Πάει ένας χρόνος από τη δολοφονία, με βόμβα, της μπλόγκερ και δημοσιογράφου Δάφνης Καρουάνα Γκαλιζία (ή Γκαλιθία) στη Μάλτα. Όπως είναι γνωστό, ερευνούσε την ντόπια εκδοχή των Panama Papers και τις σκοτεινές διασυνδέσεις αξιωματούχων της κυβέρνησης της Μάλτας και του ίδιου του πρωθυπουργικού ζεύγους.
Γιατί όμως μια στήλη σαν αυτή, που ασχολείται με τις πίσω πλευρές της ιδεολογίας και της πολιτικής στην Ελλάδα και αλλού, να επιστρέφει σε αυτήν τη θλιβερή ιστορία; Για τρεις, κυρίως, λόγους. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με τη θέση μου ότι η πραγματικά ερευνητική δημοσιογραφία –η ενοχλητική για όλες τις δομές εξουσίας– είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δημοκρατικής εμπειρίας.
Χωρίς αυτό το είδος έρευνας, που συχνά φτάνει εκεί όπου, για διαφόρους λόγους, δεν πλησιάζουν οι επίσημες Αρχές ούτε οι κλασικοί εξ αποστάσεως αναλυτές και σχολιαστές, οι κοινωνίες μας γίνονται πιο φτωχές και τα ολιγαρχικά και σκοτεινά τους χαρακτηριστικά (που αναπτύσσονται σε όλες τις δημοκρατίες, ακόμα και στις πιο υγιείς) εξαπλώνονται και φθείρεται περισσότερο η δημόσια ζωή.
Η Ελλάδα, αντιθέτως, είναι ο τόπος των άπειρων «σκελετών στο ντουλάπι». Αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι κυρίως οι απειλές και οι ελεγχόμενοι πόλεμοι των αντικυβερνητικών με τους εκάστοτε φίλους της κυβέρνησης. Φυλετικοί πόλεμοι χαμηλής έντασης και άχρηστες ή παραπλανητικές διαρροές. Και κάθε λίγο, όταν κάτι πάει να βγει και να λερώσει λίγο τα καλά ρούχα του ενός ή του άλλου βασιλιά, πέφτει σιωπή ή ιδεολογική τρομοκρατία.
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με το είδος της ιδιαίτερης «εμμονής» που είχε, όπως φαίνεται, η συγκεκριμένη γυναίκα. Δεν ήταν νέα στο επάγγελμα, συνομήλικη ήταν (γεννημένη το 1964) και είχε ήδη τρεις δεκαετίες στη δημοσιογραφία. Εδώ πρέπει να ειπωθεί και κάτι ακόμα, γιατί δεν ξέρω αν στην Ελλάδα έχει λεχθεί: η Δάφνη Γκαλιζία ήταν συντηρητική δεξιά και όχι κάποια εναλλακτική και αντισυστημική. Είχε κριτική έως εχθρική στάση απέναντι στο κεντροαριστερό Εργατικό Κόμμα της Μάλτας, του οποίου εξάλλου οι μηχανισμοί και τα πρόσωπα βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρό της.
Αυτό, ωστόσο, δεν την εμπόδισε να έχει ανοιχτό μέτωπο με το οργανωμένο έγκλημα και την οικονομική διαφθορά και, βέβαια, να μη χαρίζεται στην ίδια της τη χώρα και στην εικόνα της. Η δημοσιογραφική της πρακτική δεν υπάκουε σε αυτή την εξοργιστική αντίληψη που λέει πως «δεν βλάπτουμε τη χώρα μας με τις αποκαλύψεις μας» – αντίληψη η οποία ενισχύει την αυτολογοκρισία των ανθρώπων της δημοσιογραφίας αλλά και τις μασημένες κουβέντες πολλών δημόσιων σχολιαστών σε χώρες υποκρισίας, όπως η δική μας.
Αυτή, λοιπόν, η «δεξιά και ελιτίστρια» (όπως την έθαψε εμμέσως το πολυαγαπημένο περιοδικό των ριζοσπαστών αριστερών «Jacobin») δεν δίστασε να θέσει ενοχλητικά ερωτήματα και να ερευνήσει γύρω από μια κυβέρνηση που εκ των έξω δεν φαίνεται καθόλου κακή.
Και έρχομαι στον τρίτο λόγο για τον οποίο γράφω αυτό το συγκεκριμένο, διαφορετικό απ' όσα συνηθίζω, κείμενο. Θέλω εδώ να τονίσω ξανά ότι από τη σκοπιά της κριτικής και της πραγματικής έρευνας πρέπει να είναι αδιάφορο το αν μια κυβέρνηση ή ένα πλέγμα εξουσίας έχει ψηφίσει, ας πούμε, προοδευτικά νομοσχέδια ή όχι.
Για παράδειγμα, με την κυβέρνηση των Εργατικών η Μάλτα πέρασε πολλά σύγχρονα δικαιωματικά νομοθετήματα και έχει παράλληλα επιδείξει ένα σοσιαλφιλελεύθερο προφίλ που για κάποιους (και εδώ σ' εμάς) είναι αξιοζήλευτο. Ο συνδυασμός ανάμεσα στην προωθημένη δικαιωματική ατζέντα και στον οικονομικό δυναμισμό ανταποκρίνεται στην ιδέα του σύγχρονου κεντρώου προοδευτισμού.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό συγκεκριμένα για τη διαφθορά, την ισχύ του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλες ντροπιαστικές πραγματικότητες; Τι σημαίνει για την ποιότητα των δημόσιων θεσμών; Το ότι η Γκαλιζία δολοφονήθηκε ως επικίνδυνο πρόσωπο αποδεικνύει απλώς ότι η εξουσία ενοχλείται, ανεξάρτητα από το αν αυτή η εξουσία πολιτεύεται «προοδευτικά» ή όχι. Σημαίνει, επίσης, ότι σε κάθε διακυβέρνηση υπάρχουν στοιχεία αυθαιρεσίας, κατάχρησης εξουσίας και ίσως καθαρής εγκληματικότητας.
Πριν από κάποιες δεκαετίες, στη Γαλλία του Φρανσουά Μιτεράν είχαν δοθεί συγκεκριμένες εντολές στη μυστική υπηρεσία (την DGSE) για την ανατίναξη ενός σκάφους της Greenpeace στo λιμάνι του Όκλαντ στη Νέα Ζηλανδία. Διαταγή υπό την έγκριση (όπως αποδείχτηκε) του ίδιου του Προέδρου για ένα φονικό, τρομοκρατικό χτύπημα.
Από την άλλη, πολλαπλά επεισόδια κατάχρησης και διαφθοράς σε πολιτικούς με τις πιο διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές και προσωπικές πορείες έχουν δείξει πάλι το ίδιο: ότι χωρίς ασέβεια απέναντι στις ετικέτες και στις κάθε λογής ταυτότητες, δηλαδή χωρίς την πλήρη ελευθερία του ερευνητή απέναντι στο αντικείμενό του, οι περισσότερες αλήθειες θα έμεναν και θα μένουν θαμμένες.
Στη Γαλλία, όμως, πολλά από τα σκοτάδια του κράτους και των παράλληλων εξουσιών από την εποχή Μιτεράν ως τον Μακρόν έρχονται στο φως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Από δημοσιογράφους κατά βάση. Στην Ιταλία, επίσης, με την εξαιρετική δουλειά δικαστών, δημοσιογράφων και ανεξάρτητων ερευνητών έχουν φανερωθεί πολλά από τα βρόμικα νερά των προηγούμενων δεκαετιών.
Η Ελλάδα, αντιθέτως, είναι ο τόπος των άπειρων «σκελετών στο ντουλάπι». Αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι κυρίως οι απειλές και οι ελεγχόμενοι πόλεμοι των αντικυβερνητικών με τους εκάστοτε φίλους της κυβέρνησης. Φυλετικοί πόλεμοι χαμηλής έντασης και άχρηστες ή παραπλανητικές διαρροές. Και κάθε λίγο, όταν κάτι πάει να βγει και να λερώσει λίγο τα καλά ρούχα του ενός ή του άλλου βασιλιά, πέφτει σιωπή ή ιδεολογική τρομοκρατία.
Η κοινή γνώμη ξεχνάει, οι δημοσιογράφοι κυνηγούν φυσικά το καινούργιο, εγκαταλείποντας αφώτιστες τις παλιές ιστορίες, και οι πολιτικές γενιές διαδέχονται η μία την άλλη με το άγχος της επανεκλογής ή το πολύ με την επιθυμία μιας χρυσής τύχης στην Ευρωβουλή.
Άνθρωποι, όμως, σαν την Γκαλιζία, απείθαρχοι δεξιοί ή ανεξάρτητοι αριστεροί (όπως εκείνος ο ωραίος Γερμανός της δεκαετίας του '70, ο Γκίντερ Βάλραφ), θα μείνουν και θα περιπλανιούνται στην Ευρώπη και στον κόσμο: θα περιπλανιούνται έστω ως τύψεις μιας συνείδησης που αρνείται να δεχτεί την ήττα της.
σχόλια