Tα τηλεοπτικά κανάλια τα χρόνια της κρίσης, κυρίως για λόγους οικονομίας, έχουν επιλέξει τη λύση των διαγωνιστικών reality shows για να γεμίσουν τις ώρες υψηλής τηλεθέασης.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η επιλογή των καναλιών αντικατοπτρίζει κάποιες σημαντικές τάσεις της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας ή είναι ακόμα μια fake εικόνα της «κοινωνία του θεάματος» που τόσο συχνά κατακεραυνώνεται απ' όσους θέλουν να φέρουν ποιοτικούς διαχωρισμούς και να επιβεβαιώνουν το «υψηλό» πολιτισμικό τους κεφάλαιο.
Τι σημαίνει, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι φέτος την τηλεθέαση και τις εντυπώσεις δεν τις κερδίζει το «Survivor 3» αλλά το «Masterchef 3»;
Γιατί η μεγάλη επιτυχία του «Survivor» του 2017 δεν επαναλαμβάνεται και τώρα, παρότι το concept αντιπαράθεσης Ελλήνων και Τούρκων παικτών υποσχόταν μια θεαματική εθνικιστική αντιπαράθεση;
Γιατί ο μαγειρικός διαγωνισμός «Masterchef» φαίνεται να ανθίσταται και να σφραγίζει την τελευταία δεκαετία τηλεοπτικού «ρεαλισμού» παρά τις αρκετές παραλλαγές του που έχουν εμφανιστεί και τις μάλλον πρόσκαιρες επιτυχίες άλλων φορμάτ;
Είναι ήδη εφικτή μια μικρή ιστορία του είδους των reality τηλεπαιχνιδιών και ειδικότερα αυτών που κεντρίζουν το ενδιαφέρον των Ελλήνων τηλεθεατών σε κάθε συγκυρία, η οποία θα μπορούσε να φωτίσει καλύτερα την κοινωνική τους σημασία πέρα από τις εύκολες καταγγελίες περί κουλτούρας των «σκουπιδιών» και των υποτιμητικών κριτικών που αρνούνται να δουν ότι σε κάποιες από αυτές τις εκπομπές συναντιέται η «μάζα» των τηλεθεατών.
Το γεγονός ότι έχουμε περάσει από την εποχή ενός παραδοσιολαγνικού μεγαλοϊδεατισμού (βλ. «Big Brother», «Fame Story» κ.λπ.) σε αυτήν μιας πιο προσγειωμένης φιλοδοξίας γύρω από την ατομική επιτυχία («Masterchef») ίσως να μην είναι καθόλου αμελητέα υπόθεση.
Η πρώτη περίοδος υιοθέτησης των διαγωνιστικών reality shows στην Ελλάδα ήταν μεταξύ 2001 και 2003, οπότε ο βασικός αφηγηματικός μοχλός υπήρξε η πανοπτική παρακολούθηση της σκηνοθετημένα έγκλειστης καθημερινότητας των παικτών μέσα από τη φόρμουλα του «Big Brother» και των παραλλαγών του.
Η εισαγωγή του υβριδικού είδους τηλεπαιχνιδιού και ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα (gamedocs) δεν έγινε χωρίς δημόσιες αντιδράσεις, κυρίως για την ηθική του αξία. Σε αυτήν τη φάση κυριάρχησαν οι αφηγηματικές συμβάσεις του εξομολογητικού ήθους και του ανέφικτου ρομαντικού ειδυλλίου και όχι τόσο η ηδονοβλεπτική διάσταση, όπως κάποιοι φοβήθηκαν αρχικά.
Είναι η εποχή που η υιοθέτηση ευρύτερων δυτικών προτύπων και πρακτικών γίνεται ταυτόχρονα με την υπερπροβολή παραδοσιακών στερεοτύπων και αξιών.
Οι Έλληνες τηλεθεατές την Πρωτοχρονιά του 2002 θα αγνοήσουν τη στιγμή ανάληψης των πρώτων ευρώ από τον τότε πρωθυπουργό Κ. Σημίτη και θα παρακολουθήσουν μαγεμένοι (με 70% τηλεθέαση) τον πρώτο νικητή του «Big Brother», Γιώργο Τσάκα, μια μετεξέλιξη του παραδοσιακού Έλληνα άνδρα. Είναι μια σημαίνουσα στιγμή που εισάγει την Ελλάδα στον 21ο αιώνα, με όλες τις αντιφάσεις της σε πλήρη ανάπτυξη.
Η δεύτερη περίοδος των reality παιχνιδιών έρχεται μεταξύ 2003 και 2007, οπότε οι εκπομπές επικεντρώνουν στην καλλιέργεια του ελληνικού ονείρου για γρήγορη επιτυχία και εκδημοκρατισμό του star system, με κορωνίδα την περίπτωση του «Fame Story».
Τα πρώτα χρόνια νικητές αυτής της κατηγορίας reality αναδεικνύονται πρωταγωνιστές με παραδοσιακά κοινωνικά χαρακτηριστικά, που δεν έχουν τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των διαγωνιζόμενων αλλά συμβολίζουν την επανασύνδεση της ελληνικής ομογένειας με την πατρίδα και επαναφέρουν εικόνες αθωότητας και αγνότητας στην περίπλοκη ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 2000.
Οι περιπτώσεις της Καλομοίρας Σαράντη και του Περικλή Στεργιανούδη είναι οι πιο χαρακτηριστικές. Σε μια εποχή που η επικοινωνιακή διάσταση ταυτίζεται όλο και περισσότερο με πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής σφαίρας, τα reality shows ταλέντων έρχονται να επεξεργαστούν τη σχέση του καλλιτεχνικού κυρίως θεάματος με το management της δημόσιας εικόνας.
Γι' αυτόν το λόγο, άλλωστε, σταδιακά η κριτική επιτροπή των εκπομπών αυτών γίνεται σημαντικότερη από τους πρωταγωνιστές, αφού σε αυτήν υπάρχουν οι «ειδικοί» μάνατζερ προώθησης καλλιτεχνικών διασημοτήτων (Ψινάκης, Μουρατίδης κ.ά.), οι οποίοι τελικά κλέβουν την παράσταση.
H τρίτη περίοδος των ελληνικών realities ταυτίζεται λίγο πολύ με αυτήν της οικονομικής κρίσης (2008 και ύστερα). Η παρακολούθηση των ιδιωτικών στιγμών της καθημερινότητας σχεδόν εκλείπει.
Επίσης, οι εκπομπές ανάδειξης τραγουδιστικών ταλέντων επιστρέφουν στο πολύ μακρινό παρελθόν του «Να η ευκαιρία» και αποσυνδέονται σημαντικά από τη λογική του reality («Voice», «X-Factor» κ.λπ).
Την τρέχουσα δεκαετία εκείνη η εκπομπή που φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη σε διάρκεια επιτυχία είναι ο διαγωνισμός «Masterchef».
Παρά το γεγονός ότι στοιχεία παρακολούθησης ατομικής ή ομαδικής ίντριγκας διανθίζουν όλο και περισσότερο την επανεμφάνιση της εκπομπής στο Star (αρχικά είχε εμφανιστεί με μεγάλη επιτυχία στο Mega), η μακρά απήχησή τoυ φαίνεται να οφείλεται κυρίως στις δυνατότητες κοινωνικής επιτυχίας που φέρει η εξειδίκευση σε μια εργασία-τεχνική που δεν υποτιμά τη χειρωνακτική της διάσταση.
H μαθητεία και ανταγωνισμός πάνω σε μια «τέχνη» που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής τα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης (από την κ. Βέφα και μετά) δίνει την ευκαιρία παρακολούθησης όχι τόσο συνταγών και τεχνικών για την παρασκευή ευπρεπούς φαγητού (όπως και πολλές άλλες μαγειρικές εκπομπές) αλλά της εστίασης στη διάκριση που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την εκμάθηση της υψηλής, πολυεθνικής, παραδοσιακής και ταυτόχρονα υπερσύγχρονης κουζίνας.
Οι νικητές (που δεν αναδεικνύονται από την ψήφο τηλεθεατών αλλά από σεφ) του παιχνιδιού, άλλωστε, δεν εκπέμπουν τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά που διέκριναν άλλους νικητές προηγούμενων ελληνικών realities αλλά παραπέμπουν σε στοιχεία πειθαρχίας, ευγένειας και καινοτομίας.
Αν και ο κόσμος της τηλεοπτικής υπερπραγματικότητας εμπεριέχει πάντοτε πολλαπλές αντιθέσεις και αλληλοαναιρέσεις, μπορούμε να δούμε σε αυτόν, και κυρίως στις επιλογές του τηλεοπτικού κοινού, όχι μόνο μια μονοδιάστατη εξέλιξη προς αρχαϊκά ή αγοραία πρότυπα, αλλά και μια πιο εξωστρεφή και σύγχρονη προοπτική.
Το γεγονός ότι έχουμε περάσει από την εποχή ενός παραδοσιολαγνικού μεγαλοϊδεατισμού (βλ. «Big Brother», «Fame Story» κ.λπ.) σε αυτήν μιας πιο προσγειωμένης φιλοδοξίας γύρω από την ατομική επιτυχία («Masterchef») ίσως να μην είναι καθόλου αμελητέα υπόθεση. Μια υπόθεση που μπορούμε να αντικρίσουμε περισσότερο στην υποτιμημένη reality πτυχή μας παρά σε άλλες, εξιδανικευμένες σφαίρες μας.
Tο άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO