Η Βραζιλία προχωράει και συνεχίζει έτσι την παράδοση που τη θέλει να μένει στη διοργάνωση όταν οι άλλοι αποχωρούν. Από όλους τους παγκόσμιους πρωταθλητές της τελευταίας εικοσαετίας, η Βραζιλία είναι η μόνη που γλίτωσε από την σχετική κατάρα σε αντίθεση με την Γαλλία το 2002, την Ιταλία το 2010, την Ισπανία το 2014 και τη Γερμανία φέτος.
Η πρόκρισή της ήταν άνετη. Πατάει καλά στο γήπεδο, έχει τον Κοουτίνιο σε μεγάλα κέφια και δείχνει σοβαρότητα σε όλα τα επίπεδα. Όλα αυτά έχουν τη σφραγίδα του Τιτέ, αυτού του κομψού γκριζομάλλη κυρίου που συγκεντρώνεται πριν τον αγώνα κλωτσώντας ένα τόπι, ο οποίος παρέλαβε ένα ερείπιο από τους δυο προκατόχους του.
Μια ομάδα ρημαγμένη από την τραγωδία του 7-1 από τη Γερμανία, που ταλαιπωρήθηκε στα χέρια του Ντούνγκα και απέτυχε στα δυο Κόπα Αμέρικα (2015, 2016). Ο Τιτέ μάζεψε τα κομμάτια του Τιάγο Σίλβα, έκανε άνθρωπο τον Γκαμπριέλ Ζεσούς, έσπασε τα κοντέρ στα προκριματικά, όπου η Βραζιλία πέρασε «τρένο», την αναμόρφωσε, άλλαξε την ψυχολογία της και να που θεωρείται πλέον το μεγάλο φαβορί.
Ο Σαλντάνια λάτρευε τη μπόσα-νόβα, την πολιτική και τα κορίτσια. Έπαιξε ποδόσφαιρο στην Μποταφόγκο αλλά προτιμούσε να παίζει ξυπόλητος στην άμμο: «Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο παίζεται πάντα με μουσική». Ξάδερφός του, ο μεγάλος Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ, ο συνθέτης του «Garota de Ipanema»
Ο Σέσαρ Λουίς Μενότι δεν φοβάται τις υπερβολές: «Αυτή η ομάδα μού θυμίζει τη Βραζιλία του '70». Είπαμε, υπερβολές. Μιλάει για μία από τις ωραιότερες ομάδες που πέρασαν από τα παγκόσμια γήπεδα στο καλύτερο, ίσως, Μουντιάλ, τουλάχιστον στις αναμνήσεις των νοσταλγικών, είτε πρόλαβαν να το δουν είτε όχι.
Κι εκείνη η ομάδα, η Βραζιλία του 1970, με Πελέ, Ριβελίνο, Ζαϊρζίνιο, Ζέρσον, Τοστάο, με όλο το ταλέντο της, χρωστούσε πολλά σε έναν προπονητή. Μόνο που για πολλούς αυτός δεν ήταν ο Μάριο Ζαγκάλο, ο προπονητής της, αλλά ο προκατόχός του, ο μυθικός Ζοάο Σαλντάνια.
Ο Σαλντάνια λάτρευε τη μπόσα-νόβα, την πολιτική και τα κορίτσια. Έπαιξε ποδόσφαιρο στην Μποταφόγκο αλλά προτιμούσε να παίζει ξυπόλητος στην άμμο: «Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο παίζεται πάντα με μουσική». Ξάδερφός του, ο μεγάλος Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ, ο συνθέτης του «Garota de Ipanema».
Διανοούμενος, γιος καλής οικογένειας, γίνεται μαρξιστής στο πανεπιστήμιο και ζει διπλή ζωή, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα στο οποίο οργανώνεται βρίσκεται σε καθεστώς παρανομίας. Πηγαίνει στο Παρίσι για σπουδές ιστορίας αλλά αφιερώνεται στη δημοσιογραφία.
Ο ίδιος, ελαφρά μυθομανής, υποστηρίζει ότι βρέθηκε στην απόβαση στη Νορμανδία, ακόμη κι ότι συμμετείχε στη Μεγάλη Πορεία του Μάο –ένας φίλος του θα πει «Ναι, συμμετείχε αλλά πήγαινε τόσο αργά που ο Μάο του είπε να πάρει τα πόδια του αλλιώς δεν θα έφταναν ποτέ!».
Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι γυρίζει όλη την μεταπολεμική Ευρώπη, κυρίως την Ανατολική, στέλνει ανταποκρίσεις για τα φριχτά σημάδια που άφησε ο πόλεμος και βλέπει μπάλα, πολλή μπάλα.
Γυρίζει στη Βραζιλία, σε ένα καθεστώς σχετικής ελευθερίας υπό τον Κούμπιτσεκ, δημοσιογραφεί σε μια αριστερή εφημερίδα ενώ κάνει τα πρώτα του βήματα ως προπονητής. Το 1957, έρχεται ο θρίαμβος: αναλαμβάνει την Μποταφόγκο.
Εκεί θα δείξει ότι οι πολλές ζωές που κατάφερε να ζήσει τον προόριζαν ακριβώς γι΄αυτή την δουλειά: θα επαναστατικοποιήσει την προπόνηση, την αθλητική ζωή, το παιχνίδι της Μποταφόγκο.
«Πιείτε και καπνίστε όσο σας το επιτρέπει η συνείδησή σας!» έλεγε στους παίκτες – ένας από τους οποίους, ο σπουδαίος Γκαρίντσα, θα πεθάνει λίγα χρόνια αργότερα αλκοολικός. Θα κερδίσει το πρωτάθλημα του Ρίο διαλύοντας τη Φλουμινένσε. Οι παίκτες τον λατρεύουν: «Ο Σαλντάνια μάς αφήνει να παίζουμε μπάλα!».
Η επανάσταση κρατά λίγο. Απολύεται κι αφιερώνεται στην αθλητική δημοσιογραφία. Θα αφήσει όνομα ως «ο Ατρόμητος Ζοάο » γιατί όχι μόνο λέει και γράφει ό,τι θέλει, αλλά κυκλοφορεί και οπλισμένος. Το Μουντιάλ του '66 υπήρξε μεγάλη απογοήτευση για τη Βραζιλία.
Ο Ατρόμητος Ζοάο είναι ο πιο σκληρός επικριτής της, στις εφημερίδες, στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Φήμες λένε ότι η κόντρα του με τον προπονητή Ντοριβάλ Γιουστρίχ έφτασε στα άκρα –ο Σαλντάνια τον επισκέφθηκε με το Colt 32 ανά χείρας.
Κι έρχεται η μεγάλη στιγμή: η Βραζιλιάνικη Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αναθέτει τις τύχες της Εθνικής στον μαρξιστή αθλητικογράφο, εν μέσω στρατιωτικής χούντας. Ποντάρουν στο ότι θα τα θαλασσώσει ως άπειρος και θα εκτεθεί, κι αυτός κι όσοι συνάδελφοί του κριτικάρουν τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας, Ζοάο Χαβελάνζε.
Ο Σαλντάνια δέχεται. Είμαστε στις αρχές του 1969. Δίνει μια λίστα με 22 παίκτες, και συγκεκριμένη ενδεκάδα: «Θα παίξω με αυτούς, δεν θα αλλάξει τίποτε μέχρι το Παγκόσμιο Κύπελλο».
Έξι νίκες σε έξι αγώνες στα προκριματικά, με ηγέτες τον Τοστάο και τον Πελέ. Και ένα λαμπερό ποδόσφαιρο, επιθετικό, τολμηρό, γεμάτο φαντασία και γκολ, πανέμορφο. Είναι οριστικό, η Βραζιλία ξανάρχεται!
Πρώτα σύννεφα: ο Πρόεδρος της χώρας, ο Στρατηγός Μέντισι, εκφράζει την επιθυμία του να κληθεί στην ομάδα ο αγαπημένος του παίκτης, ο Ντάντα Μαραβίλια. «Εγώ δεν διαλέγω τους υπουργούς του, να με αφήσει να διαλέξω τους παίκτες μου!».
Κλιμάκωση: ο προπονητής αρνείται να σφίξει το χέρι του δικτάτορα πριν από ένα ματς στο Πόρτο Αλέγκρε: «Πώς να ανταλλάξω χειραψία με κάποιον που ευθύνεται για τον θάνατο τόσων φίλων μου; Είναι το πιο αιματηρό καθεστώς στην ιστορία μας».
Φινάλε: τον Μάρτιο του 1970, λίγους μήνες πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο, αφήνει τον Πελέ έξω από την αποστολή για ένα φιλικό. Τον Πελέ! «Έχει μυωπία, δεν βλέπει στα πέντε μέτρα».
Το ποτήρι ξεχειλίζει. Ο Σαλντάνια απολύεται εβδομήντα πέντε μέρες πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο που θα κέρδιζε. Επίσημος λόγος απόλυσης, η «συναισθηματική αστάθεια» του προπονητή.
Δεν θα ξαναπροπονήσει. Ως δημοσιογράφος, πάντα φλογερός, ατρόμητος και λυρικός, θα ακολουθεί παντού την ομάδα. Θα καλύψει, μεταξύ άλλων, τον θρίαμβο της Βραζιλίας στο Μεξικό το καλοκαίρι του 1970. Ο Πελέ θα λάμψει. Παρεμπιπτόντως, αργότερα θα διαγνωστεί με ελαφριά μυωπία.
Ο Σαλντάνια αγάπησε δυο πράγματα, τη μπάλα και τον κομμουνισμό. Πέθανε στη Ρώμη, όπου ταξίδεψε για να δει από κοντά το Παγκόσμιο Κύπελλο, παρά τις αντίθετες οδηγίες των γιατρών του, στις 12 Ιουλίου 1990, τις μέρες που ξεψυχούσε η Σοβιετική Ένωση.
σχόλια