Την ημέρα που γεννήθηκαν τα δίδυμα αγόρια μου με επείγουσα καισαρική τομή, παρατήρησα μια διαφορά στη συμπεριφορά τους. Το δίδυμο Α, που έσπρωχνε για αρκετές ώρες σε μία άκαμπτη λεκάνη, πέρασε την περισσότερη μέρα σε εγρήγορση και κοιτώντας τριγύρω, ενώ το δίδυμο Β, που είχε γλιτώσει αυτό το προγεννητικό στρες, κοιμόταν ήρεμα, σαν ένα συνηθισμένο νεογέννητο.
Ο σύζυγός μου κι εγώ κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να τύχουν ίσης μεταχείρισης, αλλά το δίδυμο Α ήταν πιο απαιτητικό –τον λέγαμε «μωρό αστακό»– ενώ το δίδυμο Β καθόταν για αγκαλιά πιο εύκολα.
Καθώς τα αγόρια αναπτύσσονταν, παρατηρήσαμε άλλες διαφορές. Ο δίδυμος Β έκανε πρόβες σε όλα τα στάδια της κινητικής του ανάπτυξης –μπουσούλημα, περπάτημα, ποδήλατο, skating– ενώ ο δίδυμός του παρακολουθούσε και στη συνέχεια αντέγραφε την ικανότητα, όταν είχε τελειοποιηθεί.
Τα παιδιά μαθαίνουν από αυτά που βλέπουν γύρω τους, και αν αυτό που βιώνουν κυρίως είναι η βία, η κακοποίηση, οι κοπάνες και καμία προσδοκία για επιτυχία, οι ευκαιρίες τους για ένα υγιές μέλλον διακυβεύονται από την αρχή.
Αν και μοιράζονταν όλα τους τα γονίδια και μεγάλωσαν με τους ίδιους γονείς που τους αγαπούσαν, είναι ξεκάθαρο ότι υπήρχαν διαφορές μεταξύ των δύο αγοριών που είχαν επηρεαστεί από άλλους παράγοντες στο περιβάλλον τους, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννηση.
Η σχέση φύσης και ανατροφής στην ανάπτυξη ενός παιδιού συζητιέται από φιλόσοφους και ψυχολόγους εδώ και αιώνες, και έχει ισχυρή –και μερικές φορές παραπλανητική– επιρροή στη δημόσια πολιτική.
Για παράδειγμα, το πρόγραμμα «Head Start» είχε καλές προθέσεις και είχε σχεδιαστεί για να δώσει σε παιδιά από άπορες οικογένειες και υποβαθμισμένο περιβάλλον ένα ακαδημαϊκό προβάδισμα. Αλλά ίσως θα ήταν πιο αποτελεσματικό να διδάξουν στους κηδεμόνες τους ικανότητες ανατροφής και διαπαιδαγώγησης, καθώς και το πώς να εμπλουτίζουν το περιβάλλον των παιδιών τους και να αντιστέκονται στις κακές επιρροές.
Τα παιδιά μαθαίνουν από αυτά που βλέπουν γύρω τους, και αν αυτό που βιώνουν κυρίως είναι η βία, η κακοποίηση, οι κοπάνες και καμία προσδοκία για επιτυχία, οι ευκαιρίες τους για ένα υγιές μέλλον διακυβεύονται από την αρχή.
Όπως λέει και ο γιος μου, Erik Engquist, ο δίδυμος Α που είναι επίσης δημοσιογράφος: «Τα γονίδια ορίζουν τις δυνατότητες σου, αλλά είναι το περιβάλλον σου που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το πώς θα βγεις. Οι λίγοι που γλιτώνουν από τις αρνητικές επιρροές είναι αποκομμένοι».
Ωστόσο, εάν γενετικά υπάρχει η δυνατότητα, η ύπαρξη ακόμα και ενός στοργικού και υποστηρικτικού ενήλικα στη ζωή του παιδιού μπορεί να κάνει τη διαφορά στο πώς θα μεγαλώσει.
Η κουνιάδα μου Cindy Brody είναι ένα κλασικό παράδειγμα. Όπως λέει η ίδια, τόσο η προγιαγιά της όσο και η γιαγιά της δραπέτευσαν από βίαιες σχέσεις και έδωσαν τα παιδιά τους σε οικογένεια και φίλους για να τα μεγαλώσουν. Η μητέρα της Cindy κατέληξε με δύο στοργικούς θετούς γονείς και εκείνη με τη σειρά της ανέθρεψε με αγάπη τις δύο της κόρες. Αλλά η μητέρα της Cindy πέθανε όταν εκείνη ήταν μόλις 8 χρονών, αφήνοντας εκείνη και την αδερφή της με έναν, όπως λέει, «ψυχρό, επιθετικό πατέρα που πίστευε στη σωματική τιμωρία» και που ξαναπαντρεύτηκε με μία γυναίκα η οποία είχε δύο γιους που επιτίθονταν σεξουαλικά στα κορίτσια.
Η Cindy το έσκασε από το σπίτι στα 17, πεπεισμένη «να μην αφήσω κανέναν να με πειράξει ποτέ ξανά». Με σωσίβιο το σθένος της και τη δύναμη που της πέρασαν οι γυναίκες στη ζωή της –η μητέρα της, η γιαγιά της και μία θεία της– η Cindy μπόρεσε να τα βγάλει πέρα μόνη της, να βρει μια καλή δουλειά, να ζήσει τα όνειρά της και να γίνει μια στοργική μητέρα για τα δικά της παιδιά.
Μελέτες διάρκειας δεκαετιών σε μονοζυγωτικά και διζυγωτικά δίδυμα –και σε κάποιες περιπτώσεις, σε τρίδυμα– που είχαν χωριστεί σε νεαρή ηλικία και συχνά μεγάλωναν σε εντυπωσιακά διαφορετικό περιβάλλον έχουν καταγράψει τη σημασία της αλληλεπίδρασης φύσης και ανατροφής και βοηθούν στην εξήγηση των σχετικών συνεισφορών της καθεμίας στο πώς αναπτύσσεται ένα παιδί.
«Μία αυστηρή διχοτόμηση των γονιδίων από το περιβάλλον δεν είναι δυνατή: δουλεύουν από κοινού», λέει η Nancy Segal, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Φούλερτον της Πολιτείας της Καλιφόρνιας, ούσα η ίδια διζυγωτική δίδυμη που έχει κάνει καριέρα στην έρευνα των διδύμων, ξεκινώντας από τη διάσημη μελέτη της δίδυμης οικογένειάς στη Μινεσότα (Minnesota Twin Family Study). Είναι επίσης η συγγραφέας του «Born Together — Reared Apart: The Landmark Minnesota Twins Study» που δημοσιεύτηκε το 2012 από τον Harvard University Press.
Οι πολλές μελέτες σε χιλιάδες ζευγάρια μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων, τόσο αυτών που είχαν ανατραφεί μαζί όσο και αυτών που είχαν ανατραφεί χωριστά, κατέστησαν δυνατή την πρόσβαση σε σχετικές συνεισφορές των γονιδίων και του περιβάλλοντος σε έναν μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών.
Η Δρ. Segal αναφέρει ότι οι αναλογίες είναι διαφορετικές, ανάλογα με το χαρακτηριστικό το οποίο εξετάζεται. «Σε ένα άτομο, η συνεισφορά των γονιδίων και του περιβάλλοντος δεν μπορεί να υπολογιστεί, αλλά σε μία βάση πληθυσμού μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσες διακυμάνσεις παρατηρούνται από άνθρωπο σε άνθρωπο, από γενετικές και περιβαλλοντικές διαφορές».
Τα γονίδια παρέχουν μία δυνατότητα, αλλά το περιβάλλον συχνά καθορίζει εάν αυτή η δυνατότητα θα εκφραστεί. Για παράδειγμα, η μουσική αντίληψη τείνει να υπάρχει σε κάποιες οικογένειες και μπορεί να έχει να κάνει και με κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο, αλλά χωρίς μουσική εκπαίδευση από νεαρή ηλικία το χαρακτηριστικό αυτό μάλλον δεν θα εκφραστεί.
Οι μελέτες σε δίδυμα που είχαν ανατραφεί ξεχωριστά έχουν δείξει ότι, γενικά, οι μισές διαφορές στην προσωπικότητα και την αντίληψη της θρησκείας είναι γενετικά προκαθορισμένες, αλλά για ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα όπως το I.Q., γύρω στο 75% της διακύμανσης, κατά μέσο όρο, προκαθορίζεται γενετικά, με μόνο το 25% να επηρεάζεται από το περιβάλλον.
Επιπλέον, μπορεί να υπάρχουν διαφορές στο φύλο, ως προς την επιρροή της γενετικής. Μία μελέτη σε 4.000 ζευγάρια διδύμων στη Σουηδία βρήκε ότι τα γονίδια έχουν πιο δυνατή επιρροή στον σεξουαλικό προσανατολισμό των αρσενικών διδύμων, απ' ό,τι των θηλυκών.
Όπως παρατήρησα και στους δικούς μου γιους και γνωρίζω από μελέτες για τις καρδιοπάθειες, τα γονίδια παρέχουν μία δυνατότητα, αλλά το περιβάλλον συχνά καθορίζει εάν αυτή η δυνατότητα θα εκφραστεί. Για παράδειγμα, η μουσική αντίληψη τείνει να υπάρχει σε κάποιες οικογένειες και μπορεί να έχει να κάνει και με κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο, αλλά χωρίς μουσική εκπαίδευση από νεαρή ηλικία το χαρακτηριστικό αυτό μάλλον δεν θα εκφραστεί.
Το ντοκιμαντέρ «Three Identical Strangers» σχετικά με τρεις μονοζυγωτικούς άνδρες που χωρίστηκαν στη γέννα, παρουσίαζε τις διαφορές στη ροπή τους σε ψυχικές ασθένειες, με αυτόν που είχε ανατραφεί από έναν αυταρχικό πατέρα να έχει επηρεαστεί πιο σοβαρά από τους άλλους δύο που είχαν πιο στοργικούς γονείς.
«Three Identical Strangers» Trailer
Οι ερευνητές τώρα γνωρίζουν ότι ενώ το DNA ενός ατόμου είναι ουσιαστικά αμετάβλητο, ένα μεγάλο εύρος περιβαλλοντικών παραγόντων μπορεί να παρέχει αυτό που λέγεται επιγενετικές διαφορές, για τις οποίες τα γονίδια στο γονιδίωμα ενός ατόμου μπορεί να είναι ενεργοποιημένα ή απενεργοποιημένα.
Παράγοντες όπως η φυσική άσκηση, ο ύπνος, το ψυχικό τραύμα, το στρες, η ασθένεια και η διατροφή έχουν δείξει να επιδέχονται επιγενετικές επιδράσεις, κάποιες από τις οποίες μπορούν να περάσουν στις επόμενες γενιές.
Οι ερευνητές ψάχνουν τρόπους για να τροποποιήσουν τη γονιδιακή έκφραση με την ελπίδα εύρεσης προληπτικών μέτρων ή θεραπειών για ασθένειες όπως ο διαβήτης που έχουν ισχυρή κληρονομική βάση.
Μπορούν επίσης να υπάρχουν αλλαγές στο γονιδίωμα ενός μονοζυγωτικού διδύμου, όταν διαχωρίζεται το ωάριο, με αποτέλεσμα ένα ελάττωμα σε ένα συγκεκριμένο γονίδιο, εξηγεί η Δρ. Segal. Σε ένα ζευγάρι μονοζυγωτικών δίδυμων κοριτσιών, μπορεί να παρατηρηθεί το φαινόμενο που λέγεται αδρανοποίηση χρωμοσώματος X. Δύο από τις πεντάδυμες αδερφές Dionne είχαν αχρωματοψία, ως αποτέλεσμα αυτής της γενετικής συνέπειας.
Η Δρ. Segal που έχει επίσης γράψει το «Twin Misconceptions: False Beliefs, Fables, and Facts About Twins», είπε ότι οι μελέτες επισημαίνουν τη σημασία να κρατούνται τα δίδυμα, ειδικά τα μονοζυγωτικά, μαζί, όταν υιοθετούνται. Γίνεται σαφές και στο ντοκιμαντέρ: «Τα τρίδυμα πραγματικά απεχθάνονταν το γεγονός ότι είχαν χωριστεί. Έχασαν τόσα υπέροχα χρόνια που θα μπορούσαν να έχουν περάσει μαζί. Υπήρχε ένας άμεσος δεσμός, μία κατανόηση του ενός για τον άλλο, αυτό ήταν εμφανές από τη στιγμή που βρέθηκαν».
Με πληροφορίες από New York Times – άρθρο της Jane Brody / ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ