Ο Μπεκενμπάουερ είναι ίσως ο πιο αντιστάρ από όλους τους (πολύ) μεγάλους του ποδοσφαίρου. Για την ακρίβεια, η πιο κοντινή του στιγμή σε σταριλίκι ήταν όταν «συμμετείχε» στο γνωστό σκετσάκι των Μόντι Πάιθον. Και το εύλογο ερώτημα είναι γιατί αυτός ο παιχταράς και απίστευτα πετυχημένος ποδοσφαιράνθρωπος δεν είχε τη λάμψη ενός σταρ.
Καταρχάς, γιατί ήταν αμυντικός. Ξεκίνησε ως μέσος, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του το πέρασε ως σέντερ μπακ. Και ο συντονισμός της άμυνας ή τα τάκλιν συγκινούν λιγότερο από την ντρίπλα ή το θεματικό γκολ.
Δεύτερον, δεν είχε την εξωτερική εμφάνιση ενός σταρ. Τη γοητεία του Μπεστ ή τη χολιγουντιανή αύρα του Μπέκαμ. Δεν είχε καν την καρτουνίστικη φάτσα του Ροναλντίνιο ή το αντισυμβατικό, εκ γενετής τσαμπουκαλεμένο σουλούπι του Μαραντόνα. Ο Φραντς έμοιαζε περισσότερο με προϊστάμενο εφορίας.
Τρίτον, είναι Γερμανός. Και παρά την καλή πρόθεση να αποφύγουμε τα στερεότυπα, οι Γερμανοί που έχουν σπάσει τα κοντέρ γοητείας διεθνώς, δικαίως η αδίκως, δεν είναι και τόσο πολλοί. (Όποιος διαφωνεί παρακαλείται απλώς να παραθέσει τη σχετική λίστα και η παράγραφος αυτή θα αυτοκαταστραφεί).
Δεν είχε την εξωτερική εμφάνιση ενός σταρ. Τη γοητεία του Μπεστ ή τη χολιγουντιανή αύρα του Μπέκαμ. Δεν είχε καν την καρτουνίστικη φάτσα του Ροναλντίνιο ή το αντισυμβατικό, εκ γενετής τσαμπουκαλεμένο σουλούπι του Μαραντόνα. Ο Φραντς έμοιαζε περισσότερο με προϊστάμενο εφορίας.
Ο Μπεκενμπάουερ γεννήθηκε μέσα στα ερείπια του βομβαρδισμένου Μονάχου στις 11 Σεπτεμβρίου 1945, τέσσερις μόλις μήνες μετά τη λήξη του πολέμου. Ο πατέρας του ήταν ταχυδρόμος, σιχαινόταν το ποδόσφαιρο και προσπαθούσε να τον αποτρέψει. Ο νεαρός Φράντς όμως, που είχε ήδη αποφασίσει να γίνει ποδοσφαριστής, προπονούνταν με σουτ στον τοίχο, για τον οποίο έλεγε ότι είναι «ο πιο τίμιος συμπαίκτης».
Το πόσο καθοριστικός ήταν ο Μπεκενμπάουερ φάνηκε από νωρίς. Όταν η μεταγραφή του από την κυρίαρχη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60 ομάδα Μόναχο 1860 στην ασήμαντη έως τότε Μπάγερν Μονάχου άλλαξε την ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου.
Σε μια προπόνηση της Μόναχο 1860 ένας συμπαίκτης του τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο Μπεκενμπάουερ ζήτησε από τον προπονητή να τον τιμωρήσει, ο προπονητής αδιαφόρησε και ο νεαρός Φραντς αποχώρησε εξοργισμένος από την ομάδα, επιλέγοντας να πάει στην ταπεινή έως τότε «συμπολίτισσα».
Με τον Μπεκενμπάουερ αδιαφιλονίκητο ηγέτη, η Μπάγερν κυριάρχησε αρχικά στη Γερμανία και στη συνέχεια κατέκτησε τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών.
Εξίσου καθοριστικός ήταν, όμως, και για την Εθνική Γερμανίας. Το 1966 έφτασε μαζί της στον τελικό, όπου έχασε από τη γηπεδούχο Αγγλία στην παράταση.
Το 1970 συγκλόνισε όλο τον πλανήτη όταν έπαιξε σχεδόν όλο το ματς του ημιτελικού με την Ιταλία (η οποία νίκησε με 4-3) με βγαλμένο ώμο, αρνούμενος να αποχωρήσει από το γήπεδο. Ο ώμος βγήκε. Αυτός από το γήπεδο, όχι.
Αυτό όμως που απέτυχε το '66 και το '70, το κατέκτησε το '74 στην πατρίδα του. Σε εκείνο το Μουντιάλ ο Μπεκενμπάουερ ξεκίνησε ως ο σταρ της ομάδας μέσα στο γήπεδο και κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης εξελίχθηκε στον ηγέτη της σε όλα τα επίπεδα.
Το τουρνουά εκείνο ξεκίνησε με τους χειρότερους δυνατούς οιωνούς για την τότε Δυτική Γερμανία, η οποία στην πρεμιέρα ηττήθηκε 1-0 από την Aνατολική.
Ο προπονητής της ομάδας Χέλμουτ Σεν, γεννημένος στη Δρέσδη, η οποία μετά τη διαίρεση της χώρας είχε περάσει στη (Ανατολική) Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR), ήθελε το ματς όσο τίποτα. Όταν το έχασε, έπεσε σε κατάθλιψη, κλείστηκε στο δωμάτιό του και φαινόταν ανήμπορος να αντιδράσει.
Στη συνέντευξη Τύπου της μεθεπόμενης μέρας άργησε να εμφανιστεί, αλλά, λίγο πριν αυτή ακυρωθεί λόγω απουσίας του προπονητή, ανέλαβε δράση ο Μπεκενμπάουερ.
Πήρε το μικρόφωνο και προανήγγειλε αλλαγές στη σύνθεση, ανέλαβε ουσιαστικά μαζί με τους δικούς στην ομάδα την ευθύνη των αποφάσεων.
Στα υπόλοιπα ματς ο Σεν απλώς καθόταν στον πάγκο. Το πραγματικό αφεντικό της ομάδας ήταν ο κύριος με το Νο5 στην πλάτη. Η Δυτική Γερμανία έφτασε στον τελικό, όπου κέρδισε τη μεγάλη Ολλανδία του Γιόχαν Κρόιφ, παρά το ότι δέχτηκε γκολ πριν καν συμπληρωθεί το πρώτο λεπτό.
Το 1990 ο Μπεκενμπάουερ ήταν ο προπονητής της Γερμανίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ιταλία. Ήταν ηγέτης της τη στιγμή της υπέρτατης εθνικής εφορίας λόγω της επανένωσης της χώρας. Ο δεύτερος άνθρωπος που κατέκτησε Παγκόσμιο Κύπελλο ως παίκτης και ως προπονητής, μετά τον Βραζιλιάνο Μάριο Ζαγκάλο.
Έχοντας συμμετάσχει με τα εθνικά χρώματα σε τέσσερις τελικούς, σε δύο ως παίκτης και σε δύο ως προπονητής (καθώς είχε προηγηθεί ο χαμένος τελικός του 1986 από την Αργεντινή του Μαραντόνα), αποσύρθηκε από το αγωνιστικό τμήμα της Εθνικής για να επανέλθει μερικά χρόνια αργότερα ως παράγοντας, «κερδίζοντας» ένα ακόμα Μουντιάλ.
Με αυτόν ως επικεφαλής της επιτροπής διεκδίκησης, η Γερμανία ανέλαβε τη διοργάνωση του Μουντιάλ 2006, «κλέβοντάς» την κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από τη Νότιο Αφρική σε μια διαδικασία, βέβαια, που άφησε πίσω της πολλές σκιές και οδήγησε σε έρευνα τόσο της ΦΙΦΑ όσο και των ελβετικών δικαστικών Αρχών.
Στη συνέχεια, με αυτόν επικεφαλής της οργανωτικής επιτροπής του Μουντιάλ η Γερμανία διοργάνωσε ένα από τα πιο πετυχημένα Παγκόσμια Κύπελλα της Ιστορίας, με χιλιάδες επισκέπτες που γέμισαν τα στάδια και τις πόλεις της Γερμανίας, μετατρέποντας όλη τη χώρα σε ένα τεράστιο πάρτι. Και με μια εθνική ομάδα γεμάτη παιδιά μεταναστών, δείχνοντας ότι η χώρα είχε ξορκίσει σκοτεινές στιγμές του παρελθόντος.
Αυτός είναι ο Φραντς Μπεκενμπάουερ. Δεν έγινε τατουάζ στο μπράτσο ποδοσφαιρόφιλων, όπως ο Ντιέγκο. Δεν γράφτηκαν αμετρητες ιστορίες για τους τσακωμούς, τα τσιτάτα, τη φιλοσοφία του, όπως για τον Κρόιφ.
Δεν γινόταν πανζουρλισμός στις δημόσιες εμφανίσεις του, όπως σε αυτές του Μπεστ, του Μπέκαμ ή του Ρονάλντο. Κανένας, όμως, δεν υπήρξε τόσο καθοριστικός για το ποδόσφαιρο της πατρίδας του όσο εκείνος.
Η πιο κοντινή του στιγμή σε σταριλίκι ήταν όταν «συμμετείχε» στο γνωστό σκετσάκι των Μόντι Πάιθον.
Η μπάλα πάνω σε ένα ποτήρι μπίρας. Η Γερμανία σε μία εικόνα.