Περνώντας προ ημερών έξω από το μετρό, στην πλατεία του Κεραμικού, χάζεψα την πραμάτεια ενός πλανόδιου βιβλιοπώλη. Μεταξύ των βιβλίων που πουλούσε στα 2 και 3 ευρώ, υπήρχε και ένα που το έψαχνα για χρόνια,μια και απ' όσο γνωρίζω εξαντλήθηκε και δεν επανεκδόθηκε. Αναφέρομαι στο ''Κριστιάνε Φ., 13, πόρνη και τοξικομανής'', ένα ντοκουμέντο με αφηγήσεις της Κριστιάνε Φ. σε μαγνητοταινίες των Κάι Χέρμαν - Χόρστ Ρικ (εξαιρετική η μετάφραση των Μάγδας Νικολαΐδου - Ρωξάνης Καμβύση).
Το εν λόγω βιβλίο είχε φτάσει στα χέρια μου πρώτη φορά το 1990, δηλαδή εννιά χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του στη χώρα μας (Νοέμβριος 1981) από τη σειρά ''Λογοτεχνία/ Ντοκουμέντο'' των εκδόσεων Εξάντας.
Αυτό που σοκάρει τον αναγνώστη είναι η γλαφυρότητα στις περιγραφές και η αμεσότητα του ζωντανού λόγου της συνεντευξιαζόμενης: ένα μικρό κορίτσι - στα 13 όταν ''έμπλεκε'' και στα 15 όταν έδινε τη συνέντευξη - με ευφυία ανώτερη του μέσου όρου και με απίστευτες δραματικές και τραυματικές εμπειρίες.
Ήταν η περίοδος της εφηβείας των 16, 17 και 18 χρόνων που ανακαλύπταμε τα joints μετά μουσικής - συγκεκριμένα, αυτής των rock συγκροτημάτων των δεκαετιών 1960 και '70 - και που νομίζαμε ότι κάτι τρομερό κάναμε, συνδέοντας την ''ιδεολογία'' του ροκ με τα ελαφρά, ευτυχώς, ναρκωτικά. Με την απόσταση 25 χρόνων πλέον, πιστεύω ακράδαντα πως αν δεν έμπλεξα τότε με χημείες επικίνδυνες, το οφείλω πρώτα απ' όλα στη γνωριμία μου με μία μεγάλη σε ηλικία ηθοποιό, πρώην χρήστρια ηρωίνης, κι έπειτα στο βιβλίο - μαρτυρία της Κριστιάνε Φ.
Ένα βιβλίο που μοιραία χάθηκε στο...δρόμο, αφού τό'χε δανειστεί όλη η παρέα και γύρναγε από στέκι σε στέκι κι από σπίτι σε σπίτι. Κατά ένα περίεργο λόγο, ίσως κατανοητό μόνο από μένα, την ανάγνωση του την έχω μέχρι σήμερα ταυτίσει με πολύ συγκεκριμένες ακροάσεις: Με το ''Salisbury'' των Uriah Heep, το ''Houses of the Holy'' των Led Zeppelin και το ''Pin Ups'' του David Bowie. Ίσως είναι που αυτά τα ονόματα μαζί και μ' άλλα απ' το πάνθεο της ροκ μουσικής, περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου. Ίσως πάλι φταίει το ότι σε εκείνη την πρώτη κόπια του βιβλίου που είχα, συνήθιζα να σημειώνω αυτούς τους καλλιτέχνες στις σελίδες του σαν ένα ολίγον βαρβαρικό μαρκάρισμα.
Παρά τον όγκο του (350 σελίδες), το βιβλίο το ξαναδιάβασα μια κι έξω μέσα σ' ένα βράδυ και τίποτα δεν άλλαξε! Εξακολουθώ δηλαδή να το θεωρώ συγκλονιστικό ντοκουμέντο, ενδεικτικό της κουλτούρας της ντρόγκας που οδήγησε πλήθος νεολαίων απ' όλο τον κόσμο στην αυτοκαταστροφή καθ' όλη τη δεκαετία του 1970.
Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, το βιβλίο μας μεταφέρει στη Γερμανία του 1978, τότε που ο Κάι Χέρμαν και ο Χορστ Ρικ συνάντησαν την 15χρονη Κριστιάνε Φ., ήδη κατηγορούμενη για κατοχή ηρωίνης από τα 13 της. Της ζήτησαν να τους δώσει μία δίωρη συνέντευξη στο πλαίσιο μιας έρευνας για τις συνθήκες ζωής των νέων κι εκείνη δέχτηκε. Μόνο που αντί για δύο ώρες, η συνέντευξη κράτησε δύο μήνες με την Κριστιάνε να αφηγείται τη ζωή της με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: τους πειραματισμούς με το χασίσι και το LSD, τον τελικό εθισμό της στην ηρωίνη μέσα σε λίγους μήνες, το ανελέητο κυνήγι της δόσης, τις εφόδους της αστυνομίας στις ντισκοτέκ της εποχής, τους χιποροκάδες φίλους και εραστές της που αποδεκατίστηκαν, τους πελάτες της στη συνέχεια, την απόλυτη εξαθλίωση και το καθημερινό φλερτ με το θάνατο. Το σχέδιο της γι'αυτή τη συνέντευξη υποστήριξαν κι επιζήσαντες τζάνκις από την παρέα της, οι γονείς τους, καθώς κι η ίδια η μάνα της Κριστιάνε Φ. Έτσι, στο βιβλίο συμπεριλήφθησαν κι αυτών οι μαρτυρίες ''για να συμβάλουν στην ανάλυση του προβλήματος ηρωινομανία'', όπως σημείωναν στον πρόλογο τους οι Κάι Χέρμαν - Χορστ Ρικ.
Αυτό που σοκάρει τον αναγνώστη είναι η γλαφυρότητα στις περιγραφές και η αμεσότητα του ζωντανού λόγου της συνεντευξιαζόμενης: ένα μικρό κορίτσι - στα 13 όταν ''έμπλεκε'' και στα 15 όταν έδινε τη συνέντευξη - με ευφυία ανώτερη του μέσου όρου και με απίστευτες δραματικές και τραυματικές εμπειρίες. Μιλάει τόσο για τη δική της περιπέτεια, όσο και για την παρέα της, πραγματικά πρόσωπα όλοι και δέσμιοι της ηρωίνης: Τη Στέλλα που κλείστηκε στις γυναικείες φυλακές στα 14 της, τη Μπαμπέτ που πέθανε στα 14 της, επίσης, δημιουργώντας ένα φοβερό ρεκόρ για το Βερολίνο, τον Αντρέα, τον πρώτο έρωτα της, που έφυγε στα 14 του κι αυτός, και τον φίλο της, Ντέτλεφ, με τον οποίο εκπορνεύονταν μαζί για να βρουν χρήματα για τη δόση τους.
Το βιβλίο - ντοκουμέντο περιέχει ακόμη φωτογραφίες από αστυνομικά ρεπορτάζ της εποχής με εφόδους σε στέκια τοξικομανών, σε πιάτσες παιδικής πορνείας και στο σιδηροδρομικό σταθμό Bahnhof Zoo, όπου οι dealers ''έσπρωχαν'' την πρέζα στα μικρά παιδιά.
Μια πεισιθανάτια μιζέρια μεταφέρεται στον αναγνώστη που δε μπορεί να ανασάνει κυριολεκτικά από την πορεία της Κριστιάνε στον πιο κακοτράχαλο δρόμο της ζωής της. Μοιραία, η ηρωίνη παρουσιάζεται σαν το πιο αποκρουστικό και επώδυνο ανθρώπινο παρασκεύασμα, ένα τέρας ικανό να κατασπαράξει αθώες παιδικές σάρκες και ψυχές. Ένα ''ουφ'' ανακούφισης φεύγει ασυναίσθητα από τα χείλη κάθε φορά που η Κριστιάνε γλιτώνει από το overdose. Μέχρι την επόμενη φορά...
Και ο αναγνώστης συμπάσχει μαζί. Συμπονάει ένα μικρό κορίτσι, πανέξυπνο! Ζηλεύει κάπου την απόλυτη ελευθερία του παρά το δράμα του! Κι εκεί είναι που παρεμβαίνουν οι μαρτυρίες της μητέρας της Κριστιάνε και των άλλων προσώπων που είχαν έρθει σε επαφή μαζί της, δίνοντας κάποιες διαφοροποιημένες εκδοχές. Σαν σύντομα ιντερμέδια μέσα σε μία, βαριά φορτωμένη ενορχηστρωτικά, συμφωνία του άσπρου και του μαύρου!
Ας αφήσουμε όμως τώρα το βιβλίο ''Κριστάνε Φ., 13, πόρνη και τοξικομανής'' - πολύ πιασάρικος ο ελληνικός τίτλος (συμφώνως μ' αυτόν της γαλλικής έκδοσης), αφού ο πρωτότυπος ήταν ''Εμείς τα παιδιά του Bahnhof Zoo'', όπου Bahnhof Zoo ήταν σιδηροδρομικός σταθμός, το στέκι πρέζας της Κριστιάνε στο Βερολίνο - κι ας δούμε τι έκανε στη ζωή της μετά η ταλαιπωρημένη ηρωίδα μας.
Κατ' αρχάς η Κριστιάνε Φ., κατά κόσμον Βέρα Κριστιάνε Φελσέρινοβ, είναι εν ζωή και 53 ετών σήμερα. Μετά την επιτυχία του βιβλίου της, που επίσης έγινε και ταινία με τη συμμετοχή μάλιστα του David Bowie (ο Bowie υπήρξε κι αυτός φαν του βιβλίου), ''υιοθετήθηκε'' από την οικογένεια των εκδοτών της και έφυγε μαζί τους στην Ελβετία. Χρόνια μετά, θα δηλώσει πως το πάρκο Platzspitz της Ζυρίχης ήταν η ''Ντίσνεϊλαντ των πρεζάκηδων'' και πως πέρασε όλη εκείνη την περίοδο ανάμεσα σε χρήστες ηρωίνης και επιφανείς συγγραφείς.
Την αγάπη της για τη ροκ μουσική δεν την εγκατέλειψε ποτέ, αφού αμέσως μετά την έκδοση του βιβλίου στη Γερμανία τά'φτιαξε με τον μουσικό Αλεξάντερ Χάκε της industrial μπάντας Einsturzende Neubauten και μαζί έκαναν δύο δίσκους, ενώ συμμετείχαν και στην ταινία ''Decoder'' (1983), στην οποία εμφανίζονταν επίσης ο Γουίλιαμ Μπάρροουζ, οι Soft Cell, οι Psychic TV, οι The The κ.α.
Τα επόμενα χρόνια, η Κριστιάνε έζησε στις ΗΠΑ όπου συνελήφθη για κατοχή ηρωίνης, αλλά και στην Ελλάδα για λίγο, πριν επιστρέψει οριστικά στη Γερμανία το 1993. Το 1994 μπήκε σε πρόγραμμα μεθαδόνης, ούσα ήδη φορέας ηπατίτιδας C από τα τέλη των 80s. Το 1996 γέννησε τον μοναχογιό της. Τον πήρε μαζί της στο Άμστερνταμ, αλλά έχασε την επιμέλεια του το 2008, λόγω των συνεχιζόμενων προβλημάτων της με τα ναρκωτικά.
Σήμερα η Κριστιάνε που πάσχει από κίρρωση του ήπατος περιμένει την έκδοση ενός δεύτερου αυτοβιογραφικού βιβλίου της και τον θάνατο. Για το πρώτο ελπίζει ότι θα κρατήσει μακριά από τα ναρκωτικά κι άλλους ανθρώπους, περισσότερους συγκριτικά με το πρώτο της βιβλίο. Για το δεύτερο, ξέρει ότι σύντομα θα πεθάνει κι αν δεν έχει και την καλύτερη ζωή για να ζήσει, είναι η ζωή της και δε μπορεί τώρα πια να την αλλάξει!
Εγώ πάλι, έχοντας υποστεί ένα μάλλον οφέλιμο πολιτισμικό σοκ με το να διαβάσω το βιβλίο της στα 16 μου, την ευχαριστώ από δω και της εύχομαι νά'ναι όσο γίνεται καλύτερα και να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη. Αυτός ήταν ο Ροκ Βίος & Πολιτεία της Κριστιάνε, μιας 13χρονης πόρνης και τοξικομανούς, και χάρηκα που την ξαναβρήκα σε μια βόλτα μου στον Κεραμικό.
Υ.Γ. Ακούστε από το youtube ολόκληρο το σάουντρακ του David Bowie από την ταινία του Ούλριχ Έντελ για την Κριστιάνε Φ. Η ίδια βρήκε την ταινία λίγο soft αναφορικά με ό,τι είχε περάσει και είχε καταγραφεί στο βιβλίο. Θυμόταν ωστόσο έντονα που το ίνδαλμα της, ο David Bowie, ήρθε και την πήρε με ένα πανάκριβο αυτοκίνητο για να πάνε μαζί στην πρεμιέρα. ''Νόμιζα πως ο κόσμος είχε μαζευτεί για να θαυμάσει τον Bowie, αλλά όλοι αυτοί ήταν εκεί για μένα'' θα πει σε συνέντευξη της πολλά χρόνια αργότερα.
σχόλια