Συντάκτης του άρθρου που αποτελεί προϊόν μακρόχρονης έρευνας και καλύπτει την πορεία της Χρυσής Αυγής από το περιθώριο μέχρι την εισβολή της στο κέντρο του πολιτικού σκηνικού κατά την κορύφωση της κρίσης και στη συνέχεια την αποσύνθεσή της στη διάρκεια της δίκης της ως εγκληματική οργάνωση, είναι ο Daniel Trilling, αρθρογράφος του Guardian και συγγραφέας του βιβλίου "Lights in the Distance: Exile and Refuge at the Borders of Europe" (Φώτα στο βάθος: Εξορία και άσυλο στα σύνορα της Ευρώπης).
«Κανένα άλλο τόσο ανοιχτά φασιστικό κόμμα στην Ευρώπη δεν σημείωσε τόση μεγάλη εκλογική άνοδο εδώ και χρόνια», γράφει στο ρεπορτάζ του ο αρθρογράφος για την Χρυσή Αυγή, που βρέθηκε υπόδικη «στη μεγαλύτερη δίκη Ναζί από την εποχή της Νυρεμβέργης και τώρα παραπαίει – η επιτυχία της όμως παραμένει μια ηχηρή προειδοποίηση».
Ο φασισμός επιζητά να οικειοποιηθεί τους συλλογικούς μας μύθους περί ταυτότητας και αίσθησης του ανήκειν, και να τους χρησιμοποιήσει για τους δικούς τους καταστροφικούς σκοπούς.
Με αφορμή μάλιστα τα τρέχοντα δραματικά γεγονότα στα ελληνικά σύνορα, κάνει λόγο για μια επιστροφή της ρητορικής μίσους και ξενοφοβίας στην ευρωπαϊκή πολιτική, με αιχμή την «εισβολή» των μεταναστών. Ας σημειωθεί ότι την προηγούμενη εβδομάδα, ο Trilling είχε υπογράψει άρθρο του Guardian με τίτλο «Οι μετανάστες δεν διαδίδουν κοροναϊό – αλλά οι εθνικιστές τους κατηγορούν έτσι κι αλλιώς», στο οποίο χαρακτήριζε τη Νέα Δημοκρατία «εθνικιστικό κόμμα».
Στο άρθρο για τη Χρυσή Αυγή αναφέρεται επίσης ότι η δημοτικότητα της οργάνωσης ενέπνευσε μια νέα γενιά νεοφασιστών ανά τον πλανήτη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Αμερικανό Άντριου Άνγκλιν ο οποίος είχε παρευρεθεί σε συγκεντρώσεις της Χρυσής Αυγής το 2013 και είναι ο ιδρυτής του Daily Stormer, της μεγαλύτερης και πιο επιδραστικής νεοναζιστικής ιστοσελίδας στον κόσμο.
Μιλώντας στον συγγραφέα του άρθρου, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής, Θανάσης Καμπαγιάννης, δηλώνει ανήσυχος για το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να μην παίρνει αρκετά σοβαρά την ακροδεξιά / ρατσιστική απειλή, παρά τις επιθέσεις που σημειώνονται εκ μέρους ακροδεξιών «ακτιβιστών» όχι μόνο εναντίων μεταναστών αλλά ακόμα και κατά ξένων δημοσιογράφων, όπως έγινε στην περίπτωση του Γερμανού ανταποκριτή της Deutsche Welle, Τόμας Γιάκομπι πριν από ενάμιση μήνα στο Σύνταγμα.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα στα τέλη του 2019, ο Trilling γράφει ότι επισκέφτηκε το σημείο όπου δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας και στη συνέχεια πήγε, επτά χρόνια μετά την τελευταία του επίσκεψη στην περιοχή, στον Άγιο Παντελεήμονα, όπου βρήκε, όπως γράφει, «μεταμορφωμένη» την ομώνυμη πλατεία, η οποία ήταν «ερειπωμένη» αλλά τώρα πλέον μοιάζει με μια «κοινότοπη σχεδόν, πολυπολιτισμική γειτονιά μιας οποιασδήποτε ευρωπαϊκής μητρόπολης, με τους κατοίκους από την Ελλάδα, την Μέση Ανατολή και την Ασία να κάθονται όλοι μαζί, να τσεκάρουν τα κινητά τους και να απολαμβάνουν την απογευματινή λιακάδα».
«Ο φασισμός, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πολιτικό ρεύμα, εμφανίζεται ως μια μάχη για την ιστορική μνήμη, όσο και για το παρόν», τονίζει στο άρθρο του ο Daniel Trilling. «Οι ακραίοι εθνικιστές που στελεχώνουν τις τάξεις της άκρας δεξιάς το γνωρίζουν καλά αυτό. Γνωρίζουν ότι για να επιτύχουν τους στόχους τους, πρέπει να μας κάνουν να ξεχάσουμε πού μας έφεραν οι ιδέες τους στο παρελθόν. Ο φασισμός επιζητά να οικειοποιηθεί τους συλλογικούς μας μύθους περί ταυτότητας και αίσθησης του ανήκειν, και να τους χρησιμοποιήσει για τους δικούς τους καταστροφικούς σκοπούς. Ξεκινά με την υπόσχεση ότι θα καθαρίσει τη γειτονιά σου, την πόλη, την χώρα σου. Σου λέει ότι το έθνος ανήκει μόνο σε σένα και στους ανθρώπους σαν κι εσένα – και ότι η βία που εξαπολύει στρέφεται αποκλειστικά εναντίον όσων δεν μετράνε ως άτομα: τους απόκληρους, τους περιθωριακούς, τους κατώτερους. Ποτέ όμως δεν σταματά εκεί...».
Με στοιχεία από τον Guardian