Η ευγένεια ποτέ δεν υπήρξε χαρακτηριστικό του ελληνικού δημόσιου χώρου τις τελευταίες δεκαετίες. Από την οδική συμπεριφορά και την εκατέρωθεν ανταλλαγή κοσμητικών επιθέτων και της απλόχερης παλάμης, τη συμπεριφορά των επιβατών στα μέσα μαζικής μεταφοράς που ποδοπατιούνται για να μπουν και να βγουν από αυτά, μέχρι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα γήπεδα που βανδαλίζονται τελετουργικά, αυτό που τείνει να επικρατήσει είναι η προσβολή. Προσβολή που μπορεί να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας άγαρμπης χαριτολογίας, να εμπλουτίζει το πλούσιο ανθολόγιο βωμολοχιών ή και να ασκεί πραγματική σωματική βία.
Οι κώδικες ευγενείας –τουλάχιστον από τη Μεταπολίτευση και ύστερα– σηματοδοτούν είτε τον συντηρητικό καθωσπρεπισμό είτε μια προσποιητή δημόσια (όχι αυθεντική) συμπεριφορά και είναι μάλλον παράδειγμα προς αποφυγή. Σε καμία περίπτωση δεν νοούνται ως αναγκαίοι άτυποι κανόνες συμβίωσης στις δύσκολες συνθήκες συνάθροισης και ανάμειξης στη μεγάλη πόλη.
Το γεγονός ότι αυτές οι προσβλητικές συμπεριφορές και εκφράσεις πέρασαν και στα μέσα επικοινωνίας δεν πρέπει να εξηγηθεί μόνο με τη βάσιμη ερμηνεία του προσπορισμού εύκολου κέρδους. Σημαντικό μέρος της ιδιωτικής τηλεόρασης και του αθλητικού Τύπου αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια το θερμοκήπιο μιας αγενούς δημόσιας σφαίρας, έχοντας σίγουρα οικονομικό όφελος από αυτήν. Μια τάση που πολλαπλασιάστηκε και «εκδημοκρατίστηκε» την εποχή του Διαδικτύου και των social media, στα οποία δεν υφίσταται οικονομικό κέρδος για να εξηγήσει την άνθηση της μισαλλοδοξίας και του αγενούς λόγου.
Αυτό που συνέβη περίπου την τελευταία δεκαετία είναι η μεταμόρφωση της βάναυσης λαϊκότητας, που περιοριζόταν σε τηλεοπτικούς σταθμούς χαμηλής τηλεθέασης και περιθωριακά έντυπα, σε κομβικά σημεία της θεαματικής και πολιτικής κουλτούρας. Το trash από περιθωριακό έγινε mainstream και θεσμικό. Ο χουλιγκανισμός πολιτικοποιήθηκε.
Αυτό τον αρχαϊσμό, αυτό τον τυφλό φανατισμό, αυτή την τυφλή πίστη σε οπαδικούς ή άλλους φυλετισμούς, εξέφρασε ο Τάκης Τσουκαλάς και ξεσήκωσε μεγάλη αντίδραση εντός και εκτός συνόρων για μια φυσιογνωμία που ακριβώς υπερβαίνει τα σύνορα στην παραδοσιακή λογική τους και τα θέτει σε μια νέα βάση.
Ο Τάκης Τσουκαλάς, ο ηγετικός χούλιγκαν της Θύρας 7, αποτελεί ξεχωριστό παράδειγμα του φανατικού δημόσιου λόγου που θεωρείται αποδεκτός ή καλτ. Ακόμη και αντίπαλοί του πολλές φορές κάθονται και παρακολουθούν τις εκπομπές του και διασκεδάζουν με τον τρόπο που καθυβρίζει τους πάντες και τα πάντα. Σε άλλες εποχές, το γεγονός ότι προσβάλλει με ρατσιστικό ή άλλον τρόπο κάποιους αθλητές ή παράγοντες που ανήκουν σε ανταγωνιστικές ομάδες ούτε θα ξένιζε ούτε θα ενοχλούσε. Γι' αυτόν το λόγο έγινε γνωστός, γι' αυτόν το λόγο κερδίζει επί χρόνια θέση σε διάφορα τηλεοπτικά κανάλια.
Ο Τάκης Τσουκαλάς είναι ο Νεάντερταλ του αθυρόστομου, προσβλητικού και μισαλλόδοξου σχολιαστή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι το πρότυπο μέσα από το οποίο ο χουλιγκανισμός επεκτάθηκε τα χρόνια της κρίσης εκτός των αθλητικών κερκίδων, στα βουλευτικά έδρανα και στα πληκτρολόγια όλων όσοι αποφάσισαν να πάρουν θέση στις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων με σκοπό να χωρίσουν την πραγματικότητα σε «καλούς» και «κακούς», σε πατριώτες και προδότες, σε ανθρώπους και υπανθρώπους.
Η αντίδραση του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην προσβολή που εκστόμισε ο γνωστός «τηλεπαρουσιαστής» για τον αδερφό του δεν φανέρωσε απλώς τον παραδοσιακό βιολογικό ρατσισμό που είναι γνωστό ότι εμφανίζεται, μεταξύ αστείου και σοβαρού, σε πολλές αθλητικές εκφράσεις, εντός και εκτός Ελλάδας. Πιο πολύ αποκάλυψε τον νεο-ρατσιστικό λόγο που έχει αναπτυχθεί στην ελληνική πραγματικότητα πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης και αφορά τον στιγματισμό οποιασδήποτε διάκρισης, οποιασδήποτε περίπτωσης που ξεπερνά τον κανόνα της περήφανης φτώχειας και του εύκολου βολέματος που τείνουν να γίνουν οι κυρίαρχες αξίες.
Το παγκόσμιο μπασκετικό ίνδαλμα που ακούει στο όνομα Αντετοκούνμπο συμβολίζει το μοναδικό ελληνικό success story της τελευταίας δεκαετίας, ένα αθλητικό υπόδειγμα παγκόσμιας εμβέλειας που μέσα στην ιδιαιτερότητά του, αν δεν ενοχλεί, σίγουρα αποσυντονίζει πολλές από τις αρχαϊκές νοοτροπίες του ελληνικού αθλητικού, και όχι μόνο, χώρου.
Αυτό τον αρχαϊσμό, αυτό τον τυφλό φανατισμό, αυτή την τυφλή πίστη σε οπαδικούς ή άλλους φυλετισμούς, εξέφρασε ο Τάκης Τσουκαλάς και ξεσήκωσε μεγάλη αντίδραση εντός και εκτός συνόρων για μια φυσιογνωμία που ακριβώς υπερβαίνει τα σύνορα στην παραδοσιακή λογική τους και τα θέτει σε μια νέα βάση. Η προσβλητική φράση του πιο διάσημου φιλάθλου του Ολυμπιακού, όμως, μας έκανε να σκεφτούμε τον γενικότερο χουλιγκανισμό που με κάποιον τρόπο διακατέχει τη δημόσια σφαίρα. Ακόμη και ο πρωθυπουργός ανάρτησε στα social media φωτογραφία του με τη φανέλα του Θανάση Αντετοκούνμπο ως ένδειξη επικοινωνιακής συμπαράστασης.
Μια κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως πράξη προσωπικού αναστοχασμού, αν δεν είχε προηγηθεί λίγες μέρες πριν η δημόσια δικαιολόγηση που έδωσε στον δικό του Τάκη Τσουκαλά, τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη, που προανήγγειλε δικαστικές διώξεις πολιτικών αντιπάλων για ίδιον πολιτικό όφελος1, ενώ λίγες μέρες μετά τουίταρε «χιουμοριστικό» μήνυμα για τους νεκρούς της πυρκαγιάς στο Μάτι2, χωρίς να υπάρξει καμία κυβερνητική αντίδραση.
Το πρόβλημα που ακούει στο όνομα «Τάκης Τσουκαλάς» δεν είναι ούτε μεμονωμένο ούτε περιστασιακό. Είναι σύμπτωμα της κοινωνικής επιθετικότητας, της μιντιακής φαιδρότητας και της πολιτικής μαγκιάς που επικρατούν στον «σύγχρονο» ελληνικό δημόσιο χώρο και λόγο και κορυφώνονται τα χρόνια της κρίσης. Είναι δείγμα ενός γενικευμένου εκφασισμού που γίνεται επιτρεπτός και διασκεδαστικός γιατί σπάει τους κανόνες της πολιτικής ορθότητας, κάνει τη δημόσια επικοινωνία εκρηκτική, αποδομεί τους συμβιωτικούς κανόνες ευγενείας και ουσιαστικά μάς εξοικειώνει με τις χειρότερες μορφές βαναυσότητας που πλέον μας κυβερνούν.