Ρατσισμός, εθνικισμός, ακροδεξιά τρομοκρατία, ξενοφοβία, φασισμός. Όροι δυσοίωνοι που θα απασχολήσουν καθώς φαίνεται έντονα την ελληνική αλλά και την παγκόσμια επικαιρότητα μέσα στο 2019.
Μια χρονιά που στο εσωτερικό αναμένεται η ολοκλήρωση της δίκης της ΧΑ ενόσω ο ακροδεξιός χώρος «ποντάροντας» αφενός στο Μακεδονικό, αφετέρου στο Προσφυγικό-Μεταναστευτικό συσπειρώνεται, «αγριεύει» και προσπαθεί να δημιουργήσει ξανά κλίμα.
Μια χρονιά που μια ενδεχόμενη ευρεία νίκη της ξενόφοβης, «νατιβιστικής» εθνολαϊκιστικής Δεξιάς (ENF) στις Ευρωεκλογές θα πυροδοτούσε δυσάρεστες εξελίξεις, ενισχύοντας πιθανόν και το εξτρεμιστικό της κομμάτι.
Που και διεθνώς η τάση ανάδειξης ηγετών τύπου Τραμπ και Μπολσονάρο, η γενικότερη έξαρση του ρατσιστικού, ισλαμοφοβικού, αντισημιτικού, ομοφοβικού κ.λπ. λόγου αλλά και η αύξηση των βίαιων επιθέσεων, με πιο πρόσφατη και πλέον τραγική αυτή στα δύο νεοζηλανδικά τεμένη (που συμπτωματικά συνέβη λίγες ώρες πριν από την παρούσα συνέντευξη, είχε δε και κάποιο... άρωμα Ελλάδας) δημιουργεί εύλογες ανησυχίες, καλώντας σε επαγρύπνηση όσους δεν συμφιλιωθήκαμε ποτέ με την ιδέα ότι το μέλλον θα είναι μια μπότα πάνω σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο.
Αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο και διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Münster, η συνομιλήτριά μου και συγγραφέας του βιβλίου «Η Άκρα Δεξιά στην Ελλάδα 1965-2018» (εκδόσεις Καστανιώτη) είναι από τους αρμοδιότερους ανθρώπους να συζητήσουμε για όλα αυτά καθώς ασχολείται επισταμένα χρόνια τώρα με το ακροδεξιό φαινόμενο σε παραδόσεις, άρθρα, βιβλία, ομιλίες κ.λπ.
Παρότι η ενασχόληση αυτή προέκυψε κάπως τυχαία, καθώς λέει, το ενδιαφέρον της δεν είναι μόνο ακαδημαϊκό – ο παππούς της στον οποίο κι αφιερώνει το τελευταίο της πόνημα, πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ναούσης, δολοφονήθηκε από Χίτη την άνοιξη του '47 με τον δράστη να αθωώνεται καθότι «ενήργησε πατριωτικά».
Η τακτική των ακροδεξιών εξτρεμιστών είναι γνωστή, προσποιούνται ότι είναι το «καινούργιο», το «αδιάφθορο», συνομωσιολογούν, καταγγέλλουν τους πάντες, υπόσχονται ανέφικτα πράγματα - ότι π.χ. το οικονομικό πρόβλημα της χώρας τάχα θα λυθεί αν όλες οι δουλειές περάσουν σε «χέρια Ελλήνων».
Με φόντο το αίθριο του Παντείου μιλήσαμε μεταξύ άλλων για τον «νέο» Δυτικό λευκό φονταμενταλισμό που αξιώνει να αντιγράψει τον αντίστοιχο ισλαμικό, για τον ρατσιστικό, ισλαμόφοβο, μισαλλόδοξο δημόσιο λόγο μεγάλης μερίδας πολιτικών και ΜΜΕ σε Ελλάδα και εξωτερικό που υποδαυλίζει τέτοιες ενέργειες.
Για την πορεία της εγχώριας ακροδεξιάς από τη χούντα στη μεταπολίτευση όπου «δεν έπαψε να έχει διαρκή παρουσία είτε με μεγαλύτερα είτε με μικρότερα αλλά πολυάριθμα σχήματα και μορφώματα, από την ΕΠΕΝ μέχρι το ΛΑΟΣ και τους ΑΝΕΛ» και την, ως εκ τούτου, καθόλου «ξαφνική» άνοδο της ΧΑ.
Η οποία εκμεταλλευόμενη την κρίση, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, το Μακεδονικό και βέβαια την «έλλειψη της απαραίτητης θεσμικής αυστηρότητας απέναντί στον ακροδεξιό εξτρεμισμό», καθώς τονίζει, κατέστη η πιο μαζική (παρότι όχι όσο θέλει να διαφημίζεται) και ταυτόχρονα πλέον ακραία του έκφραση – «επιτυχία» που όμως ενόψει και της δίκης τελεί υπό αναίρεση.
Ακόμα ωστόσο κι αν διαλυόταν αύριο η ΧΑ, δεν θα τελειώναμε με την ακροδεξιά στην Ελλάδα όσο εξακολουθεί να διατηρεί διασυνδέσεις με θεσμούς, κέντρα εξουσίας, συνδέσμους αποστράτων, μέσα ενημέρωσης κ.λπ., όσο τα ιδεολογήματά της γίνονται νόρμα και διαχέονται σε ευρύτερους πολιτικούς χώρους –από την αξιωματική αντιπολίτευση έως τον μέχρι χτες κυβερνητικό «εταίρο»–, όσο η συνωμοσιολογία, οι φυλετικές θεωρίες και η πατριδοκαπηλεία βρίσκουν κοινό, όσο χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες παραμένουν «όμηροι» ιδίως στα νησιά, με τα ξενοφοβικά αντανακλαστικά να επιβαρύνουν την απόγνωσή τους: «Η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς, ξέρετε, δεν είναι κάποιο μυστικό σχέδιο.
Συνήθως εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας και πολύ συχνά ξεκινά από μικροπράγματα –μια χειραψία, μια κοινή φωτογραφία, μια νόμιμη εμπορική συναλλαγή–, καταλήγοντας σε απομείωση της πολυπλοκότητας του φαινομένου κι εντέλει στην αποδοχή του», υπογραμμίζει.
— Άλλη ερώτηση είχα για αρχική αλλά η επικαιρότητα δυστυχώς μας πρόλαβε. Αναφέρομαι φυσικά στο μακελειό του Κράιστσερτς με δράστη φανατικό ακροδεξιό που «αντέγραψε», τρόπον τινά, τον σφαγέα της Ουτόγιας Μπρέιβικ, με τον οποίο φαίνεται να μοιράζεται αρκετά κοινά.
Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο αν ο Τάραντ είναι ένας «μοναχικός λύκος» σαν τον Μπρέιβικ ή αν σχετίζεται με κάποιο εξτρεμιστικό «δίκτυο». Υπάρχουν πράγματι κοινά στοιχεία με την επίθεση στη Νορβηγία το 2011, όπως το συνωμοσιολογικό υπόβαθρο, οι αναφορές στη «σύγκρουση των πολιτισμών», η ανάρτηση πυκνών ιδεολογικών μανιφέστων με ρατσιστικό περιεχόμενο κ.ά.
Τα θύματα ωστόσο του Μπρέιβικ δεν ήταν αλλόθρησκοι μετανάστες αλλά νεαροί Νορβηγοί, μέλη της νεολαίας των Σοσιαλδημοκρατών, που θεωρήθηκαν από τον δράστη συνυπεύθυνοι για την «απαξίωση» της Ευρώπης με το άνοιγμα των συνόρων σε άλλους λαούς και πολιτισμούς. Ο Τάραντ από την άλλη δολοφόνησε ανθρώπους που προσεύχονταν σε τέμενος.
Στην περίπτωσή του υπάρχει έντονο το αντιισλαμικό στοιχείο κι ας μιλάμε για μια χώρα με μόλις 1% μουσουλμάνους – ένα στοιχείο που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο στον Δυτικό κόσμο γενικότερα (κόμματα, πολιτικές ελίτ, ακροδεξιά, ΜΜΕ), «στρώνοντας» το έδαφος για τέτοιες ιδέες και δράσεις.
Το ίδιο το γεγονός, εκτός από τραγικό, είναι βέβαια πολύ ανησυχητικό, όπως κάθε έκφραση αδιάκριτου, τυφλού εξολοθρευτικού μίσους εναντίον συλλήβδην μιας κοινότητας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Το μίσος συνοδεύεται από κυνισμό, καθώς ο Τάραντ μετέδιδε ζωντανά το μακελειό από τον λογαριασμό του στο Facebook. Έχουμε πλέον τυπικούς, θα λέγαμε, λευκούς άνδρες Δυτικούς να μετατρέπονται σε φονταμενταλιστές μαχητές για να «προστατεύσουν» τα «δίκαια» της «φυλής» κοπιάροντας τις εξολοθρευτικές πρακτικές των ισλαμιστών τρομοκρατών.
— Ασχολείστε χρόνια με το ακροδεξιό φαινόμενο. Πού εστιάζετε στο νέο σας πόνημα;
Θέλησα καταρχήν να εντοπίσω και να καταγράψω ιστορικές κληρονομιές, παραδόσεις και στοιχεία συνέχειας στην ελληνική ακροδεξιά.
Όταν μετά το '12 η ΧΑ ενδυναμώθηκε θεαματικά, πολλοί μίλησαν για κάτι «ξαφνικό», ειδικά όταν επί δεκαετίες η ακροδεξιά βρισκόταν στο περιθώριο.
Εντούτοις δεν επρόκειτο για κάτι τόσο «ξαφνικό» κι αυτό ακριβώς ήθελα να καταδείξω με έναν τρόπο εμπειρικό, με συγκεκριμένα στοιχεία και άλλο υλικό που καταδεικνύει την όχι τυχαία ως τώρα διαδρομή της.
Η ακροδεξιά είχε διαρκή παρουσία στη μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή είτε με μεγαλύτερα (Εθνική Παράταξη, ΕΠΕΝ) είτε με μικρότερα αλλά πολυάριθμα σχήματα και μορφώματα.
Πιάνω το νήμα από το 1965 με το Κόμμα 4ης Αυγούστου (Κ4Α) του Κωνσταντίνου Πλεύρη που συνεργάστηκε με το δικτατορικό καθεστώς, με ανθρώπους του να αποκτούν θεσμικό και προπαγανδιστικό ρόλο, ενώ και πριν το '67 η «καχεκτική» μας μεταπολεμική δημοκρατία έδινε έδαφος στην ακροδεξιά.
Και μεταπολιτευτικά όμως διαπιστώνουμε τεκμηριωμένα διείσδυση τέτοιων στοιχείων σε περιοχές της κρατικής μηχανής, στα Σώματα Ασφαλείας κ.λπ., η οποία έγινε ακόμα εμφανέστερη μετά το 2012.
— Αληθεύει επομένως ότι η ελληνική ακροδεξιά διέθετε ανέκαθεν σοβαρά ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, τους θεσμούς κ.λπ.
Υπάρχει σίγουρα μια λογική «συγκοινωνούντων δοχείων» όσον αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα και θεσμούς, πράγμα που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη της απαραίτητης θεσμικής αυστηρότητας απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.
Αν όχι οι ίδιοι οι θεσμοί, «παράγοντες» στο εσωτερικό τους προσφέρουν χείρα βοηθείας στην ακροδεξιά, όπως συχνά είδαμε να συμβαίνει με τη ΧΑ.
Ένας ακόμα χώρος που αξίζει διερεύνησης είναι σύνδεσμοι αποστράτων, αρκετοί από τους οποίους εμφανίζουν εμπλοκή με τη ΧΑ ή με άλλα ακροδεξιά σχήματα τις τελευταίες δεκαετίες.
— Η ΧΑ είναι άραγε «φυσική συνέχεια» της εξέλιξης της ακροδεξιάς στη χώρα μας ή κάτι ξέχωρο;
Η ΧΑ σχετίζεται στενά με τον λοιπό ακροδεξιό χώρο. Ήδη πριν από το 2000 διατηρούσε συνδέσεις με «συγγενείς» πολιτικές δυνάμεις, είχε π.χ. συνεργαστεί στις δημοτικές εκλογές με τον ΛΑΟΣ το 2010, ο δε Μιχαλολιάκος ήταν «εκλεκτός» του έγκλειστου στον Κορυδαλλό δικτάτορα Παπαδόπουλου.
Αυτός μαζί με τον Κωνσταντίνο Πλεύρη και τον Γιώργο Καρατζαφέρη βρίσκονται σε επικοινωνία κι ας μην είναι πάντα στις ίδιες οργανώσεις, που άλλωστε αποτελούν κομμάτια του ίδιου παζλ – ανέκαθεν υπήρχε, ξέρετε, ένα συνεκτικό νήμα σε αυτό τον χώρο, άσχετα με τις κατά καιρούς διαφοροποιήσεις.
Αν κάπου ξεχωρίζει η ΧΑ από την υπόλοιπη ακροδεξιά, πέρα από τον απροκάλυπτα εθνικοσοσιαλιστικό της χαρακτήρα –τον οποίο κιόλας ουδέποτε κατ' ουσία αναθεώρησε– είναι ακριβώς η συστηματική υιοθέτηση του βίαιου ακτιβισμού, πρακτική που από το '74 μέχρι την είσοδο των Χρυσαυγιτών στη πολιτική σκηνή ήταν μάλλον περιθωριακή.
Η νεολαία της ΕΠΕΝ στα μέσα δεκαετίας του '80 προέβαινε επίσης σε βίαιες πρακτικές επιδιδόμενη σε «μάχες πεζοδρομίου» με ιδεολογικούς αντιπάλους, στερούνταν ωστόσο του «έμψυχου υλικού» για κάτι μαζικότερο εκτός του ότι η Αριστερά κυριαρχούσε τότε παντού, από τα Πανεπιστήμια μέχρι τους εργασιακούς χώρους.
Η ΧΑ κατάφερε να προσελκύσει περισσότερο –και ηλικιακά νεότερο, κάτι βασικό για ακτιβιστικές δράσεις– κόσμο από ό,τι προκάτοχα σχήματα, όπως η ΕΝΕΚ π.χ., που επίσης «στρατολογούσε» νέους.
Η ΧΑ όχι μόνο επιδιδόταν εξαρχής σε «δράσεις δρόμου» αλλά στελέχη της έφτασαν να πολεμήσουν στη Βοσνία στο πλευρό του Κάρατζιτς, όπως έχει γραφτεί.
Κομβικό σημείο για την πολιτική της «αναβάθμιση» ήταν τα μεγάλα συλλαλητήρια της δεκαετίας του '90 για το Μακεδονικό.
Παρότι όμως αναδείχθηκε τρίτη πολιτική δύναμη μετά το '12, αυτό δεν αντικατοπτρίζει την πραγματική της ισχύ σε αριθμούς. Οι οργανωμένες δυνάμεις της, ειδικά σήμερα, δεν είναι πολλές. Καταφέρνει να διατηρεί, εντούτοις, έναν αριθμό μεταφερόμενων «μαχητών» ικανό να δημιουργεί καταστάσεις.
— Ήταν εκτιμάτε η οικονομική και η μεταναστευτική/προσφυγική κρίση οι βασικές αιτίες της «άνθισης» της ακροδεξιάς στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία ή απλώς ενισχύθηκε μια ήδη υφιστάμενη τάση (εθνικός μεγαλοϊδεατισμός, Μακεδονικό, εξωτερικές επιρροές κ.λπ.).
Η οικονομική κρίση και η όξυνση του μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος, η ίδια η συνθήκη της πολυπολιτισμικότητας ενίσχυσαν πανευρωπαϊκά την άκρα δεξιά.
Ωστόσο στην Ελλάδα είχε δείξει ήδη πριν από το 2009 σαφή δείγματα ανόδου οπότε συνεπικουρούμενη από έναν ευρύτερο ρατσιστικό, ξενοφοβικό δημόσιο λόγο «επένδυσε» πολιτικά αφενός στο λεγόμενο Μακεδονικό, αφετέρου στο δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό και προσφυγικό «κύμα» που αποτελούσαν πια όχι «κοντινοί μας» και εύκολα εντάξιμοι Βαλκάνιοι και Ανατολικοευρωπαίοι οικονομικοί μετανάστες, αλλά άνθρωποι κυρίως από την Ασία, με διαφορετικό χρώμα δέρματος, διαφορετική θρησκεία κ.λπ.
Τους νεοφερμένους αυτούς στοχοποιεί ιδιαίτερα η Χρυσή Αυγή, αρχικά σε τοπικό επίπεδο (4ο και 6ο δημοτικό διαμέρισμα της Αθήνας), «δραστηριότητα» που της αποδίδει το '10 μια έδρα στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας.
Στη συνέχεια οι επιθέσεις της ΧΑ πυκνώνουν και πλέον τις καταγράφουμε πιο συστηματικά, γνωρίζουμε δηλαδή πια όλα σχεδόν τα βίαια περιστατικά όπου εμπλέκεται είτε απευθείας είτε καμουφλαρισμένη πίσω από ομάδες «αγανακτισμένων πολιτών», ιδίως στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Η κρίση δημιούργησε συνθήκες ώστε να διαρραγούν οι δεσμοί των πολιτών –ιδιαίτερα των λιγότερο προνομιούχων– με τα παραδοσιακά κόμματα και να απονομιμοποιηθεί στα μάτια τους το κοινοβουλευτικό καθεστώς.
Η τακτική των ακροδεξιών εξτρεμιστών είναι γνωστή, προσποιούνται ότι είναι το «καινούργιο», το «αδιάφθορο», συνομωσιολογούν, καταγγέλλουν τους πάντες, υπόσχονται ανέφικτα πράγματα –ότι π.χ. το οικονομικό πρόβλημα της χώρας τάχα θα λυθεί αν όλες οι δουλειές περάσουν σε «χέρια Ελλήνων»–, εχθρεύονται τους Ευρωπαίους που μας «ποδηγετούν» επιδιώκοντας το κακό μας κ.λπ., θεωρίες που βρίσκουν μεγαλύτερη απήχηση σε ένα ασταθές πολιτικοκοινωνικό κλίμα.
— Είναι κοινή πεποίθηση ότι συνυπεύθυνοι για την άνοδο αυτή είναι αφενός οι θεσμοί και το πολιτικό μας σύστημα, αφετέρου η στάση πολλών ΜΜΕ.
Υπήρξε όντως μια μακροχρόνια αδράνεια σε επίπεδο πολιτικής σκηνής –κομμάτων, θεσμών, Πολιτείας– που μόνο με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα άρχισε να «σπάει».
Και είδαμε τον τότε υπουργό ΠΠ Νίκο Δένδια να κάνει το αυτονόητο, να παίρνει δηλαδή τις δικογραφίες που είχαν «ξεχαστεί» σε κάποιο συρτάρι και να τις προωθεί δικαστικά.
Όσο για τη στάση μεγάλης μερίδας των ΜΜΕ, ήδη από την εποχή του ΛΑΟΣ αντιμετώπιζαν την ακροδεξιά σαν ένα θέμα γενικά «πιασάρικο» που χάρη στη ΧΑ διέθετε πλέον κι ένα «αντισυμβατικό», νεολαιίστικο λαϊφστάιλ (τατουάζ, γυμνασμένα σώματα κ.λπ.).
Επόμενο ήταν να αποκτήσει έτσι ο ακροδεξιός χώρος μεγαλύτερη ορατότητα και ενδεχομένως ευρύτερη κοινωνική αποδοχή. Εδώ ακόμα κι αφότου ξεκίνησε η δικαστική διερεύνηση για τη ΧΑ πολλά μέσα ενημέρωσης, ακόμα και κρατικά, συνέχιζαν να την προβάλλουν όπως τους λοιπούς κομματικούς σχηματισμούς.
Εκτιμώ βέβαια ότι πλέον είμαστε σε μια φάση που τα περισσότερα μέσα είναι προσεκτικότερα όσον αφορά την προβολή θέσεων κι εκπροσώπων της ακροδεξιάς. Το κακό ωστόσο ήδη έγινε...
— Μήπως στην ενίσχυση της ΧΑ και της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς εν γένει συνέβαλε η διάδοση της θεωρίας των «δύο άκρων» και πόσο τη συμμερίζεστε εσείς;
Κοιτάξτε, το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει βία, τρομοκρατία ή μια εκφραστικότητα που ξεπερνά τα δημοκρατικά όρια κι από άλλους πολιτικούς χώρους –που υπάρχει– δεν σημαίνει ότι δεν οφείλουμε να εστιάσουμε στην ακροδεξιά βία. Τα μοτίβα της είναι διαφορετικά, τα προφίλ δραστών και θυμάτων επίσης.
Όπως φανερώνουν και τα στοιχεία του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, τα συνήθη θύματα της ακροδεξιάς βίας είναι μετανάστες, εβραϊκά μνημεία, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, ο χώρος του αντιφασισμού επίσης.
— Πρόσφατο δελτίο Τύπου του Δικτύου ανέφερε ότι παρότι μειώθηκαν οι ρατσιστικές επιθέσεις παρατηρείται διεύρυνση της βάσης του ρατσισμού, άνοδος της κουλτούρας της βίας στις γειτονιές, διάχυση και τάση «κανονικοποίησης» τέτοιων φαινομένων που προδιαθέτουν για νέα έξαρση της ακροδεξιάς βίας.
Βρίσκω πολύ εύλογες αυτές τις παρατηρήσεις γιατί μετά το '15-'16 έχουμε μια συνθήκη βιαιοποίησης που σχετίζεται κυρίως με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Καταγράψαμε μάλιστα κι εμείς εδώ στο Πάντειο αύξηση αυτών των περιστατικών.
Μια συνεργάτιδά μας, η Κάρμεν Μίσσιου, κατέγραψε για το προαναφερθέν διάστημα στη διπλωματική της εργασία ογδόντα τέτοια συμβάντα εναντίον είτε προσώπων είτε υλικών στόχων. Τα περισσότερα αφορούν συγκεκριμένες περιοχές (Αττική, νησιά Ανατολικού Αιγαίου, Μακεδονία).
— Τέτοιου τύπου φαίνεται πως ήταν και η εμπρηστική επίθεση στο Athens Checkpoint. Ουδείς ανέλαβε την ευθύνη, οι δράστες ωστόσο πήραν για «λάφυρο» τη rainbow σημαία.
Έμοιαζε πράγματι με «φωτογραφική» επίθεση ακροδεξιών. Σε κάποιες τέτοιες ενέργειες έχουμε διαπιστώσει ότι δεν αναλαμβάνουν μεν επίσημα την ευθύνη, αφήνουν όμως κάποιο «στίγμα», π.χ. σβάστικες σε βανδαλισμένα εβραϊκά μνημεία.
Όλα αυτά εντάσσονται κάτω από μια ρατσιστική ομπρέλα που μιλά για ανωτερότητα της ελληνικής φυλής, την οποία «απειλούν» κατώτερες «ράτσες» όπως οι Εβραίοι, οι Ρομά, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, οι ΛΟΑΤΚΙ+ επίσης.
Ο αντισημιτισμός ειδικά παραμένει συστατικό στοιχείο της ακροδεξιάς ιδεολογίας ακόμα κι αν δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμος. Ο ιδρυτής του Κ4Α έχει συγγράψει ολόκληρα αντισημιτικά πονήματα, δικάστηκε μάλιστα γι΄αυτά.
— Έχει νομίζω επίσης σημασία να σταθούμε στο ότι ορισμένα από τα πιο προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν ακροδεξιά προέλευση, ο δε πολιτικός της λόγος «φλερτάρει» έντονα μαζί του τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι κάτι καινούργιο η ύπαρξη ακροδεξιών στοιχείων στη συντηρητική παράταξη. Μετά τη μεταπολίτευση οι δυνάμεις του ακροδεξιού χώρου μοιράστηκαν κι ένα κομμάτι τους βρήκε στέγη εκεί, μολονότι ούτε ο Ράλλης ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήθελαν να γίνει η ΝΔ καταφύγιο χουντικών.
Υπήρχε βέβαια παράλληλα η λογική της ενσωμάτωσης και της συσπείρωσης ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων στα δύο μεγάλα κόμματα την εποχή που κυριαρχούσε ο δικομματισμός.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης π.χ. εκλέχτηκε αρχικά βουλευτής με τον ΛΑΟΣ που προήλθε από διάσπαση της ΝΔ. Η ακροδεξιά παρουσία ενισχύθηκε σημαντικά αφότου αρχηγός της ΝΔ εξελέγη ο Αντώνης Σαμαράς, πρώην ηγέτης της ΠΟΛΑΝ, ενός κόμματος με έντονη εθνικιστική ρητορική.
Αντίθετα από τον προκάτοχό του Κώστα Καραμανλή που έλεγε «όχι στα άκρα και τις ακρότητες» –είχε διαγράψει μάλιστα τον Καρατζαφέρη παρά το δυνητικό κόστος σε ψήφους–, ο Σαμαράς έδωσε πρόθυμα «βήμα» σε τέτοιες φωνές και διακυβεύματα, ωθώντας το κόμμα του δεξιότερα της κεντροδεξιάς.
— Παρά πάντως τις διαρκείς «διαρροές» και τη συνεχιζόμενη δίκη, η ΧΑ μοιάζει να διατηρεί αξιοσημείωτη δημοσκοπική αντοχή.
Δεν νομίζω ότι η δίκη αφήνει ανεπηρέαστους τους ψηφοφόρους της. Σκεφτείτε ότι πριν ξεκινήσει η δικαστική διερεύνηση, η εκλογική επιρροή της ΧΑ άγγιζε σε δημοσκοπήσεις το 13%. Πλέον έχει σταθεροποιηθεί γύρω στο 7%, δίχως ενδείξεις ιδιαίτερης ανάκαμψης.
Ήδη από τον Σεπτέμβριο του '13 ξεκίνησε να χάνει σε δυναμική και η πορεία αυτή ακολουθεί έκτοτε πτωτική τάση. Δεν κινδυνεύει βέβαια άμεσα να βρεθεί εκτός βουλής, ακόμα όμως κι αν ξαναβγεί τρίτο κόμμα δεν αλλάζει κάτι αφού η απόστασή της από τα δύο πρώτα είναι και θα παραμείνει μεγάλη.
Το ότι πάντως δύο στους τρεις ψηφοφόρους της ΧΑ την ψήφισαν τουλάχιστον δύο συνεχόμενες φορές δείχνει μια συνειδητή επαναληπτικότητα. Μένει να δούμε αν θα διατηρηθεί αυτή η εικόνα και μετά τη λήξη της δίκης...
— Αισιοδοξείτε για την ετυμηγορία;
Ακριβείς προβλέψεις είναι αδύνατες και φυσικά δεν είμαι νομικός, όμως τα επιβαρυντικά τεκμήρια είναι τόσο συντριπτικά ώστε θεωρώ ανέφικτο να καταπέσει το κατηγορητήριο. Το τι ποινές τώρα θα επιδικαστούν στους ενόχους είναι άλλο ζήτημα.
— Ο Δημήτρης Ψαρράς γράφει στον «Αρχηγό» ότι η ΧΑ είναι ουσιαστικά κατασκεύασμα ενός ανδρός, του αρχηγού της δηλαδή που αν εξουδετερωθεί με μια βαριά καταδίκη, η οργάνωση είτε θα διαλυθεί είτε θα συρρικνωθεί σημαντικά. Συμφωνείτε;
Η φιγούρα του αρχηγού παίζει σίγουρα εξέχοντα ρόλο σε τέτοια σχήματα, ειδικά όσον αφορά τη συνοχή και τις κατευθυντήριες «γραμμές». Μια εναλλαγή ηγεσίας, ηθελημένη ή «επιβεβλημένη», σαφώς θα προκαλούσε αναταράξεις και εκλογικές απώλειες.
Εκτιμώ ωστόσο ότι αν η ΧΑ παραμείνει στην εκλογική σκηνή θα προβεί κάποια στιγμή σε αλλαγή ηγεσίας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της δίκης.
Ενδιαφέρον είναι να δούμε τι θα συμβεί αν υποχρεωθεί να κατέβει στις εκλογές με άλλη ονομασία εάν χαρακτηριστεί κι επίσημα εγκληματική οργάνωση. Θα δυσκολευτεί να δικαιολογήσει στο κοινό της μια καταδικαστική απόφαση, θα πληγεί δε περαιτέρω και εκλογικά.
— Ορισμένοι πάντως, όπως και η ίδια προεικάζετε, θα έφερναν αντιρρήσεις στο ότι εντάσσετε τους ΑΝΕΛ ή ακόμα και τον ΛΑΟΣ στο ακροδεξιό «τόξο».
Δεν πρόκειται φυσικά για ναζιστικά, εξτρεμιστικά κόμματα. Διαθέτουν εντούτοις έντονα εθνικιστικά-λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, δεν είναι δηλαδή απλώς δύο ακόμα κόμματα του συντηρητικού χώρου.
Οραματίζονται ένα περίκλειστο, «καθαρόαιμο» έθνος-κράτος, χωρίς καμία «παραχώρηση» εθνικού χώρου στην ΕΕ, χωρίς μετανάστες και πρόσφυγες επίσης.
Ένα άλλο γνώρισμα των ΑΝΕΛ είναι ο πολιτικός αυταρχισμός. Δεν σέβονται τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ο ίδιος ο εσωκομματικός τρόπος λειτουργίας τους είναι μη δημοκρατικός, κάτι ενδεικτικό του ευρύτερου σκεπτικού τους.
Μπορεί πράγματι ορισμένοι βουλευτές τους να διαφοροποιήθηκαν σε κάποια πράγματα, όμως η κεντρική ιδεολογική πλατφόρμα των ΑΝΕΛ, από τις διακηρύξεις μέχρι τον επίσημο πολιτικό τους λόγο (σύμφωνο συμβίωσης, ιθαγένεια μεταναστών β' γενιάς, Μακεδονικό κ.λπ.), με θέσεις επιλεκτικές έως αρνητικές για τα ανθρώπινα δικαιώματα εν γένει προβάλλει ως ξεκάθαρα σεξιστική, ξενοφοβική και σοβινιστική.
Γι' αυτό κι απόρησαν πολλοί εδώ και στο εξωτερικό πώς ο αριστερός ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησε με ένα τέτοιο κόμμα που έχει, επιπλέον, σαφείς συνομωσιολογικές και αντισημιτικές θέσεις. Αμφισβητούν ακόμα και το Ολοκαύτωμα –ποτέ δεν το αποκήρυξαν σθεναρά– και το σχετικοποιούν, καταχρώμενοι τον όρο σε άσχετες αναφορές.
— Πέρα από τα «καθ'ημάς», πώς διαγράφεται σήμερα η κατάσταση διεθνώς αναφορικά με την ακροδεξιά «επιστροφή», ενόψει μάλιστα και των φετινών Ευρωεκλογών;
Η ακροδεξιά όντως διαγράφει μετά τη δεκαετία του '90 ανοδική πορεία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα κι εκεί όπου δεν είχε ερείσματα πριν.
Έχει επιπλέον δημιουργήσει ένα δίκτυο, μια «Διεθνή» ας πούμε όπου οι προϋπάρχουσες αντιπαλότητες ανάμεσα σε πρόσωπα, κυρίως, έχουν παραμεριστεί για χάρη του «κοινού οράματος»: Λεπέν, Βίλντερς, Σαλβίνι κ.λπ. πορεύονται πλέον μαζί.
Όντες βέβαια ριζοσπάστες εθνολαϊκιστές, εξτρεμιστικά μορφώματα όπως τη ΧΑ, το ουγγρικό Jobbik (που πάντως εξελίσσεται σε μετριοπαθέστερο κόμμα) ή το γερμανικό NPD τα αφήνουν απέξω.
Οι προβλέψεις πάντως για τις ερχόμενες Ευρωεκλογές δείχνουν ότι η ακροδεξιά Ευρωομάδα Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας (ENF), με κύρια «όπλα» την αντιευρωπαϊκή και ξενοφοβική, αντιμεταναστευτική ρητορική –«όπλα» που στοχεύουν ακριβώς στην προσέλκυση μεγαλύτερου κοινού– θα πάει πολύ καλά, αντίθετα με το Λαϊκό Κόμμα και τους Σοσιαλδημοκράτες που χάνουν δυνάμεις.
Αν τώρα μια ενδεχόμενη νίκη του ENF δημιουργήσει προϋποθέσεις εμφάνισης ενός ακροδεξιού «τέταρτου κύματος» όπως λέει ο Κας Μούντε δεν το γνωρίζω, αποτελεί όμως εκλογική επιτυχία της η διείσδυση της ακροδεξιάς σε ευρύτερες περιοχές της πολιτικής σκηνής.
Βλέπουμε π.χ. ακροδεξιά κόμματα να είναι στην ίδια «οικογένεια» με τους Μεταρρυθμιστές Δημοκράτες όπου συγκαταλέγονται οι Βρετανοί Συντηρητικοί.
Ένα άλλο ακροδεξιό κομμάτι συντάσσεται με τους Ευρωσκεπτικιστές (UKIP κ.ά.), έχουμε δηλαδή μια ακροδεξιά «διάχυση» στη μέινστριμ πολιτική αρένα – μια διαδικασία αμφίδρομη γιατί ταυτόχρονα βλέπουμε άλλους πολιτικούς χώρους να προσεγγίζουν την ακροδεξιά ρητορική, οι ιδέες της οποίας δεν ηχούν πια τόσο παράδοξες στον μέσο πολίτη...
— Πόση όμως απόσταση υπάρχει από τον παραδοσιακό εθνολαϊκισμό έως τον ακροδεξιό εξτρεμισμό;
Σαφώς υπάρχει διότι ο εξτρεμισμός προϋποθέτει και βίαιη δράση. Έχει επομένως σημασία να υφίσταται διάκριση μεταξύ αυτών των δύο χώρων – θα ήταν ένα τραγικό σενάριο η σύμπλευσή τους ή η επικράτηση των ακραίων στο εσωτερικό της ακροδεξιάς κομματικής οικογένειας.
Όταν βέβαια ξέρεις ότι θα αναπτυχθεί ένας φοβικός, εναντιωματικός λόγος και αυτός θα έχει κάποια απήχηση, ο «πειρασμός» είναι να οικειοποιηθείς κάποια μικρά έστω στοιχεία αυτού του λόγου για να εισπράξεις μιαν αντίστοιχης έκτασης αποδοχή – και ένας τέτοιος κίνδυνος πάντοτε ελλοχεύει, ειδικά όταν υφίστανται ανοικτά θέματα όπως το προσφυγικό. Το οποίο για να το χειριστείς σωστά χρειάζεται να σχεδιάσεις και να εφαρμόσεις συγκεκριμένες πολιτικές διότι βέβαια δεν αντιμετωπίζεται με ωραία λόγια και «αυτόματους πιλότους».
Και είναι ακριβώς η έλλειψη αυτών των πολιτικών –ο συνωστισμός των προσφύγων στα νησιά σήμερα, όπως παλιότερα των μεταναστών στο αθηναϊκό κέντρο, η απουσία ουσιαστικών προγραμμάτων ενσωμάτωσης, η αδιαφορία, η κακοδιαχείριση–, που δίνει ευκαιρίες στην ακροδεξιά ενισχύοντας ξενοφοβικά αντανακλαστικά.
Μόνο η εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών γι΄αυτά τα ζητήματα όπως και για τα λεγόμενα εθνικά μπορεί να απογυμνώσει την ακροδεξιά, η οποία πέρα από συνθήματα και κραυγές δεν διαθέτει συγκεκριμένες προτάσεις και απαντήσεις.
Μεγάλη σημασία έχει, επίσης, η στάση των ΜΜΕ. Δεν αρκεί να πάψουν να προβάλλουν πρόσωπα, οργανώσεις και ιδέες του χώρου αυτού. Χρειάζεται να αναδεικνύουν τη σωστή ενημέρωση και επιχειρηματολογία, ακυρώνοντας έτσι έμπρακτα τον μισαλλόδοξο, φοβικό, συνωμοσιολογικό ακροδεξιό λόγο που στηρίζεται άλλωστε κατ' εξοχήν σε ψευδείς ή κατασκευασμένες πληροφορίες.
— Ερχόμενος στο γραφείο σας είδα γραμμένο σε κάποιον τοίχο το κλασικό αντιεξουσιαστικό σύνθημα «κεφάλαιο και κράτος γεννούν τον φασισμό».
Δεν νομίζω ότι είναι τόσο απλό, ότι δηλαδή η ακροδεξιά είναι το «μακρύ χέρι» κάποιου συστήματος που το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Πρέπει να εξετάσεις το πώς και το γιατί, να δημιουργήσεις ιδεολογικά αντίβαρα κ.λπ.
Η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς, ξέρετε, δεν είναι κάποιο μυστικό σχέδιο. Συνήθως εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας και πολύ συχνά ξεκινά από μικροπράγματα –μια χειραψία, μια κοινή φωτογραφία, μια νόμιμη εμπορική συναλλαγή–, καταλήγοντας σε απομείωση της πολυπλοκότητας του φαινομένου κι εντέλει στην αποδοχή του.
— Κάτι επίσης ενδιαφέρον όσο και συγκινητικό είναι ότι αφιερώνετε το βιβλίο στη μνήμη του παππού σας Γεωργίου Βουτυρά, προέδρου του Εργατικού Κέντρου Ναούσης που δολοφονήθηκε, διαβάζω, στις 17/4/1947 με τον δράστη να αθωώνεται δικαστικά καθώς του αναγνωρίστηκε ότι «εκινήθη από πατριωτικά και εθνικόφρονα ελατήρια»...
Το ότι άρχισα να εξετάζω και ιστορικά το ακροδεξιό φαινόμενο, παρότι δεν είμαι ιστορικός, σχετίζεται επίσης με την ιστορία του παππού μου, μιας φωτεινής φιγούρας για το δημοκρατικό και εργατικό κίνημα της Νάουσας. Ο δολοφόνος του ήταν Χίτης και η εξόντωση του παππού μου υποδείχθηκε από σκοτεινές δυνάμεις.
Αυτό όχι μόνο όπλισε το χέρι του φονιά αλλά τον αθώωσε κιόλας, παρότι η δολοφονία συνέβη πρωί στο κέντρο της πόλης, με πολλούς αυτόπτες μάρτυρες.
Άφησε πίσω μια οικογένεια που υπέστη πολλές διώξεις τα επόμενα χρόνια. Οι μνήμες είναι ενεργές και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να αφιερώσω το παρόν βιβλίο στη μνήμη του.
σχόλια