«Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθάνεις / Όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα / Με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία / Έλληνας μ' ό,τι συνάδει αυτό – όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα», τραγουδούσε ο Παύλος στα «Ζόρια», δυο χρόνια πριν από το φονικό. Προφητικοί στίχοι, θα έλεγε κανείς, μόνο που το κακό έγινε νύχτα αξημέρωτη γιατί τα τομάρια που τον φάγανε κατόπιν οργανωμένου, όπως αποδεικνύεται, σχεδίου, το σκιάζονται όσο τίποτα το φως.
Ένα κακό που μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν κάποιοι από θέσεις ισχύος δεν είχανε επιτρέψει στα ζόμπι με τους αγκυλωτούς σταυρούς να βγουν από τους τάφους τους και να αλωνίζουν το προηγούμενο διάστημα ή αν έστω το μοιραίο εκείνο βράδυ οι οκτώ (κιόλας!) ένστολοι που ήταν παρόντες στο σκηνικό είχαν παρέμβει έγκαιρα αντί με τις κινήσεις τους να ανοίξουν δρόμο, ουσιαστικά, στον φονιά και τους συνεργούς του, όπως επιβεβαίωσε η πρόσφατη λεπτομερής ανάλυση των βίντεο της επίθεσης από το Forensic Architecture, καθιστώντας τους έτσι συνυπεύθυνους.
Τη «χαριστική βολή» στον Παύλο την έδωσε, ωστόσο, εκείνο το κάπου μισό εκατομμύριο συμπατριώτες μας που δώσανε κοινοβουλευτική υπόσταση σε ό,τι χυδαιότερο έχει υπάρξει στην ελληνική πολιτική σκηνή από τη μεταπολίτευση και δώθε - αυτοί είναι το πραγματικό πρόβλημα.
Ή αν ο Φύσσας έκανε να φύγει, εντούτοις έμεινε για να γλιτώσει τους φίλους του και γιατί αυτό επέβαλε ο προσωπικός του κώδικας τιμής – ο ίδιος κώδικας τιμής που καλλιέργησε τον ενστικτώδη λόγω ήθους, καταγωγής και βιωμάτων αντιφασισμό του, παρότι δεν ήταν οργανωμένος πουθενά πολιτικά (όπως ενδεχομένως θα προτιμούσαν ορισμένοι), παρότι και κάποιες από τις ρίμες του δεν ήσαν ακριβώς πολιτικά ορθές, ορισμένες δε κατηγορήθηκαν από κάποιους σαν σεξιστικές: «Γάμα τες επιτέλους τις επαναστάσεις / μιλάμε μόνο για προσωπικές αντιστάσεις / δεν είμαι δεδομένος πολίτης κανενός», διακήρυττε ο ίδιος («Για το καλό μου», 2012).
Τη «χαριστική βολή» στον Παύλο την έδωσε, ωστόσο, εκείνο το κάπου μισό εκατομμύριο συμπατριώτες μας που δώσανε κοινοβουλευτική υπόσταση σε ό,τι χυδαιότερο έχει υπάρξει στην ελληνική πολιτική σκηνή από τη μεταπολίτευση και δώθε – αυτοί είναι το πραγματικό πρόβλημα. Το εγκληματικό υποκοσμιακό μόρφωμα με τις χουντικές ρίζες που εξακολουθεί να παριστάνει το κοινοβουλευτικό κόμμα ανέλαβε εντέλει περίπου... κατά λάθος, διά στόματος του φυρερίσκου της φακής την πολιτική ευθύνη μιας δολοφονίας που αρχικά αρνούνταν κατηγορηματικά.
Έπρεπε, βλέπεις, να σκοτώσει Έλληνα ώστε να αφυπνιστεί κάπως η κοινωνία, ώστε να πάρουνε στα σοβαρά τον κίνδυνο όσοι υστερόβουλα ήλπιζαν η ΧΑ να «σοβαρέψει», μπας και γίνει δεκανίκι τους, όσο οπότε μακέλευε «λάθρο» ήταν οκέι. Ευτυχώς κιόλας που υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες, διαφορετικά, όπως δείχνουν τα στοιχεία, ο φονιάς που ο ίδιος ο Παύλος ξεψυχώντας υπέδειξε, θα είχε αφεθεί να διαφύγει - «δικός σας είμαι!» ήταν κιόλας το πρώτο που είπε σαν συνελήφθη - και υπό κράτηση θα παρέμεναν οι... φίλοι του θύματος που βρέθηκαν κοντά.
Θυμάμαι πόσο βαθιά ανάσανα μαζί με πολύ ακόμα κόσμο βλέποντας τον Μιχαλολιάκο και τα πρωτοπαλίκαρά του να οδηγούνται σιδηροδέσμιοι, κλαψουρίζοντας, στον εισαγγελέα τον Απρίλιο του '15. Πέντε χρόνια μετά το φονικό και τέσσερα σχεδόν αφότου ξεκίνησε η δίκη, οι κατηγορούμενοι κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι, μετά δε το αρχικό μούδιασμα ξαναπουλάνε τσαμπουκά σε κάθε ευκαιρία μολονότι, ελέω Παύλου βασικά, σε σαφώς μικρότερη (αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνη) κλίμακα.
Πολλοί οι λόγοι για την τόση καθυστέρηση, σε πείσμα όμως κάποιων «Κασσανδρών» η δίκη μέσα στους αμέσως επόμενους μήνες ολοκληρώνεται. Το ενοχοποιητικό υλικό είναι υπεραρκετό για να τους «τελειώσει», εφόσον βεβαίως υπάρχει η σχετική βούληση. Οι δικηγόροι, οι πολιτική αγωγή, το αντιφασιστικό κίνημα, η μάνα πριν και πάνω απ' όλα, το έχουνε βάλει σκοπό ζωής.
Δεν είναι δυστυχώς όλα ρόδινα ούτε στο μέτωπο αυτό, όπως δείχνει η αντιπαράθεση Φίλων-Οικογένειας Φύσσα με το ΚΕΕΡΦΑ, «είμαστε (οι αντιφασίστες) τόσοι και δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, κάτι μάλλον πάει στραβά και σε μας», έλεγε χτες με νόημα στην Ελληνοφρένεια η Μάγδα Φύσσα, η ηρωική αυτή γυναίκα που εξακολουθεί να στήνει καθημερινά στον τοίχο σώμα και ψυχή μέχρι την τελική δικαίωση, χωρίς να καταλαβαίνει από προσβολές ή απειλές. Κι ας είναι μόνο ηθική, γιατί βέβαια τίποτα και κανείς δεν ξαναφέρνει πίσω το παιδί της.
Όχι πως θα τελειώσουμε εύκολα με την ακροδεξιά, που τελευταία δρομολογεί έναν επίμονο «κλεφτοπόλεμο» με επιθέσεις σε μετανάστες και αντιφασίστες, μέχρι και σε 9χρονη μαθήτρια προχτές στη Λέσβο που φόραγε μαντίλι γιατί την περάσανε, λέει, για μουσουλμάνα. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα, δεν έχουν κανέναν απολύτως φραγμό, μόνο μίσος μέσα στο κεφάλι τους. Επενδύουν στον φόβο, τρέφονται από αυτόν κι όσο δεν αντιμετωπίζονται με τα μόνα μέσα που πραγματικά τους πονάνε, τόσο αποθρασύνονται – εδώ προπηλάκισαν πέρσι δικηγόρο της πολιτικής αγωγής έξω από το εφετείο. Ατιμωρητί, εννοείται.
Θα στενοχωριόταν σίγουρα με την εξέλιξη αυτή ο Παύλος άμα ζούσε γιατί αν η δικαιοσύνη ήταν λιγότερο «αόμματη», θα κοβόντουσαν πολλά τέτοια πόδια και χέρια. Θα στενοχωριόταν περισσότερο βλέποντας την ακροδεξιά ατζέντα να εξακολουθεί να δίνει τον τόνο τόσο στο εγχώριο, όσο και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό συνολικά.
Θα εξοργιζόταν σίγουρα βλέποντάς τους κατ' εξοχήν χρυσαυγίτικους στόχους, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες να υποφέρουν τα πάνδεινα στις Μόριες, να επαναπροωθούνται βάρβαρα στον Έβρο, να περιθωριοποιούνται, να γίνονται πιόνια πολιτικών παιχνιδιών εντός κι εκτός συνόρων, τα δε μικρά παιδιά να κηρύσσονται «ανεπιθύμητα» σε κάποια σχολεία. Θα χαλιόταν, επιπλέον, βλέποντας την ίδια τη μνήμη του να γίνεται κάποιες φορές αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης κι επαναστατικής πλειοδοσίας.
Όχι πως, αντίστοιχα, δεν θα είχε λόγους να χαμογελά από κάπου εκεί πάνω – Killah P. (Kill the Past) ήταν άλλωστε το καλλιτεχνικό του nick. Για το αίμα του που πήγε χαμένο, για τα τόσα νέα και μεγαλύτερα παιδιά που ευαισθητοποίησε η δολοφονία του και όχι μόνο στην Ελλάδα, για το γεγονός ότι ακόμα και αστυνομικούς είδα στα σόσιαλ μίντια να τον τιμούν ζητώντας δικαιοσύνη για τα εγκλήματα της ΧΑ και κάθαρση στο σώμα, κάτι «κουφό» μέχρι πρότινος.
Για το πόσο εξευτέλισε τους υποτιθέμενους «Έλληνες Αρίους», που τρέχανε σαν τα ποντίκια να κρυφτούν και να καλύψουν στοιχεία ενοχοποιητικά μετά το φονικό, ξεπουλώντας στην ψύχρα τους πιο «αναλώσιμους» συντρόφους τους, μπας και διασωθεί η μονάκριβη ηγεσία. Για το ότι τελικά αποδείχθηκε πολύ δυσκολοχώνευτος για το τέρας που τον έφαγε, ξεδοντιάστηκε κανονικά στην προσπάθεια.
Δεν πρόλαβε, εντέλει, να κάνει τον γιο στον οποίο ήθελε να δωρίσει «ένα κομμάτι γκρίζο από το παράθυρό μου / από τον ουρανό μου / δύο δάκρυα στα μάτια και μια προσευχή που κάνω απόψε προς τον θεό μου», κατάφερε όμως να γίνει ο μοιραίος καταλύτης που επέτρεψε στο φως του ήλιου να τον διαπεράσει. Αν κάποιοι νιώθουμε ένα χρέος απέναντί του, είναι ακριβώς αυτό: να μην αφήσουμε τον ουρανό να ξανασκοτεινιάσει. Ούτε στον Πειραιά, ούτε στην Αθήνα, ούτε στον Ασπρόπυργο, ούτε στη Λέσβο, ούτε στην «Ευρώπη-φρούριο», ούτε πουθενά.