Ο κύριος Σωτήρης Χαρίδημος στο Μουσείο-Θέατρο Σκιών
Γεννήθηκε το 1941 και είναι γιος του μεγάλου καραγκιοζοπαίκτη Χρήστου Χαρίδημου και αδελφός του επίσης σημαντικού καραγκιοζοπαίκτη Γιώργου Χαρίδημου. Αν και δεν έγινε ποτέ επαγγελματίας, η αγάπη του για την τέχνη του Θεάτρου Σκιών τον έκανε να συλλέξει έναν τεράστιο αριθμό από ντοκουμέντα και αντικείμενα σχετικά με τον Καραγκιόζη και την ιστορία του, τα οποία δώρισε στον Δήμο Αθηναίων. Το Μουσείο-Θέατρο Σκιών Χαρίδημος στεγάζεται στο πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα» στην οδό Ηρακλειδών 66, στο Θησείο.
« Ο πατέρας μου έλεγε ότι κάποιοι ζωγραφίζουνε βάρβαρα και παίζουνε βάρβαρα. Έλεγε ότι υπάρχει φιγούρα γλυκιά, υπάρχει και βάρβαρη. Το ίδιο έλεγε και για το παίξιμο. Ανάλογα με το κοινό που έχεις, προσαρμόζεις και το παίξιμο. Όταν παίζω για παιδιά με ειδικές ανάγκες, δεν χτυπάω το πόδι μου, για να μη φοβούνται. Δίνω πιο μεγάλη σημασία στην κίνηση, όχι στη φωνή και στον θόρυβο.»
Πριν γράψω κάτι, θα συμβουλευτώ ένα βιβλίο. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την παράδοση, σε λίγο τα παιδιά δεν θα ξέρουν ποια είναι η γιαγιά τους!
*Toν Σωτήρη Χαρίδημο συνάντησε η Κορίνα Φαρμακόρη τον Μάιο του 2014
Ο κύριος Παναγιώτης Καλαμαράς στο θρυλικό στούντιο της Αθήνας
Μουσικός, συλλέκτης παλαιών αντικειμένων, συγγραφέας και χειμαρρώδης ομιλητής. Ο Παναγιώτης Καλαμαράς και ο Πέτρος Λυμπέρης, άνοιξαν το 1980 ένα στούντιο που έμελλε να γράψει ιστορία και να γίνει θρύλος. Το στούντιο είναι γεμάτο από μηχανήματα-τοτέμ. Δεκάδες κιθάρες κρεμασμένες και ακουμπισμένες σε κάθε γωνία, τα Clair κρεμασμένα πάνω από το stage, εκατοντάδες δίσκοι και όλη η 'περιουσία' ενός ανθρώπου που έζησε θαμμένος ζωντανός μέσα στη μουσική.
«Εμείς τότε ήμασταν τρελαμένοι με την μουσική. Θέλαμε να κάνουμε ένα χώρο που θα μπορούσε να στεγάζει την σκηνή εκείνης της εποχής και να έχουμε τον καλύτερο εξοπλισμό. Όλο αυτό φτιάχτηκε με πολύ χρήμα, αλλά κυρίως μεράκι και αγάπη. Πέρασαν ονόματα μεγάλα και μικρά. Ο Σαντάνα, ο Μάιλς Ντέιβις, ο Τζέρι Λι Λιούις, ο Τζο Κόκερ, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Βλάσης Μπονάτσος, ο Νικ Γκραβενίτης, έμπαιναν εδώ και έκαναν τη δουλειά τους, σέβονταν τον χώρο, τα μηχανήματα, τις προσπάθειές μας, την αγάπη και την ψυχή που είχαμε δώσει για να μπορούν να έχουν τα καλύτερα. Ποτέ όμως δεν το κάναμε για τα λεφτά. Ακόμη και μουσικοί που δεν είχαν μία στην τσέπη, εδώ ήταν και είναι ευπρόσδεκτοι.»
Μπορεί να κάνεις παύση για χρόνια και η μουσική να σε ακολουθεί. Να την βλέπεις στους ανθρώπους, τη φύση τον κόσμο γύρω σου. Δεν εξαργυρώνονται όλα στο τώρα. Μερικά πράγματα θέλουν τον χρόνο τους, αλλά δεν μπορείς να τον ζορίσεις.Όταν ζοριστείς αποτυγχάνεις.
*Τον Παναγιώτη Καλαμαρά συνάντησε ο Θανάσης Χαραμής τον Νοέμβριο του 2014
Ο κύριος Σπύρος: O Άγιος των σκύλων της Αθήνας
Ήρθε από την Κέρκυρα στην Αθήνα το 1965. Μέχρι πρόσφατα δούλευε σε ένα σουβλατζίδικο, από όπου απολύθηκε τον Μάρτιο. Από τότε ζει στον δρόμο και είναι όλη μέρα με τα σκυλιά. Τα σκυλιά του κέντρου της Αθήνας είναι ολόκληρη η ζωή του κ. Σπύρου. Τα ξέρει όλα με το όνομά τους, γνωρίζει κάθε παραξενιά του χαρακτήρα τους, μιλάει μαζί τους και τον καταλαβαίνουν. Από το 1988 που τα φροντίζει συστηματικά έχει κάνει ένα σωρό αγώνες για να τα σώσει από τα δίχτυα του μπόγια, έχει πονέσει μαζί τους, έχει κλάψει γι' αυτά που χάθηκαν, έπαθε κατάθλιψη από την κατάσταση που δημιουργήθηκε την εποχή των Ολυμπιακών. Από το σουβλατζίδικο στη Φιλολάου τον έδιωξαν επειδή πήγαινε το κρέας στα σκυλιά.
«Δεν έχω πρόβλημα με τους ανθρώπους, όταν όμως δεν ορίζουν τον εαυτό τους γίνονται επικίνδυνοι. Τον Μάρκο, στις 18 Αυγούστου, τον μαχαίρωσαν. Του είχαν χώσει στιλέτο από τη μια μεριά του στέρνου μέχρι την άλλη. Ήρθε εδώ το πρωί και δεν έτρωγε – δεν είδα τα αίματα επειδή ήταν μαύρο. Μύρισα, όμως, την πληγή που είχε μολυνθεί. Πρόλαβα και τον πήγα και τον έραψαν κι έμεινε 22 μέρες μέσα για να συνέλθει. Και ο Διονύσης είναι μαχαιρωμένος. Ο κόσμος αδιαφορεί πλήρως. Το καταλαβαίνω, όμως, έχει προβλήματα. Δεν χρειάζεται να τα φροντίζει, αρκεί να μην τα πειράζει.»
Με την κρίση ο κόσμος δεν παίρνει σκυλιά για πλάκα όπως παλιά, δεν κάνει κουτάβια δώρο, γιατί δεν έχει να ταΐσει τα παιδιά του. Στο κέντρο. Έχουν μείνει μόνο γέρικα, που σε λίγο θα χαθούν κι αυτά. Θα γίνουμε σαν τη Λευκωσία και το Λονδίνο, έρημοι.
*Τον κύριο Σπύρο συνάντησε ο Μ.Ηulot τον Σεπτέμβριο του 2014.
O κύριος Γεώργιος Μιχαήλοβιτς: Ο Τελευταίος Φύλακας της ελληνικής Νεκρόπολης
Ο 86χρονος είναι ο τελευταίος άντρας της οικογένειας που πατροπαράδοτα είναι υπεύθυνη για την φύλαξη του Σερβικού τομέα των συμμαχικών νεκροταφείων του Ζέιτενλικ, διορισμένοι από το Σέρβικο κράτος. Ο Γεώργιος γεννήθηκε και μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο νεκροταφείο, στο πετρόχτιστο οικογενειακό σπίτι δίπλα στα μνήματα. Ο πατέρας του και ο παππούς του είναι θαμμένοι στο Ζέιτενλικ, και εδώ θα θαφτεί και ο ίδιος. O αεικίνητος υπερήλικας με το χαρακτηριστικό στρατιωτικό χιτώνιο δεν θα σταματήσει ούτε μια μέρα να φροντίζει και να περιποιείται τα κοιμητήρια, να τακτοποιεί τα αναθήματα και να ξεναγεί τους πολυάριθμους Σέρβους επισκέπτες τους (το Ζέιτενλικ είναι σημαντικός χώρος εθνικού προσκυνήματος για τους Σέρβους). Αυτό κάνει κάθε μα κάθε μέρα, τα τελευταία 54 χρόνια.
«Εγώ γεννήθηκα εδώ, κι εδώ μεγάλωσα. Εδώ έπαιζα σα παιδί. Είναι δικό αυτό το μέρος, είναι το σπίτι μου. Εδώ κοιμόμαστε, εδώ ξυπνάμε. Πολλοί αναρωτιούνται, καλά εδώ μέσα πώς ζεις; Δεν αγριεύεσαι συνέχεια με τους πεθαμένους; Για μένα όμως ο φόβος υπάρχει από τους ζωντανούς, όχι από τους νεκρούς. Οι πεθαμένοι είναι φιλικοί για μένα. Ούτε η ζωή είναι μοναχική εδώ . Το καλοκαίρι απ' το πρωί μέχρι το βράδυ έχουμε επισκέπτες, δεν προλαβαίνουμε να κάτσουμε, να πάμε να φάμε. Τον χειμώνα αραιώνει αλλά ακόμα και τα Χριστούγεννα έρχονται πολλοί. Άλλοι αλλάζουν εδώ τον χρόνο...»
Μια φορά μου λέει ένα κοριτσάκι από ένα σχολείο "Γιατί τα φυλάτε αυτά εδώ πέρα;" Για να τα βλέπουν οι άνθρωποι και να συνετίζονται, της είπα.. Γιατί εδώ πέρα έχουμε από 15 χρονών παιδιά, εθελοντές στρατιώτες, μέχρι άντρες 65 χρονών.
*Τον Γεώργιο Μιχαήλοβιτς συνάντησε η Άλκηστις Γεωργίου τον Νοέμβριο του 2014
O κύριος Τζίμης Μαματσής: O πρώτος (και πιο διάσημος) tattoo artist της Αθήνας
Γεννήθηκε ή το 1933 ή το 1935. Δεν είναι και σίγουρος. Στα 17 του φεύγει για Αμερική και γυρνά στην στην Ελλάδα λίγο μετά το '70 . Ξεκίνησε να δουλεύει οδηγός στη γαλλική πρεσβεία. Μετά πήρε και μια άδεια ταξί. Από το ταξί εκείνο ξεκίνησε και η ιστορία με τα τατουάζ. Από μια κούρσα του καρφώθηκε η ιδέα στο κεφάλι. Είχε πάρει έναν ναύτη να τον κατεβάσει Πειραιά και τον ρώτησε πού έκαναν τατουάζ στην Αθήνα. Του είπε «πουθενά, θα σ' το κάνω εγώ». Δεν υπήρχε κανένας τότε να κάνει τέτοια πράγματα. Πού να τα ξέρουν; ΠήγΕ στον Καναδά, αγόρασε τα εργαλεία, γύρισε και ξεκίνησε να κάνει μόνος μου, πριβέ, στους ναύτες. Αυτά μέχρι το '78. Μετά άνοιξε στην Πλάκα το πρώτο στούντιο και τα υπόλοιπα είναι παλιά, καλή, ιστορία.
«Ήμουνα ο πρώτος στην Ελλάδα και από τους πρώτους στη Μεσόγειο. Θεοί και δαίμονες πέσαν να με φάνε. Η Αστυνομία με κυνήγησε πολύ. Ήμουνα, λέει, παράνομος. Τι παράνομος; Αφού δεν υπήρχε άδεια. Δυο φορές με πήγανε στα δικαστήρια. Την τελευταία φορά με είδε ο δικαστής και είπε να μην με ξαναπάνε εκεί. Έγινε χαμός στην Πλάκα με το που άνοιξα. Τότε ήταν όλο καμπαρέ, κέντρα και μπορντέλα με γυναίκες. Αυτοί με αγαπούσαν πολύ. Και τα κορίτσια μού φώναζαν: «Γεια σου, Τζιμάκο».Μια γυναίκα αγάπησα και αυτή την έχω κάνει και τατουάζ. Την Ελένη. Την γνώρισα όταν ήταν 14 και είχα τη φωτογραφία της μαζί μου. Την έχω κάνει και τατουάζ στα στήθια μου. Πόσα τατουάζ έχω, μη με ρωτάς. Ούτε ξέρω. Πόσα έχω χτυπήσει; Αμέτρητα.»
Βράχος είμαι. Τρία πακέτα κάνω τη μέρα. Ένα κιλό κρασί πίνω και ουίσκι. Τι να φοβηθώ; Τι θα πάθω; Το μυαλό και η καρδιά αρρωσταίνουν. Από εκεί ξεκινάνε τα κακά στον άνθρωπο να ξέρεις. Εκεί μέσα γίνονται όλα. Άμα εκεί είσαι καθαρός, το ποτό και το τσιγάρο δεν σου κάνουν τίποτα.
Τον Τζίμη συνάντησε ο Θανάσης Χαραμής τον Φεβρουάριο του 2014
Ο κύριος Αλεξανδράκης στο πιο αριστοκρατικό μαγαζί της Αθήνας
Είναι το στολίδι της Ερμού. Σε ένα δρόμο, ο οποίος έχει αλλάξει μορφή τουλάχιστον όσες δεκαετίες έχει χαραχτεί, ο "Αλεξανδράκης" διαφέρει για την κομψότητα, τη φινέτσα, την αρχοντιά, την πατίνα του χρόνου, τις εγγλέζικες βιτρίνες του. Ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης βρίσκεται εκεί καθημερινά, ένα κομμάτι της αρχοντιάς της επιχείρησής του. Αυτός ο Οίκος ιδρύθηκε το 1860 από κάποιον Καριοφύλλη. Ο πατέρας του, ο Δημήτρης, εργαζόταν εδώ από το 1890. Του πούλησε ο Καριοφύλλης την επιχείρηση γύρω στο 1907 και έκτοτε συνεχίζει στην οικογένεια.
«Είμαι τώρα 95 ετών και εργάζομαι εδώ από παιδί. Για μένα ήταν πολύ φυσικό να γίνω έμπορος. Σπούδαζα στο πανεπιστήμιο, αλλά εργαζόμουν εδώ και διαδέχτηκα τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν πολύ πετυχημένος έμπορος με αρχές. Τίμιος. Ήμασταν έξι παιδιά. Όλοι πήγαμε στον πόλεμο. Είχαμε τύχη και όλοι γυρίσαμε πίσω. Στο κατάστημα έρχομαι καθημερινά. Το αργότερο στις 7 είμαι όρθιος. Και έρχομαι εδώ, στη δουλειά μου. Θα πιστέψετε κάτι; Ακόμα και τη νύχτα σκέπτομαι. Καταστρώνω το πρόγραμμα της επομένης ημέρας. Το τι πρέπει να κάνουμε για την πρόοδο της επιχειρήσεως.»
Στη ζωή υπάρχουν δύσκολες μέρες και μέρες ομαλές. Πρέπει κανείς να εκμεταλλεύεται τις καλές για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες. Κάποτε μου ζήτησαν να πω δυο λόγια πως κατορθώσαμε και επιζήσαμε. Είπα: "Αν θέλετε δυο λόγια είναι: σώφρων διαχείρισις."
*Τον κύριο Αλεξανδράκη συνάντησε η Αργυρώ Μποζώνη τον Μάρτιο του 2014
O κύριος Ιάκωβος: o μοναχικός μανάβης του Ψυρρή
Στην οδό Αγίου Δημητρίου στου Ψυρρή απέναντι ακριβώς από το καφενείο και λίγο πριν από το τέλος του δρόμου υπάρχει, εδώ και δεκαετίες, ένα μικροσκοπικό μανάβικο που σπάνια πετυχαίνεις ανοιχτό. Δεν έχει ταμπέλα, δεν έχει κανένα διακριτικό, το προσέχεις μόνο αν είσαι τυχερός και ο κύριος Ιάκωβος έχει απλώσει τους πάγκους με τα φρούτα και τα «ζαρζαβατικά» πάνω στο πεζοδρόμιο. Συνήθως κάνει γύρες στην περιοχή με το «καροτσάκι», έναν κινητό πάγκο που μεταφέρει όλη του την πραμάτεια στην Πειραιώς και στους γύρω δρόμους, και πουλάει φρούτα στους περαστικούς. Ο κύριος Ιάκωβος είναι από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της αγοράς, αλλά δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου. Δεν σε αφήνει ποτέ να τον φωτογραφίσεις, δεν μιλάει για τον εαυτό του και ισχυρίζεται ότι δεν θυμάται τίποτε από το παρελθόν. Επίσης, δεν ακούει. Σχεδόν τίποτα. Ο κύριος Ιάκωβος είναι ο πιο παλιός μανάβης της Αθήνας, «ο τελευταίος των Μοϊκανών», όπως τον χαρακτηρίζει μια κυρία που αγοράζει από τον πάγκο του αχλάδια, που επιμένει να ανοίγει το μαγαζί κάθε πρωί και να σπρώχνει το καροτσάκι καρτερικά εδώ και 70 χρόνια.
«Κάποτε υπήρχαν παγάδικα στη γειτονιά, ερχόταν ο κόσμος κι έπαιρνε πάγο, υπήρχαν μαγαζιά, τα μπαλκόνια στα σπίτια είχαν λουλούδια, τώρα έχει γεμίσει ο τόπος φαγάδικα». Το μαγαζί το άνοιξα πριν από 70 χρόνια. Ήταν ο πόλεμος με τον Μουσολίνι, με πυροβόλησαν. Το 1938-39 δούλευα σε ένα χυτήριο. Έκανα κι άλλες δουλειές και από το '49 και πέρα είμαι μανάβης. Έχω δυο κορίτσια παντρεμένα κι έχει από ένα παιδί η καθεμία.»
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς γεννήθηκα. Είμαι 88 χρονών. Γράψε ότι είναι στην Αγίου Δημητρίου 30 το μαγαζί, μήπως έρθει κανένας. Ελάχιστοι ψωνίζουν πια.
*Toν κύριο Ιάκωβο συνάντησε ο Μ.Ηulot τον Νοέμβριο του 2014
H κυρία Σταυρούλα Πελέκη στο ορφανοτροφείο Θηλέων Λαμίας
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ναύπακτο. Το 1957 τελείωσε δασκάλα και το 1960 ήρθε στο ίδρυμα στη Λαμία. Ήταν 22,5 χρονών κορίτσι. Είχε μεγαλώσει κοντά στο κατηχητικό και ο πνευματικός της την καθοδήγησε να πάει στο ίδρυμα όπου ζητούσαν διευθύντρια. Η μάνα της δεν ήθελε με τίποτα να φύγει. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως έπρεπε να το κάνει. Νόμιζε πως θα χαθεί και θα πάει στράφι. Πέρασαν 54 χρόνια. Ποτέ της δεν μετάνιωσε. Αισθάνεται ο πιο πλήρης άνθρωπος του κόσμου.
«Μπήκα κοριτσόπουλο εδώ μέσα και έμεινα μια ζωή. Πέρασα την πόρτα και δεν είχε τίποτα. Ένα παλιό σπίτι και 40 ορφανά χωρίς φαΐ. Επαρχία μεταπολεμικής Ελλάδας και μια φτωχή, κλειστή κοινωνία. Κολύμπι στα βαθιά. Τους τρεις πρώτους μήνες κλεινόμουν τις νύχτες σε ένα μπάνιο και έκλαιγα. Έλεγα δεν μπορώ να τα καταφέρω. Ήμουν εντελώς μόνη σε ένα μέρος με αγνώστους και καταστάσεις σκληρές. Περνούσαν τα χρόνια και δεν καταλάβαινα πώς. Άλλες έφευγαν, νέες ερχόντουσαν. Πώς να βάλω εγώ τον εαυτό μου πάνω από τα κορίτσια που είχαν χάσει τους γονείς τους; Νομίζω πως ακόμη πιο συγκλονιστικό από το θάνατο είναι η εγκατάλειψη. Τα παιδιά που τα παράτησαν και τα απαρνήθηκαν. Οι μάνες εκεί έξω και τα παιδιά εδώ μέσα. Αυτό ήταν πάντα το πιο δύσκολο. Ο πόνος του παιδιού που η μάνα το αρνήθηκε είναι από τα πράγματα που με ανατρίχιαζαν πάντα.»
Δεν είμαι η μάνα τους. Το ξέρω πολύ καλά. Με φωνάζουν μαμά και δε γυρνάω επίτηδες. Μετά μου λένε " Κυρία γιατί δεν γυρνάτε;" Τους λέω με ωραίο τρόπο πως δεν είμαι η μητέρα τους και πως καμιά γυναίκα δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό της μάνας που τις γέννησε. Μάνα τους αισθάνομαι, αλλά δεν μπορώ να κλέβω τον τίτλο από τις πραγματικές μητέρες.
*Την κυρία Σταυρούλα Πελέκη συνάντησε ο Θανάσης Χαραμής τον Απρίλιο του 2014
H κυρία Γιαννούλα του θρυλικού μαγειρείου της Θεσσαλονίκης
40 χρόνια μεγαλώνει γενιές Θεσσαλονικιών και φοιτητών, και σερβίρει τα πιο σπιτικά κεφτεδάκια που θα φας έξω. η κυρία Γιαννούλα που καθημερινά ζυμώνει μπροστά στο παράθυρο τον κιμά για τα θρυλικά κεφτεδάκια – τη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, τα παιδιά της, τα εγγόνια της που μπαινοβγαίνουν, οι γείτονες που πίνουν καφέ.. Σαν παλιός ελληνικός κινηματογράφος. Σήμερα το μαγαζί το κρατάει ο γιος της Γιαννούλας, ο Σταύρος, με τη γυναίκα του και τον αδερφό του τον Νίκο. Υπάλληλος δεν δούλεψε ποτέ στη Γιαννούλα. Το 1974 η Γιαννούλα με τον άντρα της αγοράζουν το μικρό καφενείο στον αριθμό 50 της οδού Κασσάνδρου. Η πεθερά της μαγειρεύει δεκαπέντε διαφορετικά μαγειρευτά φαγητά την ημέρα, βάζουν ψησταριές, σούβλες. Από έξω ουρές. Όλη η οικογένεια ζει σε ένα διαμέρισμα από πάνω. Το 1978 χάνει τον άντρα της. Μένει μόνη με δυο πιτσιρίκια αλλά αποφασίζει να κρατήσει το μαγαζί όπως και να έχει.
«Υπήρχε ένας φοιτητής Ιατρικής. Νέο παλικάρι τότε κι εγώ παιδάκι του δημοτικού.Ερχόταν να φάει και με βοηθούσε στα μαθήματα μου. Τώρα είναι καρδιολόγος στο Τζάνειο. Πριν κάνα δυο χρόνια ήρθε ξανά. Μπήκε μέσα κι άρχισε να κλαίει. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Γι' αυτό αγαπάει το μαγαζί ο κόσμος. Συγκινούνται. Το έχουν συνδέσει με τα φοιτητικά τους χρόνια. Τα γλέντια, τις παρέες. Εδώ μέσα είναι σαν μην πέρασε μια μέρα. Αυτό είναι το μυστικό.»
Συνταγή που πετυχαίνει δεν την αλλάζεις για να βγάλεις λίγα ευρώ παραπάνω. Τι άλλαξε περισσότερο τα τελευταία χρόνια; Να σου πω. Έχει τρία περίπου χρόνια τώρα που τα νέα παιδιά είναι αλλιώς.Ας πούμε, με το μπαίνουν ζητάνε το password για το ίντερνετ, και δώστου με τα τηλέφωνα. Πάνε και τα φλερτ και όλα.
Την κυρία Γιαννούλα συνάντησε η Άλκηστης Γεωργίου τον Ιανουάριο του 2014
Κόττας, ο γλεντζές της Πάτρας
Συνοικία Αγίας Αικατερίνης. Πάτρα. Σε απόσταση αναπνοής από το κέντρο της πόλης, 40 περίπου οικογένειες ζουν σε χαμηλά, λευκά, μικρά σπίτια -άναρχα χτισμένα- και όλα στολισμένα με πολλές γλάστρες. Σ' αυτή τη γειτονιά είναι το μαγαζί του Κόττα. Για να το βρεις, πρέπει να ρωτήσεις, δεν υπάρχει ταμπέλα –γεγονός που προσθέτει μυστήριο στη γειτονιά και στη νύχτα. Το μαγαζί αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση και από το 1932 που το άνοιξαν οι παππούδες του περνάει από γενιά σε γενιά. Ο Κόττας άρχισε να το δουλεύει μόνος του από το 1960 ενω πάράλληλα εργαζόταν και ως "καμπανάς". Σήμερα, 67 χρόνων δηλώνει ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ αφού ήταν αθεράπευτα ερωτευμένος με το μαγαζί του. Ερωτιάρης, γλεντζές, χαλαρός, πάντα νηφάλιος και εξαιρετικός χορευτής -προτιμάει να χορεύει παρά να μιλάει.
«Δεν παραβιάζω τη ζωή, αφήνω τα πράγματα να έρθουν»
Toν κύριο Γιώργο Κόττα συνάντησε ο Λάμπρος Αραπάκος τον Ιανουάριο του 2014
σχόλια