Σκηνή 1: Μέσα στο σπίτι της Ουρανίας Μιχαλολιάκου. Η κόρη του αρχηγού της Χρυσής Αυγής δείχνει στην κάμερα τη μεγάλη συλλογή της από επιτραπέζια και ταινίες της Ντίσνεϊ. Λέει ότι ακούει Motörhead, Slayer, Cannibal Corpse. Εξομολογείται ότι αγαπημένο της βιβλίο είναι ο «Μικρός Πρίγκιπας» και κοιτάζει με τρυφερότητα τη φωτογραφία με τον αγαπημένο της γατούλη που ζει στο σπίτι των γονιών της.
Σκηνή 2: Μια ελληνική σημαία κυματίζει. Δύο αγόρια με μαγιό παίζουν στα ρηχά. H μητέρα του Παναγιώτη Ηλιόπουλου, Δάφνη, η σύζυγος του Γιώργου Γερμενή, Ευγενία, και η Ουρανία Μιχαλολιάκου κάθονται σε μια ψαροταβέρνα με φόντο τη θάλασσα και τρώνε. «Τι θυμάστε από την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας;» ρωτά ο Χάβαρντ Μπούστνες. Η διάθεσή τους αλλάζει αμέσως. «Καλά, όλοι το μάθαμε από την τηλεόραση» λέει η μητέρα του Ηλιόπουλου. «Εγώ δεν πρόκειται να μιλήσω γι' αυτό» λέει η κόρη του αρχηγού της Χ.Α. «Είναι η τελευταία φορά που μιλάμε για το παρελθόν» δηλώνει στην κάμερα η σύζυγος του Γερμενή.
Σκηνή 3: Η μητέρα του Παναγιώτη Ηλιόπουλου κάθεται με την ανιψιά του βουλευτή της Χ.Α. στον καναπέ του σπιτιού της. Η μικρή κολλάει αυτοκόλλητα σε ένα άλμπουμ την ώρα που η γιαγιά της βλέπει μια εκπομπή της Χρυσής Αυγής στο tablet, όπου ακούγεται η φωνή του Νίκου Μιχαλολιάκου. «Ποιος είναι αυτός που μιλάει, Αντωνία;» ρωτάει την εγγονή της. «Ο θείος» απαντά το μικρό κορίτσι, αφού το σκέφτεται λίγο. «Όχι ο θείος, βρε, ο Μιχαλολιάκος, ο αρχηγός». «Έχει παιδική φωνή» λέει το κορίτσι.
Τα πρόσωπα που περνούν από τις κάμερες απλώς αναμασούν την ιδεολογική γραμμή του κόμματος ή παπαγαλίζουν όσα έχουν ακουστεί κατά καιρούς από τα στόματα των διαφόρων πρωτοκλασάτων στελεχών της Χρυσής Αυγής σε συνεντεύξεις, ομιλίες ή από τα έδρανα της Βουλής.
Τρεις χαρακτηριστικές σκηνές από το ντοκιμαντέρ «Golden Dawn Girls» («Τα κορίτσια της Χρυσής Αυγής») του Νορβηγού σκηνοθέτη Χάβαρντ Μπούστνες.
Ένα ντοκιμαντέρ που μπαίνει στα σπίτια τριών γυναικών που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με στελέχη της Χρυσής Αυγής. Μία μάνα, μία σύζυγος και μία κόρη.
Στα 93 λεπτά της (παρατεταμένης ομολογουμένως) διάρκειάς του το ντοκιμαντέρ δεν μας μαθαίνει κάτι καινούργιο ή κάτι που αγνοούσαμε τέλος πάντων.
Τα πρόσωπα που περνούν από τις κάμερες απλώς αναμασούν την ιδεολογική γραμμή του κόμματος ή παπαγαλίζουν όσα έχουν ακουστεί κατά καιρούς από τα στόματα των διαφόρων πρωτοκλασάτων στελεχών της Χρυσής Αυγής σε συνεντεύξεις, ομιλίες ή από τα έδρανα της Βουλής.
Τι δηλαδή; Υπεραπλουστευμένες εξηγήσεις γύρω από σύνθετα προβλήματα, δραματοποιημένες εκδοχές της πραγματικότητας, ξενοφοβικές, ρατσιστικές ή ακραίες θέσεις κ.λπ.
Πιθανότατα, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του ντοκιμαντέρ είναι οι στιγμές μεταξύ των λήψεων, όταν οι γυναίκες αυτές ξεχνούν ότι κινηματογραφούνται και μοιάζουν να βγάζουν για λίγο τα κομματικά τους προσωπεία.
Κατά τα άλλα, το τελικό αποτέλεσμα είναι αμφίβολο και γεννά διάφορα ερωτήματα όσον αφορά την προσέγγιση του Νορβηγού σκηνοθέτη.
Το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ «Golden Dawn Girls» («Τα κορίτσια της Χρυσής Αυγής»)
Τι ακριβώς ήθελε να πετύχει καταγράφοντας την καθημερινότητα αυτών των γυναικών; Γιατί πρέπει να μάθουμε πώς είναι η ζωή τους; Φυσικά και έχουν αγαπημένες ταινίες, φυσικά και νοιάζονται για τα ζώα ή τους δικούς τους ανθρώπους. Τι πετυχαίνει, όμως, αυτό το ντοκιμαντέρ πέρα από το να μας εξοικειώνει περισσότερο μαζί τους;
Τα ερωτήματα αυτά είναι συγκεκριμένα αλλά όχι καινούργια, αν μάλιστα τοποθετηθούν σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Για την ακρίβεια, ξεκίνησαν να μας απασχολούν πρώτη φορά τον Μάιο του 2012, όταν η Χρυσή Αυγή μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή με ένα ποσοστό γύρω στο 7%.
Η πλειοψηφία των ΜΜΕ έπεσε τότε σε μια λούπα. Προέβαλλαν όσα έκαναν ο Μιχαλολιάκος και η παρέα του, σοκάρονταν μόλις συνέβαινε κάτι ακραίο (σ.σ. θυμηθείτε τον σάλο που είχε προκληθεί από το περιβόητο «εγέρθητι» του Γιώργου Γερμενή σε συνέντευξη Τύπου την ημέρα των εκλογών της 6ης Μαΐου) και την επομένη επέστρεφαν στον «τόπο του εγκλήματος» για να καλύψουν τις εξελίξεις και να σοκαριστούν από την αρχή.
Μπροστά σε μια μουδιασμένη κοινή γνώμη υπήρχαν πολλοί που επέμεναν πως όλα όσα συνέβαιναν έπρεπε να συνεχίσουν να προβάλλονται. Αν, μάλιστα, ανατρέξει κανείς στον Τύπο εκείνης της περιόδου θα βρει πολλά άρθρα γνώμης που υποστήριζαν ότι ήταν καλύτερα που μπήκε στη νέα Βουλή η Χ.Α., προκειμένου όλος ο κόσμος να κατανοήσει πλήρως περί τίνος πρόκειται. Τώρα «θα βγει στο φως», «θα εκδημοκρατιστεί» προσέθεταν οι φορείς αυτών των απόψεων.
Το πρώτο καμπανάκι «χτύπησε» στις 7 Ιουνίου του 2012. Εκείνη την ημέρα ο Ηλίας Κασιδιάρης επιτέθηκε στη Λιάνα Κανέλλη και στη Ρένα Δούρου στο πλατό της εκπομπής του Γιώργου Παπαδάκη στον ΑΝΤ1.
Η επίθεση του Ηλία Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη.
Αυτό, βέβαια, ουδόλως επηρέασε την πορεία της Χρυσής Αυγής, αφού έναν μήνα αργότερα, στις επαναληπτικές εκλογές, έλαβε 425.990 ψήφους και ποσοστό 6,92%.
Έκτοτε ακολούθησαν συνεντεύξεις του Νίκου Μιχαλολιάκου σε διάφορα κανάλια, παρουσία των βουλευτών της Χ.Α. σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές κ.ά.
Σταδιακά, όμως, η προβολή των χρυσαυγιτών μειώθηκε, κάτι που εξόργισε τα στελέχη του κόμματος που προσέφυγαν πολλές φορές στο ΕΣΡ, καταγγέλοντας τον αποκλεισμό των θέσεων της Χ.Α. από τα μεγάλα ΜΜΕ.
Μάλιστα, υπήρξε απόφαση του ΕΣΡ το 2015 στην οποία τονιζόταν ότι: «Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί νόμιμο κόμμα του ελληνικού Κοινοβουλίου που συμμετείχε στις εκλογές και με βάση την εκλογική διαδικασία εξέλεξε βουλευτές με την ψήφο του ελληνικού λαού, οι απόψεις της οφείλουν καταρχήν να προβάλλονται στους σταθμούς για να τηρείται η αρχή της αντικειμενικής ενημέρωσης, της πληρότητας στην παρουσίαση των πληροφοριών και της αμεροληψίας.
Στο πλαίσιο της ελευθερίας του Τύπου και της δημοσιογραφικής ελευθερίας, οι δημοσιογράφοι έχουν μεν την ευχέρεια να αξιολογούν και να επιλέγουν από την καθημερινή δραστηριότητα των πολιτικών κομμάτων ποια γεγονότα είναι άξια μεταδόσεως, όμως δεν μπορούν να παραλείπουν ή να αποσιωπούν γεγονότα κατ' επανάληψη».
Αναμφίβολα, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η σύλληψη και η προφυλάκιση στελεχών της Χρυσής Αυγής με την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης έκανε τα περισσότερα ΜΜΕ να αψηφήσουν τις αποφάσεις του ΕΣΡ και να επιβάλουν ένα ακόμα πιο αυστηρό περιορισμό των θέσεών της. Πάντα με εξαιρέσεις.
Συνοψίζοντας, όλα αυτά τα χρόνια ήρθαμε αντιμέτωποι με τηλεοπτικές εικόνες μαυροφορεμένων κρανιοφόρων που συμμετείχαν σε μηχανοκίνητες πορείες κρατώντας ελληνικές σημαίες, ξυλοδαρμούς και πογκρόμ κατά μεταναστών, ρεπορτάζ που αποτύπωναν το «κοινωνικό πρόσωπο» των στελεχών της Χρυσής Αυγής, προβολή των γυμναστικών τους επιδείξεων αλλά και ειδύλλια που προβλήθηκαν από mainstream media, «πουλώντας» μια lifestyle εκδοχή του κόμματος με τους μαιάνδρους.
Έξι χρόνια μετά, τα επεισόδια, οι προκλήσεις και τα κρούσματα βίας εξακολουθούν να μονοπωλούν την επικαιρότητα γύρω από τη Χρυσή Αυγή. Και το χειρότερο όλων είναι ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση του «Βήματος», στην περίπτωση που είχαμε εκλογές την επόμενη Κυριακή, το ποσοστό της Χρυσής Αυγής θα άγγιζε το 9,4%.
Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα που επαναφέρει στο προσκήνιο το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ και έχει να κάνει με τη δημοσιογραφική-σκηνοθετική προβολή της Χρυσής Αυγής.
Τελικά, ποια είναι η σωστή τακτική στην περίπτωσή της; Πλήρης αποκλεισμός ή καθολικό ξεμπρόστιασμα των απόψεών της ενώπιον της κοινής γνώμης; Με την έννοια ότι όλα αυτά τα χρόνια έχουν ακολουθηθεί και οι δύο οδοί, αλλά καμία δεν μοιάζει να έχει επιφέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα ως προς την ανάσχεση της εκλογικής της επιρροής.
Τελικά, ποια είναι η σωστή τακτική στην περίπτωσή της; Πλήρης αποκλεισμός ή καθολικό ξεμπρόστιασμα των απόψεών της ενώπιον της κοινής γνώμης; Με την έννοια ότι όλα αυτά τα χρόνια έχουν ακολουθηθεί και οι δύο οδοί, αλλά καμία δεν μοιάζει να έχει επιφέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα ως προς την ανάσχεση της εκλογικής της επιρροής.
Για να βρούμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα ζητήσαμε την άποψη τριών ανθρώπων που έχουν ασχοληθεί επισταμένως με τη Χρυσή Αυγή, την αρχισυντάκτρια της «Καθημερινής» Ξένια Κουναλάκη, τον Δημήτρη Ψαρρά, δημοσιογράφο της «Εφημερίδας των Συντακτών», και τον Κωστή Παπαϊωάννου, εκπαιδευτικό και εκπρόσωπο του Παρατηρητηρίου στη δίκη της Χ.Α.
Ξένια Κουναλάκη
Από τη δίκη του Άιχμαν και την κάλυψή της από τη Χάνα Άρεντ και την ταινία «Η πτώση» για τις τελευταίες μέρες του Χίτλερ μέχρι πρόσφατο άρθρο των «Νew Υork Τimes» για Αμερικανό ρατσιστή-φιλοναζιστή που προκάλεσε τις οργισμένες αντιδράσεις των αναγνωστών της εφημερίδας αλλά και το νορβηγικό ντοκιμαντέρ για τις γυναίκες της Χρυσής Αυγής, το ζήτημα της δημοσιογραφικής/σκηνοθετικής απεικόνισης των ναζί και νεοναζί ανέκαθεν δημιουργούσε έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.
Το δίλημμα είναι το εξής: πλήρης αποκλεισμός, απομόνωση, ακόμη και αποσιώπηση του φαινομένου ή έκθεση της ιδεολογίας ενώπιον της κοινής γνώμης, ξεμπρόστιασμα και σκληρή μάχη με τις ακραίες αυτές απόψεις, όπως προτείνουν κάποιοι υπέρμαχοι της ελευθερίας της έκφρασης; Η απάντηση σίγουρα δεν είναι εύκολη.
Το έχουμε διαπιστώσει επανειλημμένως στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Πλέον και οι δύο λύσεις μοιάζουν αναποτελεσματικές.
Το μιντιακό εμπάργκο γίνεται σήμερα αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κόμμα, το οποίο κραδαίνει τη σημαία της θυματοποίησης. Από την άλλη, πώς να συγκρουστείς με λογικά επιχειρήματα με ένα κόμμα που βασίζει ολόκληρη την ατζέντα του σε μύθους και τη δράση του στη βία;
Από τα πρωτόκολλα των σοφών της Σιών, την άρνηση του Ολοκαυτώματος μέχρι την ανωτερότητα της άριας φυλής και δεκάδες ανορθολογικές θεωρίες συνωμοσίας, οι απόψεις της Χ.Α. δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με ιδεολογική αντιπαράθεση.
Ούτε οι ρατσιστικές της επιθέσεις εναντίον μεταναστών, ομοφυλόφιλων, συνδικαλιστών κ.λπ. αφήνουν πολλά περιθώρια για ανταλλαγή απόψεων και διάλογο.
Στο μεταξύ, μάθαμε ότι ο εκπρόσωπος Τύπου της Χ.Α. έχει αδυναμία στις ψηλές ξανθιές, όπως ο μέσος Ελληνας, κάνει βαράκια σπίτι του για να συντηρήσει τα μούσκουλά του (στα οποία έχει χτυπήσει τατουάζ σβάστικα), ο Στάθης Μπούκουρας είναι «λαϊκό παιδί», drama queen κι έχει εύκολο το δάκρυ, καθώς και (από το αμφιλεγόμενο νορβηγικό ντοκιμαντέρ) πως η Ουρανία Μιχαλολιάκου θεωρεί αξιολάτρευτο τον μπαμπά της, διαβάζει Νίτσε και αγαπάει τα αδέσποτα. Νομίζω ότι την κοινοτοπία του κακού την έχουμε εμπεδώσει από τη Χάνα Άρεντ.
Αντίθετα, είμαι πεπεισμένη πως αν εγκαίρως, πριν από το 2012 δηλαδή, είχαμε συμφωνήσει όλοι οι δημοσιογράφοι πως η παραμικρή αναφορά στο κόμμα μόνο προβολή μιας εγκληματικής οργάνωσης αποτελεί, θα είχαμε αποφύγει τα χειρότερα.
Ακόμη και για το χαστούκι του Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη μεταξύ των δύο αναμετρήσεων του 2012 υπάρχουν ενδείξεις ότι ωφέλησε το κόμμα, δημοσκοπικά, αντί να το βλάψει.
Στο μεταξύ, μάθαμε ότι ο εκπρόσωπος Τύπου της Χ.Α. έχει αδυναμία στις ψηλές ξανθιές, όπως ο μέσος Ελληνας, κάνει βαράκια σπίτι του για να συντηρήσει τα μούσκουλά του (στα οποία έχει χτυπήσει τατουάζ σβάστικα), ο Στάθης Μπούκουρας είναι «λαϊκό παιδί», drama queen κι έχει εύκολο το δάκρυ, καθώς και (από το αμφιλεγόμενο νορβηγικό ντοκιμαντέρ) πως η Ουρανία Μιχαλολιάκου θεωρεί αξιολάτρευτο τον μπαμπά της, διαβάζει Νίτσε και αγαπάει τα αδέσποτα.
Νομίζω ότι την κοινοτοπία του κακού την έχουμε εμπεδώσει από τη Χάνα Άρεντ. Δεν χρειάζεται να τη διαφημίζουμε κι από πάνω. Ελλοχεύει, λοιπόν, ο διαρκής κίνδυνος «κανονικοποίησης» των στελεχών της Χ.Α. και συμφιλίωσης των πολιτών με τα «τέρατα», που δεν είναι και τόσο απόλυτα «τέρατα».
Έτσι, οι βουλευτές της Χ.Α. συνταξιδεύουν και απαθανατίζονται με κυβερνητικά στελέχη στο Καστελόριζο, συμμετέχουν στην τελετή παραλαβής του Αγίου Φωτός και η ΕΡΤ το καλύπτει, ενώ σπάνια καλύπτει την ούτως ή άλλως αργόσυρτη δίκη του κόμματος.
Παγιώνεται σταδιακά η ψευδαίσθηση ότι η ηγεσία της είναι πλήρως ενσωματωμένη στο πολιτικό σύστημα, αντί της αλήθειας, που είναι ότι αποτελείται από αποσυνάγωγους υπόδικους που δικάζονται ως εγκληματίες.
Κατά τη γνώμη μου, για όλα αυτά η ευθύνη των ΜΜΕ είναι τεράστια και το άλλοθι της άγνοιας και του πρότερου έντιμου βίου δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως ελαφρυντικό. Πάνω απ' όλα, θεωρώ ότι φταίνε τα ελληνικά μέσα και οι δημοσιογράφοι που δεν έκαναν εγκαίρως μια σοβαρή συζήτηση για το θέμα αυτό.
Κωστής Παπαϊώαννου
Αυτό που πρέπει να αποφεύγεται, τόσο σε επίπεδο ΜΜΕ όσο και σε επίπεδο πολιτικής λειτουργίας, είναι η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς και πολύ περισσότερο της νεοναζιστικής, εγκληματικής έκφρασής της.
Όμως, δυστυχώς, αυτό έχει γίνει κατά κόρον. Από τα lifestyle ρεπορτάζ για γάμους, τατουάζ και έρωτες μέχρι τις σοβαροφανείς συνεντεύξεις από δημοσιογράφους που έδωσαν βήμα στον αρχηγό της Χ.Α., ήπιαν από την κούπα του και εν τέλει έγιναν εργαλείο δικής του προβολής.
Γι' αυτό και έχουμε καλέσει επανειλημμένως τα ΜΜΕ, ιδίως τα δημόσια, να απέχουν από την προβολή των απόψεων της Χ.Α.
Σκεφτείτε πόσο βαθιά ψυχοπαθολογία της δημόσιας ζωής περιέχει το εξής στιγμιότυπο: στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου ή της Σφαγής των Καλαβρύτων ο πολιτικά απόγονος των Ιταλών φασιστών και των Γερμανών ναζί να βρίσκει βήμα στη δημόσια τηλεόραση της Ελληνικής Δημοκρατίας για να βγάζει πατριωτικές κορόνες.
Αλλά κανονικοποίηση έχουμε και από το πολιτικό σύστημα που δεν τραβάει τις αναγκαίες διαχωριστικές γραμμές. Βουλευτές δημοκρατικών κομμάτων που στέκονται δίπλα σε χρυσαυγίτες βουλευτές σε δημόσιες τελετές ή ταξιδεύουν μαζί τους στο ακριτικό Καστελόριζο, υπουργοί που τους καλούν για ενημέρωση για τα σοβαρά «εθνικά» θέματα, όλοι αυτοί κανονικοποιούν το θηρίο, εξανθρωπίζουν την όψη του.
Τι λέω λοιπόν; Η υπερψήφιση από μερίδα του εκλογικού σώματος ενός ναζιστικού κόμματος που είναι ο κοινοβουλευτικός μανδύας μιας εγκληματικής οργάνωσης δεν είναι αρκετός λόγος για κανονική, ασχολίαστη προβολή του.
Φυσικά, υπάρχει μια μίνιμουμ θεσμική υποχρέωση προβολής στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού, αλλά αυτό δεν μας υποχρεώνει να συνομιλούμε μαζί τους, να τους συναναστρεφόμαστε. Κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί να κάνει διάλογο με τον βιαστή ή τον κατά συρροή δολοφόνο. Αυτό είναι η Χ.Α. για τη δημοκρατία και τη δημόσια ασφάλεια.
Τέλος, προκαλεί εντύπωση η περιορισμένη δημοσιογραφική κάλυψη των συγκλονιστικών ευρημάτων της δίκης της Χ.Α.
Λίγα ρεπορτάζ παρουσιάζουν τα συντριπτικά στοιχεία για όλες τις βασικές κατηγορίες: στρατιωτικού τύπου δομή, ιεραρχία, modus operandi, μοτίβο της βίας, τάγματα εφόδου, εκπαίδευση στα όπλα, ναζιστικός χαρακτήρας, ανοιχτή επιβουλή κατά του πολιτεύματος, απειλές, εκβιασμοί.
Λίγοι δημοσιογράφοι παρακολουθούν συστηματικά τα στοιχεία που δείχνουν το μέγεθος της οργανωμένης, συντεταγμένης και προσχεδιασμένης εγκληματικής βίας, τον ρόλο της ηγεσίας.
Θα έλεγα, λοιπόν, συνοπτικά, απαντώντας στο ερώτημα: να παρουσιαστεί η Χ.Α. ως αυτό που πραγματικά είναι, ένα συνδικάτο του εγκλήματος που βαρύνεται με ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονιών, βαριές σκοπούμενες σωματικές βλάβες, εκρήξεις, ληστείες, εκβιασμούς, κατοχή πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών, παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών.
Αυτή η προσέγγιση ξεπερνά το δίλημμα, που κατά τη γνώμη μου είναι εν μέρει τεχνητό, «αποσιώπηση ή προβολή».
Δημήτρης Ψαρράς
Πρόκειται για ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει δημοσιογράφους και πολιτικούς επιστήμονες σε πολλές χώρες. Μόλις γίνεται ορατό από το πολιτικό σύστημα ένα ακραίο πολιτικό μόρφωμα που απειλεί ως «κόμμα» τη δημοκρατία και εγκληματεί ως «οργάνωση» εις βάρος των πολιτών τίθεται το δίλημμα μεταξύ της απόλυτης απομόνωσής του και της προσπάθειας να ενταχθεί στην κοινοβουλευτική ομαλότητα.
Ο David Art έχει περιγράψει την αποτελεσματικότητα που έχει η επιβολή μιας «υγειονομικής ζώνης» απομόνωσης παρόμοιων σχηματισμών και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσο πιο επιτρεπτικό είναι το πολιτικό περιβάλλον τόσο πιο εύκολα εγκαθίσταται στον πολιτικό χάρτη ένα παρόμοιο κόμμα.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η «υγειονομική ζώνη» δεν πρέπει να εγκατασταθεί πολύ νωρίς, εφόσον κάτι τέτοιο θα έστρεφε την προσοχή προς τον στόχο αυτής της απομόνωσης, ούτε πολύ αργά, διότι τότε θα είχε προλάβει το σχήμα αυτό να αποκτήσει εκλογική δύναμη και οικονομικά μέσα («Inside the Radical Right. The Development of Anti-Immigrant Parties in Western Europe», Cambridge University Press, Κέιμπριτζ και Νέα Υόρκη, 2011).
Στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή ουδέποτε αντιμετώπισε πολιτική απομόνωση. Το μεν πολιτικό σύστημα ζούσε μέχρι το 2000 την ψευδαίσθηση ότι μετά την εμπειρία της δικτατορίας δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί στη χώρα μας αξιοσημείωτο ακροδεξιό πολιτικό ρεύμα, ενώ τα μέσα ενημέρωσης δεν παρέλειπαν να δίνουν βήμα στους ναζί (Κ. Πλεύρη, Ν. Μιχαλολιάκο) με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας ότι αντλούν θεαματικότητα από την αναπαραγωγή της ακραίας ρητορείας τους.
Είναι πολύ αργά επομένως για αποσιώπηση. Ο μόνος δρόμος που μένει για το πολιτικό σύστημα είναι η αναγνώριση ότι δεν πρόκειται για ένα «κανονικό κόμμα» με μέλη που παρεκτρέπονται αλλά για μια εγκληματική οργάνωση που χρησιμοποιεί τις «παρεκτροπές» αυτές ως μέρος της πολιτικής της ενίσχυσης.
Ειδικά για τα μέσα ενημέρωσης, είναι πολύ απλό το τι πρέπει να κάνουν. Αρκεί να στρέψουν τα φώτα τους σε όσα αποκαλύπτονται στη μεγάλη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Όσοι θεωρούν «βαρετά» αυτά τα ρεπορτάζ είναι εκείνοι που δεν έχουν περάσει την πόρτα του δικαστηρίου. Με δυο λόγια: η προβολή της δίκης είναι η απάντηση στο ερώτημά σας. Αυτό το γνωρίζει πρώτη η ίδια η ηγεσία της οργάνωσης. Γι' αυτό επιδίωξε πάση θυσία να αποβληθούν τα ηλεκτρονικά μέσα, ενώ απέχει συστηματικά από τη θέση που της έχει τάξει η συντεταγμένη πολιτεία, τη θέση στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Info:
18/4, 19:30, Γαλλικό Ινστιτούτο. Μετά την προβολή θα ακολουθήσει συζήτηση με τους δημοσιογράφους Δημήτρη Ψαρρά («Εφ. Συντακτών») και Πάτρικ Στρίκλαντ (Αλ Τζαζίρα) σχετικά με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
22/4, 17:00, κινηματογράφος Ααβόρα. Η εκδήλωση θα ξεκινήσει με την προβολή του ντοκιμαντέρ «The Cleaners» (Ελλάδα, 2012) του Κωνσταντίνου Γεωργούση. Θα ακολουθήσει συζήτηση με τον σκηνοθέτη, καθώς και με τον συνήγορο Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής Θανάση Καμπαγιάννη και τον τέως γ.γ. Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και μέλος του Golden Dawn Watch Κωστή Παπαϊωάννου. Η προβολή του «Golden Dawn Girls» θα ξεκινήσει στις 18:30.