Κοινός τόπος ήταν ανέκαθεν για όλους μας η ανάγκη να αφεθούν οι άνθρωποι που πονάνε τον τόπο να δημιουργήσουν, να δουλέψουν, να απελευθερωθούν από τους φαύλους, τους οχαδερφιστές, τους τεμπέληδες που δεν τους αφήνουν να χτίσουν κάτι καλό καγαθό, μπας και «χαλάσει η πιάτσα». Ιδίως στον δημόσιο τομέα, όπου η αδράνεια και η μίζερη διαφθορά καλά κρατούσαν.
Όλοι μας θέλαμε να πιστέψουμε ότι η κρίση θα δημιουργούσε, τουλάχιστον, συνθήκες απελευθέρωσης εκείνων που ήθελαν και μπορούσαν να υπηρετήσουν το «κοινό καλό». Ότι αν ήταν κάποιοι να εκδιωχθούν από το Δημόσιο, αυτοί θα ήταν τα παράσιτα, οι κηφήνες, όσοι κρατούν πίσω τους αποτελεσματικούς, τους δουλευταράδες. Πού, όμως, τέτοια τύχη...
Η Ανθούλα
Όταν το 2000 επέστρεψα στην Ελλάδα και άρχισα να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πολύ σύντομα καταπιάστηκα με τη δημιουργία ενός νέου διδακτορικού προγράμματος στις Οικονομικές Επιστήμες. Στο κτίριο όπου στεγαζόταν το εν λόγω πρόγραμμα προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε, εντός του ασφυκτικού πλαισίου του Δημοσίου, νέα «ήθη» δουλειάς, μακριά από τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Οι διδακτορικοί φοιτητές παρακολουθούσαν καθημερινά πολλές ώρες μαθημάτων (ανήκουστο έως τότε), εμείς οι καθηγητές τούς διδάσκαμε πολλές επιπλέον (των συμβατικών μας υποχρεώσεων) ώρες, χωρίς ούτε ένα ευρώ παραπάνω, συχνά μέχρι τις 9 μ.μ. Ξένοι καθηγητές έρχονταν να συνεισφέρουν με ελάχιστα χρήματα μόνο και μόνο επειδή συνέπασχαν μ' εμάς.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, αγαπητέ αναγνώστη. Μπορείς να φανταστείς τι θα σου μεταφέρω. Ναι, πράγματι, η Ανθούλα ήταν στους υπαλλήλους που μπήκαν στην περιβόητη διαθεσιμότητα. Την έστειλαν σπίτι της με μειωμένο μισθό και την προοπτική της απόλυσης κάποια στιγμή στο μέλλον.
Στο πλαίσιο εκείνης της ακαδημαϊκής κοινότητας που χτίζαμε το πιο δύσκολο ήταν να καταφέρουμε να έχουμε τη συνδρομή του υπαλληλικού προσωπικού, που είχε συνηθίσει στο γνωστό ωράριο 8 π.μ.-1:30 μ.μ. Η Ανθούλα, η καθαρίστρια, ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που θέλησε να βοηθήσει την προσπάθειά μας. Συμφώνησε να ξεκινά τη βάρδιά της λίγο πιο αργά, αλλά να μένει στο κτίριο μέχρι τις 9 μ.μ., ως καθαρίστρια, φύλακας και αρωγός της κάθε προσπάθειας ή οποιουδήποτε προβλήματος προέκυπτε. Χωρίς ούτε ένα ευρώ υπερωρίας.
Μετά από πολλά χρόνια που δούλευε με σύμβαση έργου, ήρθε η ώρα της μονιμοποίησής της από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνάδελφοί μου εξέφρασαν τον φόβο τους ότι τώρα που θα γινόταν μόνιμη, «θα δεις που δεν θα έρχεται τα βράδια και θα το γυρίσει στο δημοσιοϋπαλληλίκι». Η Ανθούλα, όμως, τους διέψευσε. Αν μη τι άλλο, η μονιμοποίησή της τής έδωσε φτερά και την έκανε να νιώθει ακόμα μεγαλύτερη υπερηφάνεια για τη συνεισφορά της στα μεταπτυχιακά μας προγράμματα. Βράδια, καμιά φορά και Σάββατα, η Ανθούλα ήταν εκεί να υποδέχεται φοιτητές και καθηγητές, να ανοίγει και να κλειδώνει τις αίθουσες, να φροντίζει να είναι καθαρές οι τουαλέτες, ακόμα και να βάζει μπροστά τους προβολείς όταν υπήρχε κάποια ομιλία ή σεμινάριο.
Όταν ήρθε η κρίση και μειώθηκαν όλοι οι μισθοί, ο πενιχρός μισθός της Ανθούλας μειώθηκε ακριβώς το ίδιο όσο και άλλων υπαλλήλων που πήγαιναν στα σπίτια τους στις 1.30 μ.μ. Αυτό δεν πτόησε την Ανθούλα. Παρά το γεγονός ότι πλέον τα έβγαζε πολύ δύσκολα πέρα, συνέχισε να προσφέρει στο Τμήμα, στο πρόγραμμα, στους φοιτητές και στους συναδέλφους μου σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Και τότε ήρθε η διαθεσιμότητα!
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, αγαπητέ αναγνώστη. Μπορείς να φανταστείς τι θα σου μεταφέρω. Ναι, πράγματι, η Ανθούλα ήταν στους υπαλλήλους που μπήκαν στην περιβόητη διαθεσιμότητα. Την έστειλαν σπίτι της με μειωμένο μισθό και την προοπτική της απόλυσης κάποια στιγμή στο μέλλον. Όμως, η Ανθούλα δεν κάθεται σπίτι της. Παρά την «ασέλγεια» του ελληνικού Δημοσίου απέναντι σε αυτό τον άνθρωπο, εξακολουθεί να πηγαίνει κάθε μέρα στη Σχολή και να βοηθά σαν να μην είναι σε διαθεσιμότητα, με μισθό που δεν της φτάνει ούτε για το νοίκι και υπό την απειλή της απόλυσης.
«Δεν μπορώ να αφήσω το Τμήμα έτσι, χωρίς κανέναν να προσέχει το κτίριο, τα παιδιά, τους καθηγητές» μου είπε μόλις πριν από λίγο στο τηλέφωνο όταν την πήρα (από την Αμερική όπου βρίσκομαι) να μάθω νέα της.
Η Άννα
Την Άννα Καφέτση δεν τη γνωρίζω ιδιαίτερα καλά. Τη γνωρίζω αρκετά για να έχω προσωπική εμπειρία του «καημού» της να δημιουργηθεί ένα πραγματικό, διεθνούς βεληνεκούς μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Η Άννα, σε ανύποπτο χρόνο, από τα τέλη της δεκαετίας του '90, έβαλε λυτούς και δεμένους, χρησιμοποίησε ό,τι γνωριμίες είχε, για να ιδρύσει, έστω και στα χαρτιά, το ΕΜΣΤ (το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης) – του οποίου έγινε η πρώτη διευθύντρια, χωρίς κτίριο, κονδύλια ή συλλογή, αλλά με τεράστια αποθέματα αποφασιστικότητας, ενέργειας, γνώσης για τα περί σύγχρονης τέχνης και αγάπης ώστε να υπάρξει ένα «στίγμα» της ελληνικής «ματιάς» στον παγκόσμιο χάρτη της σύγχρονης τέχνης.
Όμως η άρνηση της «εξουσίας» να αφήσει την Άννα να ανοίξει το μουσείο που εκείνη δημιούργησε από το τίποτα, παράλληλα με τον κυνισμό με τον οποίο έθεσε σε διαθεσιμότητα την Ανθούλα, καταδεικνύει το ποιόν των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες το πολιτικό κατεστημένο μάς ζητά να είμαστε... περήφανοι.
Το θέμα, όπως έλεγε, δεν ήταν ότι στην Ελλάδα δεν γίνονταν ενδιαφέρουσες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης. Γινόντουσαν. Το θέμα ήταν να υπάρξει το ΕΜΣΤ για να δημιουργήσει νέο κοινό μέσα από οργανωμένο σχέδιο που θα υλοποιούνταν από έκθεση σε έκθεση, και με ένα κτίριο-μαγνήτη για τους νέους, κυρίως, ανθρώπους που χρειάζονται ένα σημείο αναφοράς (όπως το Μέγαρο για την κλασική μουσική ή, παλαιότερα, το Ρόδον για τη ροκ). Γι' αυτόν το λόγο, η Άννα άρχισε να δημιουργεί δημόσια συλλογή από το πουθενά, με λιγοστά χρήματα (του υπουργείου Πολιτισμού και χορηγών) και πολλή πίεση σε καλλιτέχνες να δημιουργούν ή να δωρίζουν στη συλλογή έργα κάτω του κόστους. Όσο για τον χώρο, εντελώς πραξικοπηματικά «κατέλαβε» το ισόγειο του υπό κατάρρευση ΦΙΞ και επέβαλε στην κυβέρνηση Σημίτη να αποδεχτεί την απαίτησή της να δοθεί ο χώρος, ανακαινισμένος, στο ΕΜΣΤ. Κι όταν συνέβη αυτό, με πολλές γκρίνιες από τους κυβερνώντες, και χρειάστηκε να μεταφερθεί η συλλογή από το ισόγειο του ΦΙΞ για να αρχίσει η ανακατασκευή του κτιρίου, η Άννα παρακάλεσε, απείλησε, διαπραγματεύτηκε την προσωρινή στέγαση των εκθέσεων πρώτα στο Μέγαρο και κατόπιν στο Ωδείο. Παράλληλα, πάλευε με νύχια και με δόντια να βρεθούν τα χρήματα από τις Βρυξέλλες για την ολοκλήρωση του ΦΙΞ και, την ίδια στιγμή, να βρεθούν χρήματα ιδιωτών ώστε να συνεχίζονται οι εκθέσεις, να προσληφθεί προσωπικό κ.λπ.
Ο αγώνας της να τελειώσει επιτέλους το ΕΜΣΤ και να γίνει μέρος της πόλης μας έγινε ακόμα πιο άνισος και σκληρός μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2010. Με την ελληνική κοινωνία να καταρρέει υπό το βάρος της γενικευμένης μιζέριας, ο αγώνας της Άννας να ανοίξει το μουσείο γινόταν όλο και πιο μοναχικός. Παρ' όλα αυτά, υπό τις συνεχείς της πιέσεις και την εξασφάλιση πόρων από την Ε.Ε. και ιδιώτες, το μουσείο τελείωσε και ήταν έτοιμο να ανοίξει. Όμως δεν άνοιξε. Και δεν άνοιξε γιατί «κάποιοι» αποφάσισαν ότι η Άννα πρέπει να εκδιωχθεί από τη διεύθυνση του θεσμού, του μουσείου, που ήταν το έργο ζωής της, ώστε στα εγκαίνια να κόψουν «άλλοι» την κορδέλα. Κι έτσι, η συγκυβέρνηση, με μια ακολουθία υπουργικών αποφάσεων που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα ΦΕΚ, αποκεφάλισε το ΕΜΣΤ κι έστειλε την Άννα στο σπίτι της. Ούτε ο υπουργός Πολιτισμού ούτε η υφυπουργός του τόλμησαν να παρουσιαστούν στη Βουλή για να υποστηρίξουν αυτήν τη βάναυση κίνηση.
Ουδείς, βέβαια, αναντικατάστατος. Όμως η άρνηση της «εξουσίας» να αφήσει την Άννα να ανοίξει το μουσείο που εκείνη δημιούργησε από το τίποτα, παράλληλα με τον κυνισμό με τον οποίο έθεσε σε διαθεσιμότητα την Ανθούλα, καταδεικνύει το ποιόν των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες το πολιτικό κατεστημένο μάς ζητά να είμαστε... περήφανοι.
σχόλια