«Εκείνη την εποχή δεν είχαμε πολλά περιθώρια για αταξίες, εκτός βέβαια από εκείνες που μας έστελναν συστημένους στα ερημονήσια.»
«Αλήθεια», παίρνει φωτιά, «ήσουν κομμουνιστής; Πες μου, Άγγελε –μπορώ να σε φωνάζω έτσι;- τι ήταν αυτό που έκανε τους νέους της εποχής σου αριστερούς;»
«Δεν ήταν θέμα μόνο ταξικό αλλά και νοοτροπίας. Η απέχθεια για μια κατηγορία ανθρώπων. Αντιπροσώπευαν το άκρο αντίθετο όσων εμείς πιστεύαμε, δεν ήταν απλά θέμα διαφωνίας, αλλά ένας άλλος τρόπος ζωής. Αυτοί ονομάστηκαν δεξιοί, εθνικόφρονες, φασίστες, κι εμείς αριστεροί, κομμουνιστές, κόκκινοι, κατακόκκινοι.»
«Ήσουν γραμμένος στο Κόμμα;»
«Όχι.»
«Τότε πως;»
Ο Άγγελος ανάβει τσιγάρο.
«Κοίταξε, μην νομίσεις ότι κάθισα να διαβάσω το «Κεφάλαιο» ή να ασχοληθώ με την υπεραξία και τον διαλεκτικό υλισμό. Από όλα αυτά είχα και εξακολουθώ να έχω μεσάνυχτα. Απλά ήμουν όπως χιλιάδες άλλοι νέοι, αλλά και μεγαλύτεροι μεθυσμένος από τον σοσιαλισμό κι επιζητούσα ν’ ανατραπεί η ατμόσφαιρα του Μεταξικού κράτους και το Παλάτι, που μύριζαν μούχλα και καταπίεση. Αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβα ότι η μορφή του κομμουνισμού που είχε ενστερνιστεί η Σοβιετική Ένωση – που το Κουκουέ είχε για πρότυπό του- δεν ήταν ένα εκφυλισμένο εργατικό κράτος όπως πίστευαν οι Τροτσκιστές, αλλά αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης αργότερα ονόμασε «ολικό και ολοκληρωτικό γραφειοκρατικό καπιταλισμό». Όμως τότε ήμασταν όλοι αγνοί και ιδεολόγοι. Πρέπει να σου πω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι των γραμμάτων, οι πιο προοδευτικοί, ήταν όλοι αριστεροί, ακόμα και αν δεν το ήξερα οι ίδιοι.»
«Όλοι; Τότε ο Κνούτ Χάμσουν ή ο Έζρα Πάουντ;»
«Αυτοί υπήρξαν δοσίλογοι, έτσι τους θυμάται η Ιστορία. Ευτυχώς η Λογοτεχνία το ξέχασε. Μιλάς όμως για μεμονωμένες περιπτώσεις. Εδώ πρόκειται για μια λαίλαπα που σάρωνε τους νέους της Ευρώπης και που ερχόταν σαν παγωμένος άνεμος από τις στέπες της Ρωσίας, αλλά και σαν θερμή πνοή από την Ιβηρική Χερσόνησο. Η ρωσική επανάσταση και ο ισπανικός εμφύλιος ήταν τα εμβλήματα μας. Ένας πυρετός, μια επιδημία, μια αρρώστια μεταδοτική.»
Χωρίς να το καταλαβαίνει τα μάτια του Άγγελου είχαν αρχίσει να πετάνε σπίθες. «Αργότερα έμβλημα μας έγινε και ο Δεκέμβρης του ’44, η μάχη της Αθήνας που τη ζήσαμε στο πετσί μας. Μολονότι, πρέπει να πω, απέχει σε μέγεθος και σημασία από άλλους ξεσηκωμούς.»
«Έχεις μετανιώσει για όλα αυτά, Άγγελε; Θα προτιμούσες να μην είχες υπάρξει κομμουνιστής, να μην είχες υπηρετήσει στην Μακρόνησο;»
«Yπήρξα κομουνιστής του γλυκού νερού. Όχι δεν μετάνιωσα που υπηρέτησα στην Μακρόνησο. Είναι μια ανάμνηση που μαζί με τον πόνο που προξενεί, υπάρχει και μια δόση ηδονής. Ρώτα οποιονδήποτε μακρονησιώτη.»
________________
Απόσπασμα από το χορταστική καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής, 755 σελίδων, το βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα «Δυο φορές Έλληνας», εκδόσεις Κέδρος. Λίγο πριν το τέλος αυτός ο διάλογος ανάμεσα στην νέα γενιά, τον 30χρονο Σωκράτη και την παλιά τον 66χρονο Άγγελο είναι ίσως ένα από τα ωραιότερα σημεία αυτού του διαχρονικού βιβλίου.
Πόσο καθαρά σκέφτονται οι άνθρωποι, ακόμα και στα γεράματα τους, όταν έχουν υπάρξει ιδεολόγοι στην νιότη τους; Και πόσο σφίγγες παραμένουν για τις εποχές που πίστευαν ότι θα αλλάξουν τον κόσμο; Και σκληροί με τον εαυτό τους. Σε μια εποχή γεμάτη θόρυβο δεν τους δίνεται καν το βήμα για να μιλήσουν ή το πιθανότερο έχουν γυρίσει οι ίδιοι την πλάτη τους στο βήμα. Στέκονται ηττημένοι στην γωνία και παρακολουθούν. Είναι όμως όντως ηττημένοι;
σχόλια