Παρά τα ογδοντατρία του χρόνια, στον Μένη Κουμανταρέα δεν διέκρινες τίποτα το ηλικιωμένο. Ψηλός, λεπτός, με αέρινο έως πρόσφατα βάδισμα, κινούνταν με την ακρίβεια εκείνου που έχει τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του και του περιβάλλοντος. Δυό-τρεις φορές με έπιασε αλά μπρατσέτα και ανεβοκατεβήκαμε την Φωκίωνος Νέγρη, από την πλατεία Κυψέλης μέχρι την Πατησίων. Μου επεσήμαινε αδιόρατες σχεδόν λεπτομέρειες του αστικού χώρου, μου αφηγούνταν –με τον υπαινικτικό του τρόπο- ιστορίες που είχαν τις ρίζες τους στο παρελθόν εξελίσσονταν όμως ακόμα μπροστά μας. Το βλέμμα του στιγμές-στιγμές σταματούσε, καρφωνόταν κάπου και ζωήρευε – «τι κοιτάς, Μένη;», «θα σου πω άλλη φορά...»
Ήταν σπουδαίος συγγραφέας ο Μένης Κουμανταρέας; Ήταν. Διότι χαρτογράφησε στα βιβλία του μιαν ολόκληρη πόλη επί μισό και πλέον αιώνα. Γιατί με μια γραφή διεισδυτικότατη -η οποία γνωρίζει τη δύναμη της μα δεν επαίρεται, δεν ναρκισσεύεται- απαθανάτισε τους μικρούς και τους μεγάλους καημούς των ανθρώπων. Φώτισε τις πιο αδιόρατες ρωγμές τους. Τους έκανε ήρωες. Ήρωες που ο αναγνώστης δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Γιατί επίσης –κι αυτό εκτός από ταλέντο απαιτεί και χαρακτήρα- ο Μένης Κουμανταρέας παρέμεινε έως το τέλος απόλυτα προσηλωμένος στην τέχνη του. Δεν ανέμισε σημαίες ευκαιρίας. Δεν παρέστησε τον πνευματικό ταγό. Δεν κολάκευσε το κοινό του για να κερδίσει χειροκρότημα. Ούτε περιέφερε τις πληγές του ή έστω τη διαφορετικότητά του, εκβιάζοντας την αγάπη των άλλων.
Τα τελευταία χρόνια, ο Μένης χτυπήθηκε σκληρά. Έχασε την αγαπημένη του Λιλή, την αδιαφιλονίκητη πιστή του σύντροφο. Αρρώστησε και ο ίδιος πολύ σοβαρά. Μα σε κανέναν δεν επέτρεπε ούτε το πιο φευγαλέο βλέμμα οίκτου.
Στη δύσκολη στιγμή, ο Μένης Κουμανταρέας που δύσκολα θα τον έλεγε κανείς ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο –πόσω δε μάλλον στρατευμένο- έπραξε ως γενναίος πολίτης το καθήκον του: Συμμετείχε το καλοκαίρι του 1970 στα «18 Κείμενα», έναν συλλογικό τόμο με διηγήματα, με τα οποία δεκαοχτώ συγγραφείς έριχναν το γάντι στην Χούντα. Το ρίσκο ήταν μεγάλο. Το κέρδος ανύπαρκτο. Δεν δίστασε.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες, ο Μένης Κουμανταρέας έζησε κι έγραψε όπως ακριβώς ήθελε δίχως να παρασύρεται από κανέναν συρμό. Τα μυθιστορήματα, οι νουβέλες, τα διηγήματά του (που αποτελούν αξιοπρόσεκτα υβρίδια αυτοβιογραφικών αφηγήσεων και μυθοπλασίας) είναι ψηφίδες μιας ευρύτατης σύνθεσης, προορισμένης να επιβιώσει, ίσως και να εκτιμηθεί ακόμα περισσότερο, στο βάθος του χρόνου. Τα ελληνικά του είναι μπαχαρικά. Μεγάλοι σάκοι με μπαχαρικά που τα συνέλεγε από τα πιο πιθανά κι απίθανα μέρη, τα αναμείγνυε μέσα στο γουδί της τέχνης του κι απελευθέρωνε τα αρώματά τους.
Τα τελευταία χρόνια, ο Μένης χτυπήθηκε σκληρά. Έχασε την αγαπημένη του Λιλή, την αδιαφιλονίκητη πιστή του σύντροφο. Αρρώστησε και ο ίδιος πολύ σοβαρά. Είχε ξεκινήσει –ήταν σαφές- η αντίστροφη μέτρηση. Μα σε κανέναν δεν επέτρεπε ούτε το πιο φευγαλέο βλέμμα οίκτου. Το καυστικό του χιούμορ ήταν η αδιαπέραστη ασπίδα του.
Προχθές το βράδυ, ο φύλακας άγγελος του τον εγκατέλειψε. Ή ίσως τού πρόσφερε έναν θάνατο αποτρόπαιο πλην μυθιστορηματικό, μακριά από τραπέζια χειρουργείου και θαλάμους εντατικής.
Δεν ρέπω προς τη μεταφυσική. Πιστεύω όμως ακράδαντα πως τα μακριά δάχτυλα του Μένη Κουμανταρέα θα μας αγγίζουν πάντοτε, με έναν τρόπο άλλοτε περιπαικτικό κι άλλοτε τρυφερότατο.
σχόλια