[Από την Ειρήνη Χειρδάρη]
Ποτέ δεν πήγαινα τους εργένηδες. Αυτούς τους τύπους που μένουν μόνοι τους, τρώνε μόνοι τους μπροστά στην τηλεόραση, βλέπουν ταινίες στο home theater πάλι μόνοι τους. Παλιά δεν πήγαινα τους εργένηδες γιατί τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά του κόσμου είναι αυτά που σπαταλούν ενέργεια και έχουν προκαλέσει την υπερθέρμανση του πλανήτη. Τώρα είχα κι έναν επιπλέον λόγο να μην τους πάω. Ήμουν μία από αυτούς.
Έτρωγα ό,τι κι εκείνοι (μακαρόνια), κοιμόμουν όπως κι εκείνοι (στο κέντρο του κρεβατιού), σκεφτόμουν ό,τι κι εκείνοι (μαλακίες), έκανα ό,τι κι εκείνοι (ανούσια πράγματα). Εκείνη τη μέρα ξύπνησα πολύ αργά (από ξενύχτι), πήρα μια φίλη τηλέφωνο και μιλούσαμε ώρες, έφαγα καρμπονάρα για πρωινομεσημεριανοβραδινό μπροστά στην τηλεόραση, έβαλα πλυντήριο παρ' ότι δεν είχε γεμίσει ούτε ο μισός κάδος, έφτιαξα τα εσώρουχα σετάκια, πήγα να δουλέψω αλλά δεν μπορούσα, βγήκα έξω να περπατήσω. Βρήκα ένα κωλόμπαρο στου Ζωγράφου και χώθηκα μέσα. Ένα από αυτά τα τελευταία, τα άθλια, που για κάποιο διεστραμμένο λόγο πάντα εκεί καταλήγω. Ρωσίδες με ξανθά ξασμένα μαλλιά στην μπάρα, φρουτάκια στον πάνω όροφο, βαριά λαϊκά για μουσική υπόκρουση. Παρήγγειλα ουίσκι, παρόλο που ποτέ δεν πίνω αλκοόλ. Και τότε ήρθε εκείνος. Ο υπεύθυνος. Αποκαλούσε τις εργαζόμενες του μαγαζιού «καβλίτσες» κι η λέξη διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου και χτύπησε το νευρικό μου σύστημα. Γύρισα να του χυμήξω. «Άρης» με πρόλαβε, απλώνοντας το χέρι και με έκοψε πατόκορφα σαν καινούριο φρούτο. Φουσκωτός, με τραχύ δέρμα και καθώς μιλούσε έστριβε το στόμα από τη μια πλευρά. Υπεύθυνος το βράδυ στο μπαρ και πατωματζής το πρωί. Καθώς τον κοίταζα κι εγώ πατόκορφα σίγουρη ότι θα πέσω σε άσπρη κάλτσα, άρχισε να μου λέει την ιστορία της ζωής του, λες και με ενδιέφερε. «... Και με παίρνουν τηλέφωνο οι πελάτισσες και μου λένε με νόημα ( αλλάζει την φωνή του) "έλα Άααααρη, πότε θα μου το βααάλεις;". Και πάω με το βοηθό μου να βάλουμε το πάτωμα και η κυρία μας περιμένει με το νεγκλιζέ. Ο πιτσιρικάς δεν μπορεί να δουλέψει, παρθένος ακόμη». «Μαντάμ» της λέω, «πάτε μέσα στο δωμάτιο;». «Γιατιιιί;» ( ξαναλλάζει τη φωνή). «Γιατί μαντάμ μας έχει φτάσει μέχρι το σαγόνι».
«Μάλλον προσπαθείς να επικοινωνήσουμε» του λέω. «Μπορείς να κρατήσεις τη συζήτηση σε ένα επίπεδο;». «Ρε πούστη» φωνάζει εκείνος «με όλες τις περίεργες εγώ μπλέκω;». Με ρωτά τι δουλειά κάνω, του λέω. «Δηλαδή;» λέει εκείνος. Του λέω για ένα απ΄τα mail που έχω να απαντήσω. Για την Ελένη, που ο σημερινός της άντρας ζηλεύει τον πρώην της με τον οποίο έχουν μείνει φίλοι. «Φίλοι με τους πρώην; Αυτά είναι ανωμαλίες» λέει ο Άρης. Γιατί, κι εγώ με τον πρώην άντρα μου τρώμε μαζί κάθε φορά που έρχεται να πάρει τα γατιά - τα έχει εκείνος τα Σαββατοκύριακα. «Ρε Λούμπα» φωνάζει ο Άρης στην μπαργούμαν, «όλες οι ανώμαλες σε μένα;». «Καλά που δεν έκανες παιδιά με τον πρώην σου, κανείς δεν θα σε έπαιρνε» με κοιτά καχύποπτα. «Το σκέφτομαι να σου πω, να μείνω τώρα έγκυος απ΄τον πρώην μου» του λέω. «Ρε καβλίτσα» φωνάζει στη μπαργούμαν, «μια γυναίκα μπήκε στο μαγαζί κι αυτή είναι τρελή η καημένη. Τέλος πάντων» επιστρέφει σε μένα, «αυτή την Ελένη την αναγνώστριά σου... Φάτσα-κώλο έχεις δει;». Του ρίχνω βλέμμα απέχθειας και σιχαμάρας. Παρ' ότι τον μισώ -το ορκίζομαι ότι τον μισώ- μένω και κουβεντιάζω μαζί του όλο το βράδυ. Μου ανοίγει νέους ορίζοντες. Μπορεί και να έχει δίκιο, οι σχέσεις δεν είναι πολιτικά ορθές, μπορεί ο πραγματικός κόσμος να είναι ο κόσμος του Άρη. Από εκείνη τη μέρα θα γίνει το δεξί μου χέρι. Πατωματζής το πρωί, μπαρ το βράδυ κι ενδιάμεσα σύμβουλος γνωστής sex editor. Πρώην μπράβος, επίσης. «O Άρης είναι το πιο σκληρό καρύδι που κυκλοφορεί στην πόλη» λέει. «Δεν μετριούνται όσοι έχει δείρει. Αλλά όταν ο Άρης αγαπά, αγαπά σαν άντρας». Ανοίγει το πουκάμισό του και χτυπά το στήθος. Ένα τατού. «Μανούλα σ΄αγαπώ» κι από κάτω το πρόσωπο μιας γυναίκας. «Ποια είναι;» ρωτώ. «Η μανούλα μου» λέει με περηφάνεια. Τα ρέστα μου κι ένα ταξί να φύγω.
(συνεχίζεται)
σχόλια