«Ο καθένας δίνει στη ζωή του το νόημα που θέλει. Για μένα ήταν πάντα να προσπαθώ να φτιάξω έτσι τον εαυτό μου, ώστε εγώ, αλλά και οι άνθρωποι που αγαπώ, να απολαμβάνουμε περισσότερη χαρά και ελευθερία. Είμαι αντίθετος με ό,τι καταπιέζει και ό,τι περιορίζει. Είμαι με ό,τι απελευθερώνει».
Πέθανε όπως πεθαίνουν οι τυχεροί άνθρωποι, στον ύπνο του, χωρίς να καταλάβει ότι φεύγει. Δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας, αλλά όποιος είχε μιλήσει με τους κοντινούς του ανθρώπους γνώριζε ότι εδώ και περίπου είκοσι μήνες ο Κώστας Σημίτης ήταν ιδιαίτερα καταπονημένος από την οδύνη της απώλειας του αδελφού του. Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του, Σπύρου Σημίτη, τον Μάρτιο του 2023 τον είχε συγκλονίσει και από τότε είχε αρχίσει να καταρρέει ψυχολογικά. Πρώην υπουργός της κυβέρνησής του, που τον είδε πριν από λίγο καιρό στην κηδεία της Βάσως Παπανδρέου, ανέφερε ότι είχε αδυνατίσει υπερβολικά κι έμοιαζε σαν σκιά του εαυτού του. Ο Κώστας Σημίτης ήταν πολύ δεμένος με τον αδελφό του, ο οποίος ήταν το πρότυπό του και ο μέντοράς του, που θαύμαζε και αγαπούσε βαθιά. Ταυτίζονταν σχεδόν στα πάντα και, όπως έλεγε, ήταν ο «καλύτερος του φίλος» και ο «πρώτος σταθμός βοήθειας» για οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετώπιζε.
Ο Κώστας Σημίτης έζησε μεγάλα διαστήματα στην παιδική του ηλικία χωρίς τους γονείς του, λόγω της κατοχής και της αντίστασης αλλά και του εμφυλίου αργότερα, αλλά ήταν πάντα μαζί με τον αδελφό του, τον οποίο ακολουθούσε παντού. Ακόμα και όταν εκείνος αποφάσισε να ζήσει στη Γερμανία, μιλούσαν συνεχώς στο τηλέφωνο, επισκέπτονταν ο ένας στον άλλον και πήγαιναν μαζί διακοπές και ταξίδια. Φαίνεται πως δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την απώλειά του και δεν συνήλθε ποτέ από το σοκ που του προκάλεσε ο θάνατος του.
«Επί δικτατορίας βγήκα στην παρανομία κι έβαζα βόμβες. Διέφυγα στο εξωτερικό και συμμετείχα στο ΠΑΚ. Τα τελευταία χρόνια στο ΠΑΣΟΚ ήμουν εκείνος που επανειλημμένα ασκούσα κριτική και πρότεινα. Αντιστρατεύτηκα εξ αρχής στα δόγματα. Οι "γενναίοι" τι έκαναν όλον αυτόν τον καιρό;».
Ο Κώστας Σημίτης ήταν ένας συγκροτημένος και βαθιά καλλιεργημένος πολιτικός, αποτέλεσε υπόδειγμα δημόσιας συμπεριφοράς, αγαπούσε εκτός από την πολιτική και τον πολιτισμό (πράγμα σπάνιο για τους σύγχρονους Έλληνες πολιτικούς), ήταν ένας αστός ευρωπαϊστής που ήθελε να εκσυγχρονίσει τη χώρα. Όταν διεκδίκησε την εξουσία και τη διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου, είχε όραμα και πολλούς στόχους, μερικούς από τους οποίους στην πορεία εγκατέλειψε. Για να προχωρήσει μπροστά, έκανε σημαντικούς συμβιβασμούς, όπως και ο ίδιος παραδεχόταν. Επέδειξε μια –ανεξήγητη για την προσωπικότητα του– ανοχή στη διαφθορά και στη διαπλοκή στελεχών της κυβέρνησής του. Είχε ένθερμους πολιτικούς θαυμαστές (από τον παλιό Συνασπισμό μέχρι τη μητσοτακική Νέα Δημοκρατία), αλλά και φανατικούς αντιπάλους που τον μισούσαν, ακόμα και μέσα στο ΠΑΣΟΚ.
Του πιστώνεται η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και η συμβολή του στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με μερικά σημαντικά μεγάλα έργα, τα οποία πραγματοποιήθηκαν κατά την κυβερνητική του θητεία (1996-2004). Κατακρίθηκε από αρκετούς για την πολιτική του στάση στα ελληνοτουρκικά (Ίμια) και στο φιάσκο του χρηματιστηρίου. Προειδοποίησε για τη χρεοκοπία εγκαίρως, επί Κώστα Καραμανλή, και διαφοροποιήθηκε από τους χειρισμούς του Γιώργου Παπανδρέου στην κρίση, ενώ άσκησε κριτική στην πολιτική των μνημονίων.
Η τελευταία δημόσια παρέμβασή του ήταν τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Ζάππειο, σε εκδήλωση για τα 50 χρόνια του ΠΑΣΟΚ, του οποίου ήταν ιδρυτικό στέλεχος. Εκεί είπε ότι το ΠΑΣΟΚ οφείλει να πρωταγωνιστήσει ξανά στις εξελίξεις, ότι τώρα υπάρχει μια ευκαιρία και οι ευκαιρίες δεν είναι άπειρες. Έναν χρόνο πριν, σε εκδήλωση που έγινε προς τιμή του, είχε πει κάτι που πίστευε απόλυτα και τον χαρακτήριζε πάντα, ότι «δεν προχωράς χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχο και πρόγραμμα υλοποίησης. Προχωράς με τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις, αλλά συχνά κόντρα στο ρεύμα». Έτσι πορεύτηκε. Με σχέδιο για κάθε του κίνηση και απόφαση. Ούτε αυτό είναι αυτονόητο για τους σύγχρονους Έλληνες πολιτικούς.
Πάντα τόνιζε στους συνεργάτες του ότι δεν πρέπει καμία απόφαση να λαμβάνεται εν θερμώ και είναι γνωστό πόσο αργούσε να αντιδράσει πολλές φορές σε «καυτά γεγονότα» για τον λόγο αυτό. Δεν τον χαρακτήριζε η βιασύνη και η ανυπομονησία και είχε τρομερό αυτοέλεγχο. Ακόμα και το κάπνισμα, που απολάμβανε για ένα διάστημα, το περιόριζε σε δύο-τρία τσιγάρα την ημέρα, κάνοντας τράκα σε συνεργάτες του.
Όταν μαζί με τον Θεόδωρο Πάγκαλο, τη Βάσω Παπανδρέου και τον Παρασκευά Αυγερινό έφτιαξαν την ομάδα των τεσσάρων για να προετοιμαστούν για την μετά Ανδρέα Παπανδρέου εποχή, εκείνος θεωρούσε αυτονόητο πως όταν θα ερχόταν εκείνη η ώρα, αυτόν θα στήριζαν οι άλλοι τρεις. Όταν ρωτήθηκε από συνεργάτη του από πού αντλούσε τη σιγουριά του, απάντησε πως ήταν απλό: ήταν ο μόνος που είχε προετοιμαστεί κατάλληλα γι' αυτό και είχε δημιουργήσει ήδη ένα πανελλαδικό δίκτυο στελεχών από τον Έβρο ως την Κρήτη, κάτι που δεν είχαν κάνει οι υπόλοιποι.
Η αστική καταγωγή και ο πρίγκιπας νονός του
Γεννήθηκε σε μία οικογένεια της ανώτερης αστικής τάξης. Ο παππούς του ήταν μέλος του προεδρείου του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου του Πειραιά, καθηγητής στην ΑΣΟΕΕ, επί σαράντα χρόνια νομικός σύμβουλος της Εμπορικής Τράπεζας (και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων) και η μητέρα του, μια γυναίκα με μεγάλη καλλιέργεια, συμμετείχε στο γυναικείο κίνημα της εποχής.
Η οικογένειά του προσέφερε σε εκείνον και στον αδελφό του μία παιδεία ανάλογη της ανώτερης αστικής τάξης στην οποία ανήκε. Από πολύ μικρή ηλικία τα δύο αδέλφια έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών (γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά). Σχολείο πήγε στο Πειραματικό του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο, από όσα έχει γράψει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, δεν φαίνεται να του άρεσε και τόσο, καθώς, μεταξύ άλλων, ήταν ένα σχολείο της πόλης που δεν διέθετε αθλητικούς χώρους και γήπεδα. Οι συμμαθητές του, όπως ανέφερε, ήταν κυρίως παιδιά γιατρών, δικηγόρων, επιχειρηματιών και σε μικρότερο βαθμό απλών εργαζομένων.
Από τους συμμαθητές του ξεχώριζε τον Νίκο Πουλαντζά, που ήταν ο στενότερος φίλος του από το δημοτικό, ο οποίος μεγαλώνοντας αμφισβητούσε έντονα το σχολείο τους. Στο γυμνάσιο οι δυο τους είχαν γραφτεί στο Γαλλικό Ινστιτούτο, το οποίο προτιμούσαν: «από εκεί αντλούσαμε τις γνώσεις και την κριτική μας διάθεση» έγραψε.
Αργότερα πήγε για σπουδές στη Γερμανία και στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, ακολουθώντας τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του Σπύρο που σπούδαζε ήδη εκεί. «Σπουδάσαμε στο εξωτερικό, γιατί ο πατέρας μας σωστά πίστευε ότι η νομική μας κατάρτιση θα ήταν πολύ καλύτερη» ανέφερε στο βιβλίο του.
Δεν είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά τον Κώστα Σημίτη είχε βαφτίσει ο πρίγκιπας Πέτρος, γιος του πρίγκιπα Γεώργιου και της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Πώς συνέβη αυτό; Σύμφωνα με την οικογένεια Σημίτη, ο πατέρας του ήταν φίλος με τον γιατρό της βασιλικής οικογένειας, που ήταν δημοκρατικών πεποιθήσεων και φίλος του πρίγκιπα Πέτρου, ο οποίος διέφερε από την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια, επιλέγοντας έναν άλλον τρόπο ζωής. Μέσω εκείνου του γιατρού έγινε η γνωριμία με τον πατέρα του και όταν σε κάποια κοινωνική εκδήλωση του 1936, στην οποία παρευρέθηκαν και οι δύο, ο πρίγκιπας έμαθε για τη γέννηση του δεύτερου γιου του Γιώργου Σημίτη, ζήτησε να το βαφτίσει κι εκείνος δέχθηκε.
Ο Κώστας Σημίτης βαπτίστηκε σε ηλικία περίπου ενός έτους, στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στην οδό Σκουφά. Από τότε τον συνάντησε κάποιες φορές, όταν ο πρίγκιπας ήταν στην Αθήνα, αφού έλειπε συχνά, καθώς αγαπούσε τα ταξίδια και τις περιπέτειες. Μετά την κήρυξη του πολέμου το 1940 όμως, χάθηκαν οριστικά, σύμφωνα με την απάντηση του Κώστα Σημίτη σε σχετική ερώτησή μας, πριν από χρόνια, για τον αν διατηρούσαν κάποια σχέση.
Ο Κώστας Σημίτης και το νόημα της ζωής
Το 1995, σε μια προσωπική συνέντευξη, τον είχα ρωτήσει πώς αισθάνεται όταν τον κατηγορούν ως συντηρητικό και άτολμο. «Συντηρητικός; δεν έχω αισθανθεί ποτέ έτσι», είχε απαντήσει κοφτά, αλλά και με μία έκφραση απορίας, σαν να μην το είχε ακούσει ξανά. «Μάλλον τους ενοχλεί ο ρεαλισμός μου» είπε και χαρακτήρισε αστείες τις κατηγορίες για ατολμία.
Ήταν η πρώτη φορά που μίλησε δημόσια για την αντιδικτατορική του δράση: «Επί δικτατορίας βγήκα στην παρανομία κι έβαζα βόμβες. Διέφυγα στο εξωτερικό και συμμετείχα στο ΠΑΚ. Τα τελευταία χρόνια στο ΠΑΣΟΚ ήμουν εκείνος που επανειλημμένα ασκούσα κριτική και πρότεινα. Αντιστρατεύτηκα εξ αρχής στα δόγματα. Οι "γενναίοι" τι έκαναν όλον αυτόν τον καιρό;». Είναι αλήθεια, πάντως, ότι ενώ ιδιωτικά πολλοί δυσανασχετούσαν με το κλίμα παρακμής που επικρατούσε στην αυλή του Ανδρέα Παπανδρέου τότε και στο αρχηγικό μοντέλο διοίκησής του, ελάχιστοι τολμούσαν να του ασκήσουν δημόσια κριτική, όπως πράγματι τολμούσε κι έκανε ο Κώστας Σημίτης.
Στη συνέντευξη εκείνη τον είχα ρωτήσει αν έχει ανακαλύψει αυτό που λέμε νόημα της ζωής. «Ο καθένας δίνει στη ζωή του το νόημα που θέλει. Για μένα ήταν πάντα να προσπαθώ να φτιάξω έτσι τον εαυτό μου, ώστε εγώ αλλά και οι άνθρωποι που αγαπώ να απολαμβάνουμε περισσότερη χαρά και ελευθερία. Είμαι αντίθετος με ό,τι καταπιέζει και ό,τι περιορίζει. Είμαι με ό,τι απελευθερώνει» ήταν η απάντηση του.
Όταν τον ρώτησα ποιοι ήταν οι καλύτεροι του φίλοι, η αυθόρμητη απάντηση του ήταν πως οι καλύτεροι του φίλοι είναι αυτοί που θα μείνουν μέχρι τέλους.
Ο Κώστας Σημίτης αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο και από τους αγαπημένους του σκηνοθέτες ήταν ο Μπέργκμαν, ο Βισκόντι και ο Φασμπίντερ. Από τις ταινίες που είχε δει την εποχή που κάναμε την συνέντευξη, ήταν η «Γη και Ελευθερία» του Κεν Λόουτς, που του είχε αρέσει πολύ, επειδή «δείχνει πόσες ελπίδες έχει ο άνθρωπος, πώς οι ελπίδες αυτές κινούν την ιστορία και πώς, ακόμη και αν απογοητεύεσαι, πάντα υπάρχει κάτι που μένει».
Όταν τον ρώτησα αν υπάρχουν στιγμές που είναι αυθόρμητος, είχε απαντήσει: «… Δεν πρόκειται να αρχίσω να φιλάω δημόσια τους πολιτικούς φίλους μου για να δείξω συμπάθεια. Έχω το πάθος της νηφαλιότητας. Η νηφαλιότητα είναι, αν θέλετε, ένα ελάττωμα που δεν μπορώ να διορθώσω».
Οι χαρακτηρισμοί του ψυχρού και απόμακρου πολιτικού, πάντως, ήταν μάλλον υπερβολικοί. Δεν είχε, πράγματι, το στυλ του πολιτικάντη που έχουν οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί και ήταν σοβαρός. Και η χειραψία του ήταν αρκετά χαλαρή, δεν έσφιγγε το χέρι του άλλου με δύναμη. Αλλά ήταν ζεστός άνθρωπος όταν ήταν πιο χαλαρός και χαμογελούσε συχνότερα από ό,τι νόμιζαν όσοι δεν τον ήξεραν.
Επίσης, παρά την αντίθετη εντύπωση που έδινε, είχε χιούμορ και αυτοσαρκαζόταν αρκετά συχνά. Όταν τον είχα ρωτήσει αν χορεύει, απάντησε ότι το αποφεύγει γιατί το αισθητικό θέαμα του χορού του δεν θα ενθουσίαζε ούτε τους θεατές ούτε όσους θα χόρευαν μαζί του. Χασάπικο και ζεϊμπέκικο, πάντως, δεν χόρεψε ποτέ του, ούτε και γνώριζε να χορεύει αυτούς τους χορούς, παρότι ήταν μία «δεξιότητα» που είχαν σχεδόν όλοι οι άλλοι στο ΠΑΣΟΚ εκείνα τα χρόνια.
Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε υποδειγματικός με τη δημόσια εικόνα του, χωρίς σκάνδαλα και προβολή της προσωπικής του ζωής. «Η ζωή του κάθε πολιτικού πρέπει να δίνει ένα παράδειγμα» μου είχε πει. «Δεν πρέπει να δίνει λαβές για σχόλια. Δεν συμφωνώ όμως ότι η προσωπική ζωή ενός πολιτικού πρέπει να εκτυλίσσεται σε μια προθήκη και να την παρακολουθούν όλοι. Δεν μπορεί όλες οι πτυχές της να είναι αντικείμενο σχολιασμού της κοινής γνώμης».
Από τον πατέρα του έλεγε πως θυμόταν πιο έντονα εκείνο που του είχε πει κάποτε: «Η πάλη γι' αυτό που πιστεύεις μπορεί να έχει και αρνητικές συνέπειες, πρέπει όμως να τις υπομένεις, αν θέλεις να πετύχεις κάτι».
Από τους ανθρώπους που γνώρισε από κοντά, ακαδημαϊκούς και πολιτικούς, είχε πει ότι τον κέρδισαν περισσότερο δύο πρόσωπα: ο Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Ζακ Ντελόρ. Ο πρώτος για την ευρύτητα του πνεύματος και την ανάλυσή του και ο δεύτερος για το ευρωπαϊκό όραμα που είχε και τη θέλησή του να το πραγματοποιήσει.
Ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν ο χαρισματικός ρήτορας που μαγεύει τα πλήθη. Ήταν όμως ένας συγκροτημένος πολιτικός που προετοίμαζε με σχέδιο κάθε του κίνηση και είχε σημαντικά ηγετικά χαρακτηριστικά. Δεν χάιδεψε το ΠΑΣΟΚ για να το κερδίσει όταν σχεδίαζε να διεκδικήσει την ηγεσία του. Αντιθέτως, πήγε κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα, ζητώντας να αλλάξει το ΠΑΣΟΚ και τους έπεισε να τον ακολουθήσουν. Αυτό δεν θα μπορούσε να το πετύχει, εάν δεν διέθετε ηγετικές ικανότητες.
Στην πορεία, ωστόσο, συμβιβάστηκε σε πολλά με το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» που ήθελε να πολεμήσει. Η εξήγηση που έδινε ήταν πως το έκανε για να μη σταθεί εμπόδιο στον μεγαλύτερο στόχο του, που ήταν η ένταξη της χώρας στον πρώτο κύκλο της ΟΝΕ. Ρεαλιστής όπως ήταν, δεν έβαζε πολλούς, μεγάλους κι άπιαστους στόχους. Προτιμούσε τους εφικτούς. Και ακόμα και με αυτούς, αν πίστευε ότι έπρεπε να κάνει κάποιους συμβιβασμούς, θα τους έκανε, αν θεωρούσε ότι το αποτέλεσμα θα ήταν θετικό και θα τον πήγαινε ένα βήμα πιο κοντά τους.