Δεν συνάδει με ελαφρά υπόκρουση το όνομα Ντούσαν Μπάγ(ι)εβιτς, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Βαρύ κι ασήκωτο –είτε λόγω ματαιοδοξίας είτε λόγω κάποιας σκοτεινής προδιάθεσης– ήταν πάντα το κλίμα που μετέφερε στην ένδοξη, αλλά περιέργως ξεθωριασμένη και «αναθεωρητική» εδώ και χρόνια πορεία του στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ειδικά μετά από εκείνη την πρώτη φορά που έφυγε από την ΑΕΚ (θα ακολουθούσαν κι άλλες, πιο θλιβερές και συγχρόνως πιο φαρσικές, επιβεβαιώνοντας τους γκομενικούς συνειρμούς στη σχέση του με τους οπαδούς και τους παραλληλισμούς με ζευγάρι που τα χαλάει και τα ξαναφτιάχνει από αρρώστια, παρότι η οικειότητα έχει κάνει ήδη μετάσταση σε περιφρόνηση και η σχέση έχει διαρραγεί ανεπανόρθωτα προ πολλού) με τη στάμπα του προδότη και soundtrack τις ύβρεις και τις κατάρες των οπαδών της ή, έστω, πολλών εξ αυτών που ένιωσαν ότι δέχτηκαν πισώπλατη μαχαιριά από τον Αιώνιο Αγαπημένο.
Κατάρες που ασχέτως του αν υπήρξαν δίκαιες ή άδικες, τελικά έπιασαν τόπο, όπως ακριβώς θα ταίριαζε σ' έναν αμφιλεγόμενο ήρωα σαιξπηρικής υφής, προορισμένο από τη μοίρα για δραματικούς και μεγαλοπρεπείς τόνους, ακόμα κι όταν κλονίζεται υπό το βάρος της ύβρεως.
Ο Ντούσαν πήγε στον Ολυμπιακό του Κόκκαλη και το αφήγημα πήρε εντελώς άλλη τροπή. Ο «πρίγκιπας του Νερέτβα» έγινε Ιούδας, «Φτούσαν», βάτραχος, ασπόνδυλο μίασμα.
Ο Ελληνοσερβοβόσνιος τεχνικός συνέχισε να κερδίζει τίτλους με το τσουβάλι, όμως όχι μόνο δεν λατρεύτηκε ποτέ ξανά αλλά γνώρισε τη δυσπιστία και κάποιες φορές την επιθετική απαξίωση όπου κι αν πήγε μετά ως προπονητής, είτε στον Ολυμπιακό, είτε στην ΑΕΚ (ξανά και ξανά), είτε στη Θεσσαλονίκη, είτε στον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου (το φεγγάρι που πέρασε στον Ατρόμητο ουδείς το θυμάται). Την απαξίωση ήταν σαν να την κυοφορούσε και ο ίδιος μέσα του για να την εκπέμψει ακολούθως, συνειδητά ή ασυνείδητα, προς κάθε κατεύθυνση όπου διαισθανόταν ότι υπάρχει αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του («Τι τέλετε, κύριε;»).
Ακόμα και τις εποχές που όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως οπαδικής τοποθέτησης, ήταν σαν να του κάνουν δημόσιες σχέσεις αμισθί. Και πάλι επέπλεε μια ξινίλα και μια αποστροφή και μια τάση αναχωρητισμού, τύπου «θα βαδίσω μόνος κι επιτυχημένος προς το ηλιοβασίλεμα κι εσείς θα μείνετε με την καχυποψία και την κακεντρέχεια να σας τρώνε». Καμία πλάκα, καμία απόπειρα αποσυμφόρησης της βαριάς ατμόσφαιρας, μόνο κάτι σπασμένα και παραιτημένα ελληνικά, μια νωχελική και αυστηρή εκφορά λόγου και μια υποψία σαρδόνιου μειδιάματος που έμενε ημιτελής από τον άνθρωπο που άφηνε πίσω του αποσιωπητικά και υπόνοιες.
Τον πρόλαβα οριακά ως επιβλητική μορφή μέσα στο γήπεδο, όπου μαζί με τον Μαύρο και τους λοιπούς έκαναν την ΑΕΚ να μοιάζει η προφανέστατη επιλογή όλων των σπόρων που έμπαιναν στο δημοτικό και όφειλαν πλέον να δηλώσουν οπαδική ταυτότητα, η οποία, ως γνωστόν, διαρκεί για πάντα. Θυμάμαι και τον πατέρα μου όμως να εκφέρει κάτι μισόλογες γκρίνιες για τον «τιτοϊκό» αστέρα της ομάδας, που κακώς είχε εκτεθεί, ξένος άνθρωπος, ως ΠΑΣΟΚόφιλος και θαυμαστής του Ανδρέα.
Πολλά χρόνια («πέτρινα» για την ΑΕΚ) αργότερα θυμάμαι τον εαυτό μου γεμάτο δέος να τον βλέπει να έρχεται με τη μαύρη καμπαρντίνα να μας χαιρετήσει στα κάγκελα της Σκεπαστής κάνα δυο χρόνια πριν από την επίσημη πρόσληψή του στην τεχνική ηγεσία της ομάδας. Ήταν σαν να εμφανίζεται μπροστά σου ο Μεσσίας, ο Τζέιμς Μποντ, ο απόλυτος ροκ-σταρ και το πιο αγαπημένο αγορίστικο ίνδαλμα μαζί. Το νέο μεγάλο ειδύλλιο κράτησε πέντε-έξι χρόνια μόνο (δεν πάνε και παραπάνω ποτέ οι έντονες σχέσεις), ενώ στο μεταξύ η πατρίδα του είχε παραδοθεί στη διάλυση και στη σφαγή.
Ο Ντούσαν πήγε στον Ολυμπιακό του Κόκκαλη και το αφήγημα πήρε εντελώς άλλη τροπή. Ο «πρίγκιπας του Νερέτβα» έγινε Ιούδας, «Φτούσαν», βάτραχος, ασπόνδυλο μίασμα. Ακολούθησε ο μεγάλος διχασμός στις τάξεις των οπαδών μιας ομάδας που έλκονται αντανακλαστικά από το μελόδραμα κι εγώ έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στην κοινή λογική («επαγγελματίας είναι, επέλεξε νέες προκλήσεις και περισσότερα λεφτά») και τον άτεγκτο οπαδικό μηδενισμό των οργανωμένων που τόσο με έχει ελκύσει και συντροφέψει στην εφηβεία. Το δίλημμα μέσα μου λύθηκε όταν τον είδα για πρώτη φορά με την κόκκινη φόρμα (πού πήγε η καμπαρντίνα, Ντούσαν;) να κατευθύνεται προς τον πάγκο του Ολυμπιακού, σαν φροντιστής της ομάδας που πλένει και το αμάξι του Προέδρου. Επέλεξα δημοσίως την πλευρά του παραλογισμού, αλλά από μέσα μου του ζητούσα συγγνώμη.
Τον ερχόμενο Δεκέμβρη ο «Ντούσκο» θα κλείσει τα εβδομήντα, ενώ μόλις πριν από λίγες μέρες η διοίκηση της ΠΑΕ ΑΕΚ, με σεμνό (υπόκωφο) δελτίο Τύπου, ανακοίνωσε την παραίτησή του από τη θέση του εκτελεστικού διευθυντή, την οποία κατείχε από το καλοκαίρι του 2013, εν μέσω κάποιων σκοτεινών και ανεπιβεβαίωτων φημών περί πρόωρης και βαριάς ασθένειας. Φήμες που δεν εμπόδισαν να ξεχυθεί και πάλι οχετός ύβρεων, χαιρεκακίας και μια σαφής διάθεση να σβηστεί η τεράστια προσφορά του από την Ιστορία. Τι να πεις...
Πιο σωστά το είχε θέσει ο Τζακ Νίκολσον: «Το καύσιμο του φανατικού οπαδού αθλητικής ομάδας είναι το δικαίωμά του να έχει ιδιωτικές θεωρίες συνωμοσίας». Εδώ βαφτίζουμε (όλοι οι οπαδοί) κεραυνοβολημένο καψούρη με την ομάδα τον κάθε τυχάρπαστο γυρολόγο επειδή έκανε μάκια ή θώπευσε το σήμα μετά από κάποιο κατσαπλιάδικο γκολ, αλλά ο Μπάγεβιτς, ξέρω γω, «δεν είναι ΑΕΚ», ασχέτως του αν η αίγλη που έχει προσφέρει στον Σύλλογο δεν μπορεί, αν είμαστε ειλικρινείς, να συγκριθεί με κανέναν άλλον σχεδόν.
Τουλάχιστον θα γλιτώσει τις καμπάνες της «Αγιασοφιάς», που λέγεται ότι απαίτησε να βαράνε ηλεκτρονικά ο Μελισσανίδης κάθε φορά που θα βάζουμε γκολ στο νέο γήπεδο που χτίζεται πάνω στα ιερά και στοιχειωμένα ερείπια του παλιού στη Νέα Φιλαδέλφεια.
σχόλια