Ο Ρόμπερτ Φρόστ είναι ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ποιητές του 20ου αιώνα και τιμήθηκε τέσσερις φορές με το βραβείο Πούλιτζερ. Σε ένα από τα πιο γνωστά του ποίηματα «Ο δρόμος που δεν πήρα», ο ποιητής στέκεται σε μια διχάλα και έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους.
Το ποίημα συχνά ερμηνεύεται ως ένας ύμνος στον ατομικισμό και την αντισυμβατικότητα, που φαινομενικά ενθαρρύνει τους αναγνώστες να ακολουθήσουν το δρόμο που έχει περπατηθεί λιγότερο. Αυτή η ερμηνεία έχει διαδοθεί μέσα από αμέτρητους στίχους τραγουδιών, στήλες εφημερίδων και ομιλίες αποφοίτησης. Όμως, ο Frost προειδοποιούσε τους ακροατές του: «Πρέπει να είστε προσεκτικοί. Είναι ένα ζόρικο ποίημα, πολύ ζόρικο».
Ακολουθεί σε μετάφραση Δάφνης Χρονοπούλου.
Σ' ένα κιτρινισμένο δάσος ήταν ένα σταυροδρόμι, και εγώ
Λυπόμουν που να πάρω και τους δυό τους δρόμους δε γινόταν,
Γιατί ένας ταξιδιώτης ήμουν, στάθηκα πολύ καιρό
Και κάτω κοίταζα τον ένα ως το μακρυνό
Σημείο που έγερνε και μέσα στα χαμόκλαδα χανόταν.
Ύστερα, δίκαια κι ωραία, πήρα, αποφασισμένος,
Τον άλλο δρόμο, κι ίσως να ήτανε και τυχερό
Μια κι ήτανε απάτητος, χορταριασμένος·
Αν και εκεί μπροστά μου ήτανε φθαρμένος·
Στην αρχή τους ήταν όμοιοι και οι δυό.
Όμοιοι απλώνονταν μπροστά μου εκείνο το πρωί
Στα φύλλα επάνω ούτε βήμα δε φαινόταν να' χει κάνει πίσω.
Ώ ! άφησα τον πρώτο για μια άλλη μέρα ! Επειδή
Όμως ήξερα πως ο ένας δρόμος σε άλλον οδηγεί
Αμφέβαλλα αν ποτέ μου θα μπορούσα να γυρίσω πίσω.
Σε κάποιο τόπο θα το λέω μετά από καιρό
Αναστενάζοντας χρόνια και χρόνια μετά:
Πως σ' ένα δάσος ήταν ένα σταυροδρόμι, κι εγώ –
Πήρα τον δρόμο τον λιγότερο πεπατημένο, κι αυτό
Έκανε όλη τη διαφορά.