Έχω χάσει πια το μέτρημα με τους υποψήφιους δημάρχους στη Θεσσαλονίκη. Κάθε λίγο ανακαλύπτω σελίδες στο Facebook με καινούργια πρόσωπα και κάποια εκδήλωση, event, θριαμβευτική συγκέντρωση.
Περιπτώσεις που δεν τις ανιχνεύουν οι δημοσκοπήσεις παρουσιάζουν φωτογραφικά τεκμήρια κοσμοπλημμύρας. Και δεκάδες ή εκατοντάδες είναι οι αντίστοιχες παρουσιάσεις υποψήφιων δημοτικών ή περιφερειακών συμβούλων.
Κανονικά, όλοι εμείς που γράφουμε για την κρίση της δημοκρατίας και την πολιτική απάθεια, η κοινότητα των ανήσυχων παρατηρητών, θα 'πρεπε να κάνουμε την αυτοκριτική μας: μα, δεν βλέπουμε όλη αυτήν τη φρενίτιδα υποψηφιοτήτων; Και δεν πρέπει να χαιρόμαστε με τις φιλοδοξίες που μοιάζει να απλώνονται προς όλες τις κατευθύνσεις;
Θα έλεγε κανείς, μάλιστα, πως με αυτή την τεράστια προσφορά έχει λήξει και η κρίση αντιπροσώπευσης, αφού όλα τα γούστα καλύπτονται, όλες οι ευαισθησίες βρίσκουν έκφραση.
Μπορείς να συναντήσεις από σταυροφόρους του «αντι-σκοπιανού αγώνα» μέχρι ψηφοδέλτια κινηματικής ανυπακοής, από φωτισμένη φιλελεύθερη κεντροδεξιά μέχρι βαθιά λαϊκή δεξιά, από αμιγή οικολογία μέχρι προοδευτικό Κέντρο και πάει λέγοντας.
Αυτή, όμως, η ιδέα για την αντανάκλαση της κοινωνίας στην πολιτική παραβλέπει κάτι άλλο: ότι στην αυτοδιοίκηση όσο και στην εθνική πολιτική δεν είναι απόδειξη δημοκρατικής ωρίμασης μιας κοινωνίας το να εμφανίζονται δέκα υπερεθνικιστές, πέντε κοσμοπολίτες εκσυγχρονιστές, δέκα αριστεροί κ.λπ. Και, ακόμα χειρότερα, μαζί με σοβαρές και προγραμματικές υποψηφιότητες να προβάλλονται φαιδρές και ανυπόληπτες περιπτώσεις ή φούσκες των social media.
Ζούμε την εποχή όπου οι κεντρικοί, μεγάλοι μεσσιανισμοί έχουν καταρρεύσει, πολιτικά όμως αυτό δεν εμποδίζει τους αυτοσχέδιους θαυματοποιούς να αυξάνονται και να πληθύνονται. Το «γιατί όχι εγώ» πάει να διαλύσει πολιτικούς και προσωπικούς δεσμούς, παρατάξεις και τη ζωή των πόλεων που υποφέρουν από αυτήν τη δίχως νόημα πολυδιάσπαση.
Το ίδιο το θέμα της φιλοδοξίας στη δημοκρατία, ωστόσο, είναι δύσκολο. Ιδίως όταν ξέρουμε πως η φιλοδοξία είναι ένα θετικό πάθος στη δημόσια ζωή, αλλά πρέπει να τη διακρίνουμε από την ιδέα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του. Εδώ βρίσκεται η παγίδα με τις φιλοδοξίες.
Στην κοινωνία της απρόσκοπτης δημοσιότητας πολλοί δεν έχουν τη δύναμη να αυτοπροστατευτούν. Δεν ακούνε παρά αυτό που τους ανυψώνει και τους καθιστά «πολύτιμους». Η κολακεία ενός περίγυρου, οι προσδοκίες μιας οικογένειας ή τα απωθημένα της νεότητας τους οδηγούν στην απόφαση να «εκτεθούν».
Και όσο πιο εύκολη γίνεται η έκθεση και η απόκτηση κάποιας «influence», τόσο πιο πληθωρικό και το μενού των υποσχέσεων: για ευημερία, καθαριότητα, επενδυτική απογείωση, εθνική ή τοπική ανάκτηση υπερηφάνειας και πάει λέγοντας.
Ζούμε την εποχή όπου οι κεντρικοί, μεγάλοι μεσσιανισμοί έχουν καταρρεύσει, πολιτικά όμως αυτό δεν εμποδίζει τους αυτοσχέδιους θαυματοποιούς να αυξάνονται και να πληθύνονται.
Το «γιατί όχι εγώ» πάει να διαλύσει πολιτικούς και προσωπικούς δεσμούς, παρατάξεις και τη ζωή των πόλεων, που υποφέρουν από αυτήν τη δίχως νόημα πολυδιάσπαση.
Δεν είναι μικροί οι κίνδυνοι από αυτή την πληθωριστική οικονομία προσώπων και συνδυασμών. Τον έναν τον αναφέραμε ήδη και ίσως είναι και ο πιο μεγάλος: το φαιδρό ανακατεύεται με το αξιόλογο, το γελοίο δεν έχει συνείδηση της γελοιότητάς του, η έλλειψη μέτρου καθαγιάζεται από την επιβράβευση του κοινού ή, έστω, κάποιου κοινού.
Ένας άλλος κίνδυνος είναι η συνολική αύξηση της σύγχυσης, η πολιτική κακοφωνία και η πιθανή εκλογή ανθρώπων που δεν θα μπορούν να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη. Όταν παντού πνέει αέρας λαϊκιστικού αντι-συστημισμού που παίρνει χίλιες δυο μορφές, το να «ανθίζουν, σώνει και καλά, όλα τα λουλούδια» είναι ένα ζήτημα.
Τέλος, πολλοί είναι βέβαιοι πως το πλήθος των υποψηφίων σχετίζεται με κάποιο υλικό όφελος, με προσδοκίες επαγγελματικής εξασφάλισης σε μια κοινωνία μπλοκαρισμένων ευκαιριών ανέλιξης.
Ο κόσμος, και ειδικά στη χώρα μας, έχει εξοικειωθεί με έναν αυτόματο «μαρξισμό» της κακιάς ώρας, βλέποντας παντού οικονομικά συμφέροντα, ακόμα και όταν δεν είναι αυτά που κινούν τη μηχανή.
Γιατί, εκτός από τα συμφέροντα, υπάρχουν και τα πάθη, και κυρίως το πάθος για αναγνώριση και δημοσιότητα. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, η έννοια «ενασχόληση με τα κοινά» μπορεί να στηρίζεται σε κάτι πιο ιδεαλιστικό απ' αυτό που φαντάζεται αυτός που βλέπει παντού το χρήμα.
Το ότι κάποιος ή κάποια έχουν ιδέες ή μεγαλεπήβολα σχέδια, το ότι δεν έχουν ως βασικό κίνητρο τον πλουτισμό, δεν τους κάνει και «καλούς».
Υπάρχουν φασίστες και ολοκληρωτικοί που είναι απολύτως της Ιδέας και καθόλου της Ύλης. Επικίνδυνοι τύποι με εντιμότητα συναλλακτική.
Υπάρχουν, τέλος, φαιδροί και νάρκισσοι αυτοσχέδιοι σωτήρες που δεν είναι, σώνει και καλά, απατεώνες τύπου Σώρρα. Και πολλοί που απλώς θέλουν να μπουν στο πλάνο, να φωτογραφηθούν, να χτίσουν ένα δημόσιο πρόσωπο, να βρουν οπαδούς και ακολούθους στα social media.
Μέσα σε όλον αυτό τον κήπο με τα θηρία και τις γραφικότητες, με τα προσωπικά καπρίτσια και τα σοβαρά στοιχήματα, πρέπει κανείς να κάνει τις επιλογές του. Να μην πάρει τη βολική στάση της καθολικής άρνησης και του σνομπ αναχωρητισμού.
Άλλωστε, είπαμε, όλα τα λουλούδια ανθίζουν και υπόσχονται να ανθίσουν και οι πόλεις μας μαζί τους. Ο κλήρος πέφτει στους πολίτες να μη ζαλιστούν, να σκεφτούν πιο προσεχτικά, να μετρήσουν το συνολικό εκτόπισμα προσώπων και κυρίως προτάσεων.
Η δημοκρατία δεν υπονομεύεται μόνο από τους ανοιχτούς εχθρούς της αλλά και από έναν εξτρεμισμό γραφικότητας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια