Εμπνευσμένο κυρίως από μια video games αισθητική – μπασταρδεμένη με πιο ρεαλιστικούς και αφηγηματικά πιο περιπετειώδεις τόνους - και μια σειρά από σύγχρονες animation τεχνοτροπίες από όλο το εικαστικό / ψηφιακό φάσμα, η ανθολογία επιστημονικής φαντασίας που επιμελήθηκαν ο Τιμ Μίλερ (πιο γνωστός ως σκηνοθέτης του Deadpool) και ο Ντέιβιντ Φίντσερ, αποτελείται από 18 ταινίες μικρού μήκους ποικίλης διάρκειας (από 6 ως 17 περίπου λεπτά) και διαφορετικών δημιουργών η καθεμία.
Και έχει να κάνει με ιστορίες απροσδόκητης εξέλιξης που περιλαμβάνουν, όπως μαρτυρά στεγνά ο τίτλος, στοιχεία έρωτα ή θανάτου ή ρομπότ (ή υπερεξελιγμένης τεχνητής νοημοσύνης) ή κάποιου περίεργου συνδυασμού των τριών.
Λέμε μικρού μήκους ταινίες ή αυτοτελή κεφάλαια, σεβόμενοι την επιθυμία των εμπνευστών του Love, Death, and Robots που δεν θέλουν να χρησιμοποιείται ο μπανάλ όρος «επεισόδια» για αυτές τις καρτουνίστικες βινιέτες που μπορεί να δει κανείς με οποιαδήποτε χρονική αλληλουχία επιθυμεί στην πλατφόρμα του Netflix.
Αγρίως άνισες μεταξύ τους – σε ιδέες, περιεχόμενο και εκτέλεση - αυτές οι ιστορίες δεν στέκονται ακριβώς ως σύνολο ή ως concept και καθένας αναγκαστικά θα πρέπει να κάνει αρκετές δοκιμές πριν βρει αυτή ή αυτές που θα του ταιριάξουν.
Σύμφωνα με τους ίδιους, πρόκειται για μια σύγχρονη εκδοχή του πνεύματος του περιοδικού Heavy Metal – αλλά και της ομώνυμης ταινίας του 1981 – με κεντρικό σλόγκαν «ένα βήμα πέρα από την επιστημονική φαντασία» σε συνδυασμό με την λογική των πιο εξελιγμένων video games αλλά και πολλών και διαφορετικών κόμικς με λιγότερο ή περισσότερο βίαιο, αισθησιακό ή αμυδρά κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο.
Αγρίως άνισες μεταξύ τους – σε ιδέες, περιεχόμενο και εκτέλεση - αυτές οι ιστορίες δεν στέκονται ακριβώς ως σύνολο ή ως concept και καθένας αναγκαστικά θα πρέπει να κάνει αρκετές δοκιμές πριν βρει αυτή ή αυτές που θα του ταιριάξουν.
Προσωπικά, θα ξεχώριζα τις πιο «ελαφριές» και συγχρόνως πιο παιγνιωδώς σαρκαστικές. Όπως το σύντομο αλλά απολαυστικό "When the Yogurt Took Over" (του βραβευμένου με Hugo, John Scalzi ) όπου, όπως δηλώνει ο τίτλος, τα γιαούρτια κάποια στιγμή υπερτερούν των ανθρώπων σε νοημοσύνη, κυριαρχούν στον πλανήτη μετά από ειρηνικό πραξικόπημα (!) και παρά τις γκρίνιες, εξασφαλίζουν ειρήνη και οικονομική ευημερία για όλους. Μέχρι που...
Το "Three Robots" επίσης αποτελεί μια εξόχως χαριτωμένη ιστορία Αποκάλυψης που θα ιντριγκάρει ιδιαίτερα όσους πιστεύουν – κρυφά ή φανερά – ότι κάτι απόκοσμα εξουσιαστικό παίζει με τις γάτες.
Το "Zima Blue" είναι μια ονειρική φαντασμαγορία με θέμα έναν διάσημο ερημίτη εικαστικό που φιλοδοξεί να αγκαλιάσει το σύμπαν, ενώ το "Alternate Histories" παρουσιάζει έξι σπαρταριστές εκδοχές του τι θα γινόταν αν ο Χίτλερ πέθαινε – με έξι διαφορετικούς τρόπους - όταν ήταν ακόμα φιλόδοξος καλλιτέχνης.
To "Fish Night" τέλος είναι μια πανέμορφη παραβολή για τη θνητότητα και το τέλος του κόσμου, με πρωταγωνιστές δύο πλασιέ που ξεμένουν τη νύχτα στην έρημο, η οποία μεταμορφώνεται στον ωκεανό που ήταν πριν από εκατομμύρια χρόνια.
Από τις υπόλοιπες ιστορίες, οι περισσότερες μου φάνηκαν μάλλον περιορισμένης «κόμικς» ή PlayStation αντίληψης με μπόλικη βία, λίγο αλλά κραυγαλέο σεξ και ελάχιστη ουσία. Και επίσης κάπως νοσηρά παλιομοδίτικες παρά το σύγχρονο δημιουργικό οπλοστάσιο και τα τεχνολογικά εργαλεία που είχαν στη διάθεσή τους.
Η «μαγκιά» όμως και η πρωτοποριακή αξία αυτής της «δυστοπικής» ανθολογίας ενδεχομένως βρίσκεται αλλού. Και συγκεκριμένα στο ελεύθερο «φορμάτ» αυτών των ιστοριών που αποδεσμευμένες από τους παραδοσιακούς χρονικούς περιορισμούς των σειρών στην «κλασική» τηλεόραση – 22 λεπτά περίπου ανά επεισόδιο χωρίς τις διαφημίσεις οι «ημίωρες»/κωμικές και 48 λεπτά περίπου οι «ωριαίες»/δραματικές – ταιριάζουν απόλυτα στη λογική μιας streaming πλατφόρμας, μοντέλο που θα επικρατήσει εκτός συγκλονιστικού απροόπτου.
Όπως πρόσφατα δήλωσε σχετικά και ο Ντέιβιντ Φίντσερ, «πρέπει να τελειώσει έτσι κι αλλιώς αυτή η "Παβλοφική" εξάρτηση από τον παραδοσιακό ισομερή τεμαχισμό των επεισοδίων που αποτελεί ανάθεμα για την αφήγηση. Η ιστορία πρέπει να διαρκεί όσο χρειάζεται για να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή επίδραση στον θεατή».
σχόλια