Γίνεται αυτοί που επιδεικνύουν ευαισθησία και καλές διαθέσεις απέναντι στους αδύναμους να είναι απάνθρωποι; Γίνεται αυτοί που ξιφουλκούν επί χρόνια υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών να καταπίνουν σιωπηροί τη μεγαλύτερη βαρβαρότητα των σύγχρονων χρόνων απέναντί τους; Γίνεται, δίπλα στη ρητορική του μίσους που γεννά και εκφράζει τον ρατσισμό, να υπάρχει μια ρητορική της αγάπης για το ξένο και το διαφορετικό που να ενισχύει, άθελά της πιθανότατα, τον ίδιο αυτόν ακριβώς ρατσισμό; Κι όμως, γίνεται!
Όλες οι πληροφορίες και εικόνες που έχουν έρθει με μεγάλη καθυστέρηση στο φως της δημοσιότητας για τον προσφυγικό καταυλισμό στη Μόρια της Λέσβου δείχνουν ότι στην Ελλάδα του 2018 έχει συντελεστεί η πιο αναίσχυντη μεταχείριση μεταναστευτικών πληθυσμών που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για μια ευρωπαϊκή χώρα τον 21ο αιώνα. Ζωώδεις συνθήκες διαβίωσης για χιλιάδες υπεράριθμους μετανάστες, άθλιες συνθήκες σίτισης και υγιεινής, ανεξέλεγκτη βία, βιασμοί ακόμα και μικρών παιδιών, συνθέτουν μια πραγματική κόλαση. Μια κόλαση που η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε με κάθε τρόπο να κρύψει, απαγορεύοντας στους Έλληνες δημοσιογράφους να κάνουν τη δουλειά τους (συναντώντας ελάχιστες αντιδράσεις γι' αυτό). Ευτυχώς, κυρίως μέσα από ξένα ειδησεογραφικά δίκτυα, έχουμε μάθει την αλήθεια και ξέρουμε πια καλά όχι μόνο ότι δεν δικαιούμαστε οποιοδήποτε «νόμπελ» ανθρωπισμού (μια ακόμη εθνικιστική μεγαλομανία που μας θέλει ανώτερους των άλλων ευρωπαϊκών λαών σε ευαισθησία) αλλά και ότι το στίγμα της βαναυσότητας και της (ύποπτης) ανικανότητας θα μας βαραίνει για πολύ.
Είναι καιρός να μιλήσουμε ανοιχτά για όλους αυτούς που εργαλειοποιούν τη μετανάστευση στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Αυτούς που στο όνομα είτε γενικών δικαιωμάτων, είτε ανέξοδων οραμάτων, είτε ωφελιμιστικών επιδιώξεων ανάγουν τη μετανάστευση σε φυσικό φαινόμενο που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, σε κοινωνική συνθήκη ριζοσπαστική, σε βολικό καιροσκοπισμό.
Οι κρατικές ευθύνες στη (μη) διαχείριση αυτού του τεράστιου προβλήματος είναι κραυγαλέες και δεν αποτελούν το θέμα αυτού του κειμένου. Η Δικαιοσύνη προφανώς και έχει να κάνει πολύ σοβαρή δουλειά, διερευνώντας τον κακό τρόπο διαχείρισης των πολλών χρημάτων που έχουμε λάβει ως χώρα για την προσφυγική κρίση. Αυτό όμως που χρήζει μεγαλύτερης προσοχής είναι ο τρόπος με τον οποίο η ρητορική «ανθρωπιάς» και «αγάπης» απέναντι στους μετανάστες και στους πρόσφυγες που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια αποδεικνύεται μια λογική φετιχοποίησης και εκμετάλλευσής τους.
Μέχρι τώρα, μεγάλο κομμάτι της προσοχής έχει στρέψει στον δημόσιο και επιστημονικό λόγο ο κλασικός στιγματισμός των μεταναστών ως «λαθραίων», ως εγκληματιών, ως δυνάμει επικίνδυνων φορέων ασθενειών και βίαιων συμπεριφορών. Πολλές από τις σημερινές φοβικές αντιδράσεις απέναντι στους ξένους πληθυσμούς (σε σχολεία και άλλους δημόσιους χώρους) εδράζονται σε αυτήν τη λογική δαιμονοποίησης του άλλου. Το κύμα ακροδεξιού λαϊκισμού στην Ευρώπη από κει ενδυναμώνεται.
Αντίθετα, ελάχιστα έχει απασχολήσει εκείνη η ρητορική που ανάγει τους μετανάστες σε ιδανική κοινωνική ταυτότητα. Εκείνες οι εκφράσεις –πολιτικές, δημοσιογραφικές, καλλιτεχνικές– που καλλιεργούν στερεότυπα ωραιοποίησης της μεταναστευτικής συνθήκης και θεωρούν τους μετανάστες/πρόσφυγες τη νέα κοινωνική τάξη, η οποία, υποκαθιστώντας, τρόπον τινά, το προλεταριάτο, φέρει ανατρεπτικές ιδιότητες εξαιτίας της εξαθλίωσής της, της δομικής ανισότητας που προδίδει.
Είναι, άλλωστε, η ρητορική ανθρωπισμού που ηγεμονεύει στα κυριότερα ελληνικά μέσα ενημέρωσης από το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης και ύστερα και όχι αυτή που ακολουθεί τον αποτροπιασμό απέναντι στον μεταναστευτικό πληθυσμό (όπως έγινε με τους μετανάστες στη δεκαετία του '90). Ηγεμονική ρητορική στην Ελλάδα για το μεταναστευτικό είναι αυτή που μιλάει για «προσφυγόπουλα» (μια παραλλαγή των «πριγκιπόπουλων»;), αλλά κάνει τα στραβά μάτια στον πολύπλευρο βιασμό τους.
Είναι αυτή που αδιαφορεί για την αδράνεια του κρατικού μηχανισμού, αλλά νομιμοποιεί άκριτα οποιοδήποτε οικονομικό όφελος προκύπτει από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις (ακόμη και αν αυτές οδηγούν τους μετανάστες στην εξορία σε πολυτελή ξενοδοχεία, σε απομακρυσμένες βουνοκορφές). Είναι αυτή η ρητορική που επικαλείται το τέλος των συνόρων ως ένδειξη ενός νέου κόσμου, λιγότερο κακού, που έκανε «αλληλέγγυες συλλογικότητες» (ελληνικές και ευρωπαϊκές) να οδηγήσουν μετανάστες στη «μεγάλη φυγή» την εποχή της Ειδομένης με βίαιες και δραματικές συνέπειες. Είναι αυτή η βελούδινη ρητορική απανθρωπιάς που δεν θέλει σχεδόν κανείς να αναδείξει.
Είναι καιρός να μιλήσουμε ανοιχτά για όλους αυτούς που εργαλειοποιούν τη μετανάστευση στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Αυτούς που στο όνομα είτε γενικών δικαιωμάτων, είτε ανέξοδων οραμάτων, είτε ωφελιμιστικών επιδιώξεων ανάγουν τη μετανάστευση σε φυσικό φαινόμενο που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, σε κοινωνική συνθήκη ριζοσπαστική, σε βολικό καιροσκοπισμό. Δίπλα στον άθλιο αστυνομικό που βρίζει και βιαιοπραγεί εναντίον της ηλικιωμένης μετανάστριας (όπως είδαμε στο πρόσφατο ιταλικό ρεπορτάζ για τη Μόρια), υπάρχει ένα αντίθετο, αλλά συμπληρωματικό σύνολο από «ευαίσθητους» πολιτικούς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και διανοούμενους που μας λένε ότι πρέπει να εξοικειωθούμε με τα δεινά των μεταναστών, να συνηθίσουμε τους νέους εξωτικούς πλάνητες των πόλεών μας, τα ήθη και την ανομία που φέρουν, γιατί έτσι θα συνειδητοποιήσουμε τη διαρθρωτική ανηθικότητα του (καπιταλιστικού ή ιμπεριαλιστικού) συστήματος.
Αυτό το μέτωπο της εικονικής ευαισθησίας, παρέα και όχι σε αντιδιαστολή με κάθε παραδοσιακό ρατσιστή, συνθέτει το τέλειο έγκλημα, φτιάχνει την ιδανική συνθήκη αποδοχής του ολοκληρωτισμού με αγγελικό πρόσωπο. Η απόλυτη σημερινή δυστοπία στην Ελλάδα για τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες δεν έχει διαμορφωθεί μόνο με τις ανοιχτά ρατσιστικές εκδηλώσεις απέναντί τους, όπως συμβαίνει στην Πολωνία και στην Ουγγαρία. Έχει σφυρηλατηθεί επίσης απ' όλους όσοι ευαγγελίζονται το τέλος των ορίων, των συνόρων και της βιοεξουσίας που έχουν θεσμοθετηθεί ακριβώς για να μπορούν τα έθνη-κράτη να προστατεύσουν και να διαχειριστούν πληθυσμούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
σχόλια