Η Μάσα Γκέσεν είναι γνωστή πέρα από την βραβευμένη αρθρογραφία της για το New Yorker, για τις θέσεις της εναντίον του αυταρχισμού του Ρώσου Προέδρου αλλά και του «θυγατρικού» της Μόσχας δικτάτορα της Τσετσενίας που εδώ και δώδεκα χρόνια σκορπά στην πατρίδα του τον τρόμο, τη βία και την καταστολή (με ιδιαίτερη μανία μάλιστα εναντίον των ομοφυλόφιλων, οι οποίοι βασανίζονται και κατόπιν παραδίδονται στον όχλο για διαπόμπευση ή ακόμα και για λιντσάρισμα) και για τον ακτιβισμό της υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων, ειδικά της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία της «Βλαντιμίρ Πούτιν: Ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο» (Εκδόσεις Πατάκη, 2012) και «Ο Ρώσος μαθηματικός Γκρίσα Πέρελμαν» (Εκδόσεις Τραυλός, 2009)
Στο πιο πρόσφατο άρθρο της στο New Yorker, η Γκέσεν περιγράφει πώς ήρθε σε επαφή με ανθρώπους που βασανίστηκαν από το καθεστώς του Καντίροφ αλλά και με ακτιβιστές που ενορχήστρωσαν την μυστική καμπάνια αποπομπής από το Instagram και το Facebook του ανθρώπου που καυχιόταν ότι είχε τρία εκατομμύρια followers...
«...Ο 25χρονος Τσετσένος που συνάντησα και ζήτησε να αναφερθεί μόνο με το ψευδώνυμο 'Αρσεν μου είπε ότι δεν αντιπαθούσε πάντα τον Καντίροφ, αντιθέτως μάλλον. «Νόμιζα ότι τουλάχιστον μας παρείχε ασφάλεια», είπε. Η άποψή του άλλαξε δραματικά όταν στα τέλη Φλεβάρη της περσινής χρονιάς, ο Άρσεν ήταν ένας από τους πρώτους γκέι που συνελήφθησαν από άντρες με πολιτικά και κρατήθηκαν στο πλαίσιο μιας σειράς διώξεων, συλλήψεων και δολοφονιών.
Eνώ δεχόταν απανωτές κλωτσιές με αρβύλες παντού στο κορμί του, άκουσε έναν από τους βασανιστές του να λέει σ΄ έναν άλλον: «Ο Αρχηγός είπε να μην χτυπάμε στο πρόσωπο για να φαίνονται μετά άθικτοι». Ένας «Αρχηγός» υπάρχει στην Τσετσενία και τότε ήταν που ο Άρσεν κατάλαβε ότι ο Καντίροφ δεν θα ερχόταν να τον σώσει.
Αρχικά, μου είπε, τον κράτησαν και τον βασάνισαν σε ένα διαμέρισμα. Μάλιστα όσο τον βασάνιζαν, προσπαθούσε να σκεφτεί έναν τρόπο ώστε να απελευθερωθεί και να πηδήξει από το παράθυρο του σπιτιού που ήταν στον δεύτερο όροφο και μετά να ζητήσει βοήθεια από την αστυνομία – δεν μπορεί, ο Καντίροφ θα τον έσωζε.
Μετά όμως, ενώ δεχόταν απανωτές κλωτσιές με αρβύλες παντού στο κορμί του, άκουσε έναν από τους βασανιστές του να λέει σ΄ έναν άλλον: «Ο Αρχηγός είπε να μην χτυπάμε στο πρόσωπο για να φαίνονται μετά άθικτοι». Ένας «Αρχηγός» υπάρχει στην Τσετσενία και τότε ήταν που ο Άρσεν κατάλαβε ότι ο Καντίροφ δεν θα ερχόταν να τον σώσει. Αργότερα, θα αναγνώριζε ανάμεσα στους απαγωγείς του ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της ιδιωτικής φρουράς του αρχηγού της Τσετσενίας.
Λίγες εβδομάδες μετά την κράτηση και τον βασανισμό του Άρσεν, ένας Αμερικανός ακτιβιστής που δεν μπορεί επίσης να αποκαλύψει τα στοιχεία του, προσπαθούσε να εφεύρει κάποια πιο αποτελεσματική στρατηγική εναντίον του Καντίροφ, εκτός από το να βοηθάει ανθρώπους να διαφύγουν ή να θρηνεί γι' αυτούς που δεν τα κατάφεραν. Οι συμβατικοί μέθοδοι πάντως δεν έδειχναν να πιάνουν – οι συστηματικές πιέσεις δηλαδή μέχρι να του επιβληθούν διεθνείς κυρώσεις ή πάγωμα καταθέσεων του στο εξωτερικό.
Ο Καντίροφ δεν φαινόταν να έχει σοβαρές καταθέσεις στο εξωτερικό ούτε και κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τον κόσμο έξω από τη Ρωσική ομοσπονδία. Αυτό που του άρεσε σίγουρα ήταν να καυχιέται για τα τρία εκατομμύρια ακόλουθους του στο Instagram (η Τσετσενία ολόκληρη έχει λιγότερους από ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους) και καμιά πενηνταριά χιλιάδες οπαδούς στο Facebook (τώρα που οι λογαριασμοί του έκλεισαν, είναι αδύνατον να επιβεβαιωθούν αυτά τα μεγέθη).
Του ήρθε λοιπόν η ιδέα να αναγκάσει το Instagram και τη μητρική του εταιρεία, το Facebook, να διακόψουν τους λογαριασμούς του στα δύο κοινωνικά δίκτυα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Όπως μου είπε ο ίδιος: «Η προσπάθεια να πείσω οργανισμούς να στηρίξουν καμπάνια διωγμού του από το Instagram απέτυχε. Πολλοί ήταν εμφανώς φοβισμένοι για την σωματική τους ακεραιότητα σε βαθμό που σπανίως συναντάς ακόμα και σε σχέση με τους πιο αμφιλεγόμενους τύπους». Αναγκάστηκε συνεπώς με τους συνεργάτες του να καταφύγουν σε παρασκηνιακού τύπου καμπάνια, την εξέλιξη της οποίας μου επέτρεψαν να παρακολουθώ στη διάρκεια του προηγούμενου έτους.
Οι ενέργειές τους έφτασαν και μέχρι την κυβέρνηση Τραμπ, ασκώντας έντονες πιέσεις να μπει το όνομα του Καντίροφ στην επίσημη λίστα Ρώσων πολιτών που αντιμετωπίζουν κυρώσεις ως υπεύθυνοι για κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Άγνωστο πόσο ακριβώς επηρέασαν αυτές οι πιέσεις. Η ουσία είναι ότι στις 20 του περασμένου Δεκέμβρη, στην επίσημη λίστα που ανακοινώθηκε από το Αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών με τα πέντε νέα ονόματα Ρώσων που αντιμετωπίζουν κυρώσεις, ένα από αυτά ήταν και του Καντίροφ. Δύο μέρες αργότερα, οι λογαριασμοί του στο Instagram και στο Facebook είχαν εξαφανιστεί.
Το γραφείο τύπου του Facebook δεν απάντησε ποτέ στις ερωτήματά μου σχετικά με την καμπάνια απομάκρυνσής του από τις πλατφόρμες, όπως δεν απάντησε υποθέτω και στην επιστολή της ρωσικής υπηρεσίας που είναι αρμόδια για τους κανονισμούς χρήσης του διαδικτύου και απαιτούσε εξηγήσεις για το μπλοκάρισμα του Καντίροφ από τα κοινωνικά μέσα.
Ο ίδιος πάντως δήλωσε ότι δεν του καίγεται καρφί και ότι θα ιδρύσει δικό του μέσο κοινωνικής δικτύωσης στην Τσετσενία. Ο Άρσεν πάντως που είχε καταλήξει ως πρόσφυγας στο Τορόντο αφού πέρασε πολλούς μήνες κρυμμένος στη Ρωσία, ήταν πολύ χαρούμενος γι' αυτές τις κυρώσεις. «Δεν μπορώ να βρω καν τα λόγια για να εκφράσω τη χαρά μου» μου είπε πριν λίγες μέρες στο τηλέφωνο».
Με στοιχεία από το New Yorker
σχόλια