκοντάφτω μες στη λάσπη και πέφτω χάμω φαρδύς πλατύς και όπως το χώμα είναι μουλιασμένο, αρχίζω να βυθίζομαι και η λάσπη μου μπουκώνει το στόμα κι εγώ αρχίζω να την καταπίνω κι ύστερα μου ανεβαίνει μέχρι τη μύτη, στο τέλος μου μπαίνει στα μάτια και ξυπνάω όταν έχω πιάσει κανονικά πάτο.
Αρχίζει να βρέχει στο LA. Διαβάζω για σπίτια που πέφτουν, που κατρακυλάνε στους λόφους νυχτιάτικα και μένω ξάγρυπνος όλη νύχτα, συνήθως τσιτωμένος από κόκα μέχρι νωρίς το πρωί, για να βεβαιωθώ ότι δεν θα πάθει τίποτα το σπίτι μας. Μετά βγαίνω μες στο υγρό, νοτισμένο πρωινό και παίρνω την εφημερίδα, διαβάζω την κινηματογραφική στήλη και προσπαθώ ν’ αγνοήσω τη βροχή
Δεν συμβαίνουν πολλά τις μέρες που βρέχει. Η μία μου αδερφή αγοράζει ψάρι και το βάζει στο τζακούζι και από τη ζέστη και το χλώριο ψοφάει. Παίρνω κάτι παράξενα τηλεφωνήματα. Τηλεφωνεί κάποιος, συνήθως αργά τη νύχτα, στον προσωπικό μου αριθμό, κι όταν σηκώνω το τηλέφωνο, το άτομο στην άλλη άκρη της γραμμής δεν λέει τίποτα επί τρία λεπτά. Μετράω το χρόνο. Μετά ακούω έναν αναστεναγμό και ο άλλος κλείνει. Τα φανάρια στη Σάνσετ έχουν πάθει βραχυκύκλωμα, οπότε ένα κίτρινο ανάβει σε μια διασταύρωση και μετά ένα πράσινο μένει αναμμένο για ένα-δύο δευτερόλεπτα, ύστερα ανάβει το κίτρινο, κι έπειτα το κόκκινο και το πράσινο ανάβουν ταυτόχρονα.
Παίρνω μήνυμα ότι πέρασε ο Τρεντ. Φορούσε ένα πολύ ακριβό κουστούμι, είπαν οι αδερφές μου, κι οδηγούσε τη Μερσεντές κάποιου. «Είναι ενός φίλου μου», τους είπε ο Τρεντ. Τους είπε επίσης να μου πούνε ότι ο Σκοτ την έπαθε από υπερβολική δόση. Ούτε που ξέρω ποιος είναι ο Σκοτ. Βρέχει συνέχεια. Κι εκείνη την νύχτα, αφού πήρα τρία από τα παράξενα σιωπηλά τηλεφωνήματα, σπάω ένα ποτήρι πετώντας το στον τοίχο. Κανείς δεν μπαίνει μέσα να δει από τι ήταν ο θόρυβος. Μετά μένω ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ξύπνιος, παίρνω είκοσι μιλιγκράμα βάλιουμ για να κατέβω από την κόκα αλλά δεν μου ‘ ρχεται ύπνος. Κλείνω το MTV κι ανοίγω το ράδιο, αλλά δεν πιάνει το σταθμό KNAC, οπότε κλείνω το ράδιο και στυλώνω το βλέμμα έξω, πέρα στο Βάλεϊ, κοιτάζω τον καμβά από φωσφορίζοντα φώτα και νέον που απλώνεται κάτω από τον μωβ ουρανό της νύχτας και στέκομαι, όρθιος, γυμνός, δίπλα στο παράθυρο, χαζεύοντας τα σύννεφα που περνάνε, μετά ξαπλώνω στο κρεβάτι και προσπαθώ να θυμηθώ πόσες μέρες πάνε που είμαι εδώ, σηκώνομαι κι αρχίζω να βηματίζω στο δωμάτιο, ανάβω κι άλλο τσιγάρο και τότε χτυπάει ξανά το τηλέφωνο. Έτσι είναι οι νύχτες όταν βρέχει.
Απόσπασμα από το «Λιγότερο από το Μηδέν» του Bret Easton Ellis που κυκλοφόρησε το 1985.Ο συγγραφέας έγραψε το βιβλίο σε ηλικία 19 ετών. Ο τίτλος του προέρχεται από ένα τραγούδι του Έλβις Κοστέλο. Το βιβλίο έγινε μπεστ-σελερ στην Αμερική και έκανε τρεις αλλεπάλληλες εκδόσεις στον πρώτο μήνα της κυκλοφορίας του.
Χαρακτηρίστηκε από πολλούς κριτικούς ως « Ο φύλακας στη σίκαλη» της δεκαετίας του ογδόντα.Στη πάνω φωτογραφία ο ανερχόμενος φωτογράφος Dash Snow. Βρέθηκε νεκρός στα 27 του από υπερβολική δόση ναρκωτικών τον Ιούλιο του 2009. «Ο Dash Snow είναι ένας ανερχόμενος downtown θρύλος, ένας graffiti writer που εξελίχθηκε σε καλλιτέχνη» έγραφε για αυτόν το περιοδικό New York δυο χρόνια πριν το θάνατο του.Ο Dash Snow είχε μεγαλώσει σε ένα πλούσιο σπίτι. Έφυγε από αυτό σε ηλικία 17 ετών.
σχόλια