Έχω έναν πολύτιμο φίλο, λεβεντάνθρωπο και έξω καρδιά. Κάποιοι θα τον έλεγαν και ιδιόρρυθμο. Εγώ όχι.
Έβγαλε το Βαρβάκειο, έβγαλε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο αλλά έκανε καριέρα ψαρά στη Βαρβάκειο Αγορά.
Δεν άντεχε να κλειστεί σε γραφείο.
Προτιμούσε να πουλάει ψάρια, να φωνάζει και να καλαμπουρίζει ελεύθερος.
Τον είχα γνωρίσει στον μακαρίτη Αντώνη Σουρούνη κι εκείνος τον λάτρεψε. Πήγαινε συχνά στην Αγορά να τον βρει κι έγραψε μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι στην παλιά ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ για χάρη του, με τίτλο «Μίμης ο ψαράς».
Στα χρόνια της τρέλας, μας έβλεπαν συνεχώς μαζί.
Κι ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης τον αποκαλούσε Κονσιλιέρε μου (από την ταινία «Νονός»).
Οι γυναίκες τον ερωτεύονται κι αυτός το ίδιο.
Όλες. Δεν μπορεί να πάει με γυναίκα αν δεν πείσει τον εαυτό του πως την έχει ερωτευτεί.
Πριν χρόνια ο Μίμης είχε την ατυχία να εμφανιστεί καρκίνος στο ένα νεφρό του. Τον πήγαμε όλοι παρέα στο νοσοκομείο, χειρουργήθηκε και μετά την επέμβαση τον περιμέναμε στο δωμάτιο.
Ήταν ακόμα ζαλισμένος από τη νάρκωση και ανέπνεε με μάσκα οξυγόνου.
Είχαμε μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του και σαν να μην ήταν αυτός εκεί, αναρωτιόμαστε φωναχτά μήπως του έβγαλαν το υγιές νεφρό αντί το άλλο.
Και ποιο ακόμα όργανο έπρεπε κανονικά να του αφαιρέσουν γι’ αυτά που είχε κάνει στη ζωή του.
Μετά υπολογίσαμε τα έξοδα της κηδείας του.
Είναι πολύ ψηλός και χρειάζεται μεγάλο φέρετρο. Αφού αναλύσαμε μερικά ακόμη τεχνικά θέματα, του είπαμε παρηγορητικά:
«Φίλε, μη σε νοιάζει τίποτα. Εδώ είμαστε εμείς. Θα σου κάνουμε κηδεία με τιμές πρωθυπουργού. Η φιλαρμονική μπροστά να παιανίζει και έξι μαύρα άλογα να σέρνουν τη νεκροφόρα».
Μας άκουγε με μισόκλειστα μάτια αλλά δεν άντεξε να μη μιλήσει.
Έβγαλε τη μάσκα οξυγόνου και λέει ψιθυριστά:
«Τα κηδειόχαρτα να τα κολλήσετε στην Πατησίων που γεννήθηκα, γιατί εκεί που μένω τώρα δε με ξέρει κανείς».
Εκείνα τα χρόνια καταδικάστηκα σε έξι μήνες φυλακή για τον ξυλοδαρμό ενός σεκιουριτά.
Είχε επαναληφθεί η ίδια ιστορία.
Σου επιτίθεται ένας νταής και επειδή δεν κάθεσαι παθητικά να τις φας, αυτός σου κάνει μήνυση ότι τον χτύπησες.
Ο Μίμης δεν ήταν παρών στο επεισόδιο ήταν όμως στο δικαστήριο. Καθόταν πίσω μου και με δούλευε, «τι σε πείραξε χριστιανέ μου, το παλικάρι;», «δεν είσαι καλός άνθρωπος» και τέτοια.
Την ώρα της απόφασης μπαίνει ανάμεσα σε μένα και την έδρα ένας πελώριος τύπος. Η κοιλάρα του κόντευε να ακουμπήσει στη μούρη μου.
«Είσαι ο Χαριτόπουλος;» μου λέει. «Ναι, μόνο κάνε πιο κει ν’ ακούσω τι λέει ο πρόεδρος».
«Χέσ’ τον αυτόν, εγώ καθαρίζω. Είμαι δικηγόρος κι αν δεν έχεις λεφτά για έφεση θα σου τα δώσω εγώ».
Μετά την απόφαση του δικαστήριου, αφού ήμουν καταδικασμένος έπρεπε να πάω στο απέναντι κτίριο να πληρώσω το παράβολο έφεσης με συνοδεία αστυνομικού.
Βγήκαμε μαζί στον περίβολο κι ο Μίμης έρχεται πίσω μας.
Τριβελίζει τον αστυφύλακα ότι δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Είμαι κρατούμενος και πρέπει να μου περάσει χειροπέδες.
«Είναι επικίνδυνος άνθρωπος» τον προειδοποιεί.
Ο αστυφύλακας προσπαθεί να απαλλαγεί. «Είναι επικίνδυνος, δεν τον ξέρεις, βαράει τον κόσμο», επιμένει ο Μίμης.
Εγώ γελάω κι ο αστυφύλακας αρχίζει να ψαρώνει.
Κάνει μια κίνηση και με πιάνει από το μπράτσο μην του φύγω. Τον μιμείται και ο Μίμης και με πιάνει αλα μπρατσέτα από την άλλη.
«Για να είμαστε σίγουροι», του λέει.
Με ανέβασαν κρατούμενο στα σκαλιά, πλήρωσα και ήμουν πια και τυπικά ελεύθερος. Ο αστυφύλακας πριν φύγει, δεν ξέχασε τον Μίμη και του λέει πολύ σοβαρά «Σας ευχαριστώ, κύριε».
«Έκανα το καθήκον μου», ο Μίμης το ίδιο σοβαρά.
σχόλια