Ο Γεώργιος Βιζυηνός είναι ο συγγραφέας που άνοιξε τον δρόμο προς τη γνήσια ελληνική διηγηματογραφία, χωρίς ανάλογο προηγούμενο, χωρίς δάνεια και κάποιο ιδιαίτερό πρότυπο, συνδυάζοντας εύστοχα την αλήθεια και τη γνησιότητα του βιωματικού στοιχείου με την αρτιότητα στην τεχνική σύνθεση των διηγημάτων του.
Τι είναι, όμως, εκείνο που κάνει τα κείμενά του να κρατούν τη φρεσκάδα τους μέσα στον χρόνο, να παραμένουν επίκαιρα, ενώ έχουν γραφτεί πολλά χρόνια πριν, να αποδίδονται στη δημοτική, να διασκευάζονται σε θεατρικά δρώμενα και κινηματογραφικές ταινίες, να επανεκδίδονται ακόμα και σήμερα που οι εκδοτικοί οίκοι είναι πολύ προσεκτικοί στις επιλογές τους;
Γιατί το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα –που πλέον δεν αποτελείται μόνο από Έλληνες− ασχολείται σταθερά με έναν συγγραφέα του 19ου αιώνα, ο οποίος μάλιστα επιλέγει ως γλωσσική έκφραση μια μορφή δύσκολη και απομακρυσμένη από τη σημερινή ομιλούμενη γλώσσα;
Με δεδομένο ότι ανάλογα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις κάθε εποχής δημιουργούνται και τα αντίστοιχα αναγνωστικά κοινά με σύγχρονους προβληματισμούς, κι επομένως το νόημα των παλιών κειμένων επανασυλλαμβάνεται, ο αναγνώστης της πολύπολιτισμικής κοινωνίας του σήμερα, μελετώντας εκ νέου τη ζωή του Βιζυηνού και την αλληλεπίδρασή της στο έργο του –αφού, όπως έχει πολύ σωστά υποστηριχτεί από την κριτική, «η μελέτη του Βιζυηνού προχωρεί από τη βιογραφία προς το έργο του»−, μοιραία οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η ζωή και το έργο του εν λόγω συγγραφέα χαρακτηρίζονται από ετερότητα.
Είναι εκπληκτικό για την εποχή του και εξαιρετικά επίκαιρο για σήμερα πώς ο Βιζυηνός, υπερβαίνοντας τις προκαταλήψεις και προβάλλοντας την αρετή του Τούρκου Σελήμ, καταρρίπτει τα στερεότυπα του «ομοεθνούς φίλου» και του «αλλοεθνούς εχθρού».
Και η ετερότητα αυτή είναι έκδηλη παντού: στον ίδιο του τον πολυτάραχο βίο, στις επιρροές-επιδράσεις που δέχτηκε, στην τεχνική των διηγημάτων του, στον τόπο και τους χαρακτήρες των κειμένων του, στη γλωσσική του επιλογή, αλλά κυρίως στο σύστημα των διαπολιτισμικών αξιών και ιδεών που εκπέμπεται μέσα από το πρωτοποριακό του έργο.
Είναι, λοιπόν, αυτή ακριβώς η ετερότητα που τον καθιστά μια προσωπικότητα άκρως γοητευτική κι ελκυστική, δίνοντάς του διαχρονικό νόημα και αξία∙ μια προσωπικότητα διαφορετική, εκκεντρική, πολυσχιδή, η οποία συγκροτήθηκε από μια ζωή γεμάτη περιπέτειες και αντιξοότητες, αλλά παράλληλα γεμάτη πολυπολιτισμικά ακούσματα και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Και το πρωτοποριακό του έργο δεν αποτελεί παρά ένα αυθεντικό καθρέφτισμα όλων των παραπάνω.
Η διαφορετικότητά του συγκροτείται ήδη από τη γενέτειρά του, τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης –το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης−, μια γενέτειρα κάθε άλλο παρά μονοπολιτισμική, αφού συνυπάρχουν χριστιανοί και μουσουλμάνοι και βρίσκεται σε οθωμανικό έδαφος.
Εν συνεχεία, ενισχύεται από τις οικογενειακές του τραγωδίες (ορφάνεψε νωρίς και όλα τα πρόσωπα της οικογένειάς του –συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου− βρήκαν τραγικό θάνατο), τα ταξίδια του (έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό, όπου κυρίως υλοποιείται η απήχηση του έργου του), την ποικιλία των ενασχολήσεών του (δεν ασχολήθηκε μόνο με την ποίηση και τη διηγηματογραφία αλλά με ποικίλους κλάδους του επιστητού), τους ασυνήθιστους και παράφορους έρωτές του (ο τελευταίος για τη δεκατετράχρονη περίπου Μπετίνα Φραβασίλη, με την οποία είχε περίπου 27 χρόνια διαφορά ηλικίας, επιδεινώνει την κατάσταση της υγείας του, με τελική κατάληξη τον εγκλεισμό του στο φρενοκομείο).
Παράλληλα, είναι γεγονός ότι με την παράξενη εξωτερική του εμφάνιση (ανατολίτης, φυσιογνωμία μικροσκοπική, με λοξά μάτια, κατάμαυρα φρύδια, εξογκωμένα ζυγωματικά, ενοχλητική φωνή και τρόπο απαγγελίας) ξένιζε το αθηναϊκό κοινό, με αποτέλεσμα να εισπράττει αρνητικά σχόλια.
Σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο της αλληλεξάρτησης και του αλληλοπροσδιορισμού της ζωής και του έργου του, πρώτη ύλη για τα διηγήματά του στάθηκαν η γεμάτη απρόοπτες εξελίξεις και μεταστροφές της τύχης ατομική του ζωή και η οικογενειακή του τραγωδία, με ήρωες τον εαυτό του, πρόσωπα του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, αλλά και πρόσωπα που τον συγκίνησαν και τον ενέπνευσαν, όπως η παράδοξη μορφή του Μοσκώβ-Σελήμ.
Ειδικότερα, η μάνα και ο παππούς γίνονται σύμβολα, της αντίξοης πραγματικότητας και του ονείρου, της διαφυγής από την πραγματικότητα, αντιστοίχως.
Γενικά, όπως έχει εύστοχα υποστηριχθεί, τα περισσότερα πρόσωπα στο έργο του Βιζυηνού «μοιάζουν να κινούνται σε μια πραγματικότητα ή μια διάστασή της, η οποία αποδεικνύεται ότι δεν συμπίπτει με την υπαρκτή διάσταση της πραγματικότητας».
Επομένως, οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες του Βιζυηνού είναι πρόσωπα υπαρκτά, και ως εκ τούτου ο συγγραφέας δεν μπορεί παρά να κατέχεται από διακριτική συμπάθεια προς αυτά, η οποία πολλές φορές αγγίζει τα όρια της ταύτισης.
Οι χαρακτήρες του, εύθραυστοι, αμφίσημοι και επιρρεπείς στη διάψευση και τη ματαίωση, μοιάζουν να συνδέονται με μια κοινότητα, ως προς τη μοίρα με τον δημιουργό τους, ο οποίος εικάζουμε ότι θα οδηγήθηκε πολλές φορές στη διαπραγμάτευση των δικών του ταυτοτήτων, κάτι το οποίο κατά κόρον συμβαίνει στους ήρωές του, όπως στην περίπτωση του Σελήμ ή του παππού.
Και βέβαια οι χαρακτήρες του Βιζυηνού είναι προικισμένοι με την ατομικότητά τους, την οποία όμως υπερβαίνουν και γίνονται εν τέλει σύμβολα οικουμενικά, πανανθρώπινα, προβάλλοντας την τραγική μοίρα των ανθρώπων ανεξαρτήτως εθνικότητας, θρησκείας, φύλου ή οποιασδήποτε άλλης προκατάληψης.
Ως τέτοια καθολικά σύμβολα αντιμετωπίζονται, τόσο από τον συγγραφέα όσο και από το σημερινό αναγνώστη που εύκολα αναγνωρίζει, μέσα από την παρατήρησή τους, εικόνες του «εαυτού» και του «άλλου» και αναζητά τα δικά του σημεία ταύτισης αλλά και διαφοροποίησης με τον συγγραφέα και τους ανθρώπους του.
Με μια τέτοια ανάγνωση του έργου του Βιζυηνού η λογοτεχνία λειτουργεί ως πεδίο διαπραγμάτευσης και επαναπροσδιορισμού των ταυτοτήτων και συνάμα ως αγωγός μετάγγισης οικουμενικών αρχών και αξιών.
Μέσα από αυτό αμέσως αντλεί κανείς μια πληθώρα διαπολιτισμικών ιδεών και αξιών και αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για ένα έργο καθαρά ανθρωποκεντρικό, όπου διακρίσεις και προκαταλήψεις δεν υφίστανται. Ακόμα και η ελαφριά ειρωνεία υπάρχει διακριτική και έρχεται για να τονίσει, με την αντίθεσή της, τα δραματικά στοιχεία.
Πέρα από αυτό όμως, είναι γεγονός ότι με τα διηγήματά του ο Βιζυηνός κατορθώνει για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα κάτι μοναδικό: την υπέρβαση των ορίων σε τρεις περιοχές, για τις οποίες η παραβίασή τους ήταν από δύσκολη ως αδιανόητη. Οι περιοχές αυτές είναι η εθνικότητα, η θρησκεία και το φύλο.
Σε ό,τι αφορά την εθνικότητα η υπέρβαση επιχειρείται ιδιαίτερα στο διήγημα «Μοσκώβ-Σελήμ», στην περίπτωση της θρησκείας, στο διήγημα «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» και στην περίπτωση του φύλου, στα διηγήματα «Μοσκώβ-Σελήμ» και «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον».
Ιδιαιτέρως, το διήγημα «Μοσκωβ-Σελήμ» −το οποίο θεωρείται από την κριτική το καλύτερο διήγημα του Βιζυηνού, γιατί παρουσιάζει αρτιότητα στη διάρθρωση και την τεχνική και ολοκληρωμένη σκιαγράφηση του κεντρικού χαρακτήρα− είναι, κατά την άποψή μου, εκείνο με το οποίο κατορθώνει να επικαιροποιήσει ζητήματα ιστορικών, ατομικών και κοινωνικών αξιών, αρχών και κανόνων που διέπουν τη συμβίωση και τη συνεργασία των ανθρώπων, μέσα σ' έναν κόσμο όπου η ποικιλία και η διαφορετικότητα αποτελούν πλέον τον κανόνα και όχι την εξαίρεση.
Όσο ζούσε ο Βιζυηνός δεν δημοσίευσε ποτέ αυτό το διήγημα ούτε μίλησε σε κανέναν σχετικά με αυτό, πιθανότατα από φόβο μήπως προκαλέσει τη βδελυγμία των φανατικών, τόσο του έθνους όσο και του φύλου.
Στο διήγημα αυτό η ετερότητα σηματοδοτείται ήδη από τον τίτλο του, όπου το παράδοξο όνομα του ήρωα είναι δηλωτικό δύο διαφορετικών εθνικοτήτων, το Μοσκώβ της ρωσικής και το Σελήμ της τουρκικής. Ζει στην «Καϊνάρτζα», περιοχή της Θράκης που θυμίζει ρωσικές στέπες, ο οικίσκος του προσιδιάζει σε κατοικία Ρώσων χωρικών, ενώ η παραδοξότητά του ολοκληρώνεται και με την ίδια του την αμφίεση (συνδυάζει κοζάκικες μπότες και τούρκικο φέσι). Ιστορικό πλαίσιο: τέλη του 19ου αιώνα στα πολύπαθα Βαλκάνια ως τη Ρωσία, μέσα από μια αυτοβιογραφική κατάθεση στοιχείων και βιωματική καταγραφή ιστορικών γεγονότων και πολεμικών συγκρούσεων, υπό το βλέμμα ενός «παραδοσιακού εχθρού» των Ελλήνων, ο οποίος συγκίνησε τον συγγραφέα-μορφωμένο αφηγητή και αναλαμβάνει να διηγηθεί την ιστορία του.
Κάποια στιγμή μάλιστα η σκυτάλη της αφήγησης περνά ανεπαίσθητα από τον συγγραφέα στον ήρωα, μέχρι το τέλος περίπου του διηγήματος. Η ταλαίπωρη ζωή του Σελήμ κινείται σε μια διαρκή διαπραγμάτευση σε ό,τι αφορά το θέμα της εθνικότητας και κλείνει με τον θάνατό του και την απόφασή του να διατηρήσει τελικά την εθνική του ταυτότητα, παρά τα φιλορωσικά του αισθήματα και τις διαρκείς απογοητεύσεις που δέχτηκε από τους ομοεθνείς του.
Ο «Μοσκώβ-Σελήμ» είναι ίσως το μοναδικό κείμενο στο μάθημα της Λογοτεχνίας στην ελληνική εκπαίδευση, στο οποίο θίγεται το θέμα του κοινωνικού προσδιορισμού του φύλου και παράλληλα γίνεται μια ουδέτερη αναφορά στη θηλυπρέπεια.
Είναι, επομένως, εκπληκτικό για την εποχή του και εξαιρετικά επίκαιρο για σήμερα πώς ο Βιζυηνός, υπερβαίνοντας τις προκαταλήψεις και προβάλλοντας την αρετή του Τούρκου Σελήμ, καταρρίπτει τα στερεότυπα του «ομοεθνούς φίλου» και του «αλλοεθνούς εχθρού», και ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται ότι η κοσμική τάξη δεν διασαλεύεται από την ετερότητα του Σελήμ και κατ' επέκταση από την ετερότητα του κάθε ανθρώπου.
Τοποθετώντας το διήγημα σε έναν ενδιάμεσο χώρο, που δεν είναι ούτε Ανατολή ούτε Δύση, και περιγράφοντας όλα τα δεινά του ρωσοτουρκικού πολέμου, που είναι κοινά σε κάθε πόλεμο (ανθρώπινες θυσίες, αιχμαλωσίες, ξεριζωμοί, προσφυγιές, μετακινήσεις πληθυσμών, πείνες, αρρώστιες), μοιάζει σαν να διεισδύει μέσα από τον πόνο των ομοεθνών και των «εχθρών» του στον παγκόσμιο πόνο που προκύπτει από τις συγκρούσεις, τις διαιρέσεις και τις κρατικές πολιτικές, δίνοντας παράλληλα μαθήματα φιλειρηνισμού και ανθρωπιάς.
Επιπλέον, στο πλαίσιο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος που κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο φύλο και το γένος εξετάζοντας τις συνέπειες που έχει η διάσταση αυτή στους χαρακτήρες των ηρώων των δύο τελευταίων διηγημάτων του, στις περιπτώσεις του Σελήμ και του παππού από το «Μόνον της ζωής του ταξείδιον».
Μάλιστα, ο «Μοσκώβ-Σελήμ» είναι ίσως το μοναδικό κείμενο στο μάθημα της Λογοτεχνίας στην ελληνική εκπαίδευση, στο οποίο θίγεται το θέμα του κοινωνικού προσδιορισμού του φύλου και παράλληλα γίνεται μια ουδέτερη αναφορά στη θηλυπρέπεια, με τον Σελήμ που «δεν ήξευρε να περπατεί σαν αγόρι», αφού μέχρι 12 ετών ανατρέφεται ως κορίτσι, γεγονός που δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα της φύσης ή έμφυτη ροπή του χαρακτήρα του αλλά αποτέλεσμα πειθαναγκασμού.
Ο πατέρας του τον απορρίπτει λόγω της θηλυκής του εμφάνισης και αφιερώνει όλη του τη ζωή στην προσπάθειά του να αποκτήσει μια ταυτότητα γένους συμβατή με το φύλο του μέσα από την επίδειξη του ανδρισμού του στο πεδίο των μαχών.
Η διάσταση φύλου – γένους και οι συνέπειές της σχολιάζονται και στο «Μόνον της ζωής του ταξείδιον». Ο συγγραφέας μοιάζει να επιμένει σ' αυτό το θέμα, γεγονός που οδηγεί αρκετούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι μάλλον αποτελεί προσωπική του εμπειρία, στην οποία πολύ έμμεσα, δοκιμαστικά και συγκρατημένα επιχείρησε να αναφερθεί.
Στην περιγραφή του παππού συνυπάρχουν δύο αντιφατικές όψεις, μια ανδρική εμφάνιση και μια γυναικεία απασχόληση με ένα εργόχειρο: το πλέξιμο μιας κάλτσας και μάλιστα της γιαγιάς.
Όπως εξομολογείται ο παππούς στον εγγονό του, μέχρι δέκα ετών ανατράφηκε ως κορίτσι, του επιβλήθηκε δηλαδή ένα γένος διαφορετικό από το φύλο του, γεγονός το οποίο ο ίδιος δικαιολογεί με την αναφορά του στην τούρκικη συνήθεια του παιδομαζώματος. Όμως, ο θεσμός των γενίτσαρων είχε καταργηθεί στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Δ΄(1632), πριν γεννηθεί ο παππούς.
Κατά συνέπεια σκόπιμα ο συγγραφέας παρουσιάζει τον παππού να δίνει μια εξήγηση η οποία δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια. Ενώ λοιπόν ο παππούς έως 10 ετών βαφτίζεται, ντύνεται, εμφανίζεται, ανατρέφεται ως κορίτσι, κατόπιν του επιβάλλεται για δεύτερη φορά ένα γένος διαφορετικό από εκείνο που μέχρι τότε είχε αποδεχτεί.
Με βίαιο τρόπο η Γεωργιά γίνεται Γεώργης και παντρεύεται τη γιαγιά Χρουσή. Ως φυσικό επακόλουθο, μεταξύ τους διαμορφώνεται μια σχέση κατά την οποία ο καθένας παίζει έναν ως προς το γένος ρόλο διαφορετικό από εκείνον που επιβάλλει το φύλο του. Μέσα από την περιγραφή του παππού η γιαγιά παρουσιάζεται μια φιγούρα στερητική, καταπιεστική, απαγορευτική, φαλλική.
Εκτός από τα δύο τελευταία έργα του, το θέμα της διάστασης του φύλου – γένους απασχολεί τον συγγραφέα με λανθάνοντα τρόπο και στα υπόλοιπα διηγήματα, αφήνοντας να διαφανούν κάποιες καταβολές της ψυχικής ιδιοσυστασίας του, αφού και στη δική του περίπτωση και η μάνα και ο πατέρας του τον ήθελαν κορίτσι, γιατί πριν από τη γέννησή του η μητέρα του είχε σκοτώσει άθελά της στον ύπνο της με το σώμα της την κόρη που είχε αποκτήσει, γεγονός που αποτελεί το θέμα στο «Αμάρτημα της μητρός μου», με το οποίο καθιερώνεται στην ελληνική πεζογραφία.
Έτσι λοιπόν, σήμερα, 122 χρόνια μετά το θάνατό του, το μερικό και ατομικό βίωμα του Βιζυηνού και των ανθρώπων του συγκινεί δίνοντας μαθήματα κοσμοπολιτισμού. Ένας παλιός συγγραφέας, πρωτοποριακός έως αιρετικός για την εποχή του, συντελεί στην ανάδειξη της Λογοτεχνίας ως πεδίου διαπραγμάτευσης και επαναπροσδιορισμού των ταυτοτήτων, πυροδοτώντας μια εκ νέου ανάγνωση του έργου του, η οποία με φόντο την ετερότητα μεταγγίζει ήθος και ανθρωπιά.
*Η Εμμανουέλα Διακοσάββα είναι φιλόλογος, καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Βασική βιβλιογραφία
Αθανασόπουλος Β. 1992. Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού. Αθήνα: Καρδαμίτσας.
Βιζυηνός Γ. Μ. 1991. Τα διηγήματα. Αθανασόπουλος Β. & Σαχίνης Α. (επιμ.). Αθήνα: Ίδρυμα Κώστα & Ελένης Ουράνη.
Διακοσάββα Εμ. 2008. Λογοτεχνία και ετερότητα: Ο Βιζυηνός υπό το πρίσμα της πολυπολιτιμικότητας. Σχέδιο μαθήματος στον «Μοσκώβ-Σελήμ». (αδημοσίευτη διπλωματική εργασία). Αθήνα: ΕΚΠΑ
σχόλια